Ανώτατο Δικαστήριο: Απορρίφθηκε η έφεση άνδρα καταδικασθέντος για βιασμό στη Λεμεσό
Ο κατηγορούμενος άσκησε έφεση στις 28 Δεκεμβρίου 2022 μέσω του δικηγόρου του, προβάλλοντας πέντε λόγους εναντίον της απόφασης.
Την απαλλαγή του από τις κατηγορίες και την αποφυλάκισή του ζήτησε άντρας, στον οποίο επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 11 ετών για υπόθεση βιασμού γυναίκας στη Λεμεσό.
Σύμφωνα με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, ο εν λόγω άντρας προσφέρθηκε στις 19 Αυγούστου 2021 να μεταφέρει με το αυτοκίνητό του τη γυναίκα, η οποία περίμενε σε στάση λεωφορείου στη Λεμεσό, προς το ξενοδοχείο όπου διέμενε με τους γονείς της. Αντί να σταματήσει στο σημείο που του υπέδειξε, επιτάχυνε και την οδήγησε σε απομονωμένο χώρο χωρίς φωτισμό, όπου, όπως δέχθηκε το Δικαστήριο, την κατακράτησε παρά τη θέλησή της και την εξανάγκασε σε πράξεις σεξουαλικής φύσεως, παρά τις εκκλήσεις και την αντίστασή της.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η παραπονούμενη κατέβαλε συνεχείς προσπάθειες να διαφύγει, ενώ ο κατηγορούμενος επιχείρησε και περαιτέρω ασελγείς πράξεις εις βάρος της, χωρίς να τις ολοκληρώσει λόγω της αντίστασής της. Παράλληλα, κρίθηκε ένοχος και για την κλοπή του κινητού τηλεφώνου της, το οποίο πήρε χωρίς τη συγκατάθεσή της και δεν επέστρεψε, παρότι είχε υποσχεθεί το αντίθετο.
Η πρωτόδικη απόφαση κατέληξε ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν αξιόπιστη και συνάδουσα με τα υπόλοιπα τεκμήρια. Ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρχε γενετικό υλικό που να συνδέει τον κατηγορούμενο με την πράξη απορρίφθηκε, καθώς οι εμπειρογνώμονες κατέθεσαν ότι η απουσία τέτοιου ευρήματος δεν αποκλείει την τέλεση σεξουαλικής πράξης, για πολλούς τεχνικούς λόγους που εξαρτώνται από τις συνθήκες, τον χρόνο που μεσολάβησε και άλλους παράγοντες.
Η ιατροδικαστής κατέθεσε ότι κατά την εξέταση της παραπονούμενης δεν εντοπίστηκαν εμφανείς κακώσεις, ωστόσο εξήγησε πως αυτό δεν αποκλείει την ύπαρξη εξαναγκασμού, καθώς σε περιπτώσεις φόβου, μέθης ή ακινησίας του θύματος, είναι δυνατόν να μην προκληθούν τραυματισμοί.
Ο κατηγορούμενος άσκησε έφεση στις 28 Δεκεμβρίου 2022 μέσω του δικηγόρου του, προβάλλοντας πέντε λόγους εναντίον της απόφασης. Μεταξύ άλλων, υποστήριξε ότι η πρωτόδικη κρίση στηρίχθηκε σε ελλιπή ή αντιφατική μαρτυρία, ότι η ανώμοτη δήλωσή του απορρίφθηκε αδικαιολόγητα και ότι το Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την καταδίκη του.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, εξετάζοντας την έφεση, υπενθύμισε τις πάγιες αρχές που διέπουν την παρέμβασή του στην αξιολόγηση μαρτυρίας από πρωτόδικα δικαστήρια, επισημαίνοντας ότι η εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει πρωτίστως στο δικαστήριο που τους άκουσε και τους παρακολούθησε, και ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε περιπτώσεις εμφανών λαθών, αντιφάσεων ή ελλείψεων που καθιστούν το πόρισμα αβάσιμο.
