Ειδήσεις

Μαρί: Οριστική απόρριψη της έφεσης του Ανδρέα Νικολάου – Επικυρώθηκε η αποζημίωση των €96.737,59

Απορρίφθηκε η έφεση του πρώην Διευθυντή της Πυροσβεστικής Ανδρέα Νικολάου από το Ανώτατο Δικαστήριο

Απορρίφθηκε η έφεση που κατέθεσε ο πρώην Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, Ανδρέα Νικολάου, από το Ανώτατο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει έφεση κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 31 Μαΐου 2019, με την οποία είχε επιδικαστεί υπέρ του πρώην διευθυντή αποζημίωση ύψους €96.737,59, ως δίκαιη και εύλογη, σύμφωνα με το άρθρο 3 του πιο πάνω νόμου.

Η υπόθεση αφορά τον πρώην Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, ο οποίος καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση για ανθρωποκτονία από αλόγιστη και απερίσκεπτη πράξη μετά την τραγωδία της έκρηξης στη Ναυτική Βάση «Ευάγγελος Φλωράκης» στο Μαρί, στις 11 Ιουλίου 2011. Μετά την έφεση που άσκησε, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την καταδίκη του στις 19 Δεκεμβρίου 2014, αθωώνοντάς τον. Ο ίδιος υπέβαλε αγωγή εναντίον της Δημοκρατίας, ζητώντας αποζημιώσεις για την άδικη στέρηση της ελευθερίας του, για ηθική βλάβη, απώλεια εισοδήματος, προβλήματα υγείας και έξοδα υπεράσπισης.

Στην αγωγή του, όπως καταγράφεται αυτούσια στην απόφαση, ο ενάγων επικαλέστηκε σειρά άρθρων του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, υποστηρίζοντας πως η φυλάκισή του παραβίασε θεμελιώδη δικαιώματα. Ζήτησε, μεταξύ άλλων, «αποζημιώσεις δια τον ψυχικό πόνο και την απώλεια κοινωνικής υπόληψης...», «γενικές αποζημιώσεις για τα σοβαρά προβλήματα υγείας», «αποζημιώσεις για την απώλεια εισοδήματος» και «πρόσθετες ή τιμωρητικές αποζημιώσεις για την όλη άδικη, παράνομη, βλαπτική και απαξιωτική στάση των Εναγομένων».

Το Επαρχιακό Δικαστήριο, αφού εξέτασε τα παραδεκτά γεγονότα και τις θέσεις των δύο πλευρών, αναγνώρισε ότι ο ενάγων υπέστη απώλεια εισοδήματος ύψους €96.737,59 για την περίοδο φυλάκισής του, υπολογισμένο σύμφωνα με το άρθρο 5(2) του Ν. 144(Ι)/2001, το οποίο επιτρέπει αποζημίωση μέχρι το ύψος της πραγματικής απώλειας εισοδήματος, αυξημένης κατά 25%. Παράλληλα, απορρίφθηκαν όλες οι άλλες αξιώσεις του, καθώς δεν αποδείχθηκαν στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.

Ο Νικολάου, μη ικανοποιημένος, υποστήριξε ότι το άρθρο 5(2) του Νόμου είναι αντισυνταγματικό, διότι περιορίζει αυθαίρετα την εξουσία του Δικαστηρίου να καθορίζει «δίκαιη και εύλογη αποζημίωση» και παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και της ισότητας. Κατά τους λόγους έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο «εσφαλμένα έκρινε ότι η αθώωση και η απαλλαγή του Ενάγοντα δεν καταδεικνύει βλάβη ούτε παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων» και «παρέλειψε να αποφανθεί επί των ζητημάτων αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 5(2)».