Το Δικαστήριο απέρριψε τον πρώτο λόγο έφεσης, κρίνοντας ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης δεν αντιφάσκει με εκείνη άλλων μαρτύρων, ενώ και τα επιστημονικά τεκμήρια δεν ανέτρεπαν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Απορρίφθηκαν επίσης οι ισχυρισμοί περί πλημμελούς αξιολόγησης της ιατροδικαστικής εξέτασης, καθώς, όπως αναφέρεται στην απόφαση, η απουσία εμφανών κακώσεων δεν αναιρεί από μόνη της τον εξαναγκαστικό χαρακτήρα της πράξης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι η ανώμοτη δήλωση του κατηγορουμένου, στην οποία ισχυριζόταν πως η γυναίκα συναίνεσε εκουσίως στις πράξεις και ότι υπήρξε «αμοιβαία ερωτική διάθεση», δεν υποστηριζόταν από οποιαδήποτε ανεξάρτητη μαρτυρία ή στοιχείο. Αντιθέτως, τα γεγονότα, όπως αναδύονταν από τη μαρτυρία της παραπονούμενης και των μαρτύρων κατηγορίας, παρουσίαζαν μια αλληλουχία ενεργειών που συνιστούσαν σαφή εξαναγκασμό και παραβίαση της ελεύθερης βούλησής της. Το Εφετείο σημείωσε χαρακτηριστικά ότι «η περιγραφή της παραπονούμενης διακρινόταν από συνέπεια, ειλικρίνεια και συναισθηματική συνέπεια με τα γεγονότα που βίωσε», και ότι «η άμυνα του κατηγορουμένου, πλην ισχυρισμών χωρίς στήριγμα, δεν παρείχε εύλογη αμφιβολία».
Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, το Ανώτατο επεσήμανε πως το Κακουργιοδικείο είχε παραθέσει λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας, των τεκμηρίων και της νομικής συλλογιστικής που οδήγησαν στην καταδίκη. Υπενθύμισε ότι δεν απαιτείται το δικαστήριο να απαντά ξεχωριστά σε κάθε πτυχή της υπεράσπισης, αλλά να διαφαίνεται από την απόφαση ότι εξέτασε όλα τα ουσιώδη ζητήματα, κάτι που στην προκειμένη περίπτωση έγινε με τρόπο πλήρη και ικανοποιητικό.
Επιπλέον, απορρίφθηκε ο λόγος έφεσης που αφορούσε το ύψος της ποινής. Το Ανώτατο έκρινε ότι, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων, τη διάρκεια της πράξης, τη συναισθηματική και ψυχολογική επίπτωση στο θύμα, αλλά και την έλλειψη μεταμέλειας του κατηγορουμένου, οι επιβληθείσες ποινές ήταν εντός των ορίων της αναλογικότητας και δεν παρουσίαζαν οποιαδήποτε υπερβολή που να δικαιολογεί παρέμβαση.
Το Δικαστήριο τόνισε ότι σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης, η κοινωνική απαίτηση για αυστηρή αντιμετώπιση τέτοιων πράξεων δεν συνεπάγεται τιμωρητική διάθεση, αλλά την ανάγκη προστασίας των θυμάτων και αποτροπής ανάλογων εγκλημάτων. Υπό το φως αυτών των παραμέτρων, το Εφετείο αποφάσισε ομόφωνα να απορρίψει την έφεση στο σύνολό της, επιβεβαιώνοντας τόσο την καταδίκη όσο και τις ποινές που επιβλήθηκαν από το Κακουργιοδικείο.
Η απόφαση καταλήγει με την υπενθύμιση ότι «η αξιοπιστία των θυμάτων σεξουαλικής βίας δεν μπορεί να αποδομείται μόνο από την απουσία σωματικών κακώσεων ή ιατροδικαστικών ευρημάτων», καθώς «η ουσία τέτοιων εγκλημάτων εδράζεται στην παραβίαση της αυτονομίας και της συναίνεσης του προσώπου». Έτσι, η Δικαιοσύνη επανέλαβε το καθήκον της να αποδίδει πίστη στον λόγο του θύματος όταν αυτός είναι συνεπής, τεκμηριωμένος και δεν υπονομεύεται από αντικρουόμενα στοιχεία.
Με την επικύρωση της ποινής, ο καταδικασθείς θα παραμείνει στις φυλακές για συνολική περίοδο έντεκα ετών, εκτίοντας την ποινή του για τα αδικήματα σεξουαλικής κακοποίησης, απόπειρας σεξουαλικής κακοποίησης, απαγωγής με σκοπό συνουσία και κλοπής.