Το Ανώτατο προχώρησε σε ενδελεχή εξέταση της νομοθεσίας, ανατρέχοντας και στην πρόσφατη απόφαση Hasan Abul Hashem v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ. 130/2015, 14.05.2024), όπου είχε επισημανθεί πως «ο Ν.144(Ι)/2001 έχει θεσπιστεί για να παρέχει τη δυνατότητα αποζημίωσης ατόμου στο οποίο επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης και είτε έχει αθωωθεί, είτε η ποινή αντικαταστάθηκε... είτε διατάχθηκε επανεκδίκαση της υπόθεσης με τελική αθώωση». Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι ο Νόμος προβλέπει συγκεκριμένους παράγοντες για τον καθορισμό της αποζημίωσης — διάρκεια φυλάκισης, οικογενειακή κατάσταση, επαγγελματική απώλεια — και ότι το ποσό δεν μπορεί να υπερβαίνει την πραγματική απώλεια εισοδήματος αυξημένη κατά 25%.

Αναφερόμενο στη νομολογία Stefan Grant v. Γενικού Εισαγγελέα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι «ο Ν.144(Ι)/2001 δημιούργησε το δικαίωμα για αποζημιώσεις και προσδιόρισε παράλληλα τον τρόπο καθορισμού τους, θέτοντας και ανώτατο όριο». Επομένως, ο νόμος δεν αφήνει περιθώριο στο Δικαστήριο να επιδικάσει περαιτέρω ή τιμωρητικές αποζημιώσεις πέραν των προβλεπομένων.

Στην ανάλυσή του, το Ανώτατο επεσήμανε ότι η στέρηση της ελευθερίας του εφεσείοντα δεν υπήρξε παράνομη, καθώς «ο ενάγων στερήθηκε την ελευθερία του έχοντας καταδικαστεί νομίμως από συντεταγμένο και αρμόδιο Δικαστήριο της Πολιτείας...». Εξήγησε επίσης ότι η μεταγενέστερη αθώωση «δεν κατατείνει δίχως άλλο σε παρανομία ή κακοπιστία από μέρους της εναγομένης», ούτε συνιστά παραβίαση συνταγματικών ή ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η απόφαση παρέπεμψε σχετικά στην υπόθεση Κλεάνθους ν. Μιλτιάδους (2006), επισημαίνοντας ότι η ανατροπή καταδίκης δεν σημαίνει αυτομάτως παρανομία της Πολιτείας.

Αναφορικά με τους ισχυρισμούς για αντισυνταγματικότητα, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι τέτοιο ζήτημα «δεν εξετάζεται αυτεπάγγελτα, αλλά πρέπει να εγείρεται εξειδικευμένα και με λεπτομέρεια στη δικογραφία». Καθότι στην προκειμένη περίπτωση το σχετικό επιχείρημα διατυπώθηκε μόνο με υπόμνημα και όχι δικογραφημένα, ορθώς, κατά το Ανώτατο, το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν το εξέτασε περαιτέρω.

Ο Δικαστής κατέληξε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο «ορθά εφάρμοσε τις πρόνοιες του Ν.144(Ι)/2001» και ότι «η αποζημίωση ύψους €96.737,59 ήταν δίκαιη και εύλογη». Τόνισε ότι «ουδέν αίτιο αγωγής... δικαιολογεί κατάγνωση ευθύνης της εναγομένης» και ότι «η μεταχείριση του ενάγοντα δεν υπήρξε παράνομη ούτε κατά το Σύνταγμα, ούτε κατά την ΕΣΔΑ».

Η έφεση, επομένως, απορρίφθηκε στο σύνολό της, επικυρώνοντας την πρωτόδικη κρίση ότι η μόνη θεμελιωμένη αξίωση του εφεσείοντα αφορά την απώλεια εισοδήματος για τη διάρκεια της φυλάκισης, όπως προβλέπει ο Νόμος. Η υπόθεση αναδεικνύει, όπως υπογράμμισε το Δικαστήριο, ότι «η ανατροπή καταδίκης δεν συνιστά αυτόματα κρατική ευθύνη ή παραβίαση δικαιωμάτων», και ότι η αποζημίωση λόγω ανατροπής ποινής περιορίζεται αυστηρά στα όρια που θέτει η νομοθεσία, χωρίς να επιτρέπεται η δικαστική υπέρβαση υπό το πρόσχημα «δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης».