Η Βρετανία, οι συμφωνίες Λονδίνου–Άγκυρας και οι ανησυχίες της Λευκωσίας
Η πρόσφατη διπλωματική κινητικότητα στο τρίγωνο Λονδίνου–Άγκυρας–Λευκωσίας αναζωπύρωσε στο νησί συζητήσεις και ανησυχίες για τον ρόλο που διαδραματίζουν τρίτες δυνάμεις στο Κυπριακό και για τις επιπτώσεις που έχουν σύγχρονες διμερείς συμφωνίες στην περιφερειακή ισορροπία. Από τη μια πλευρά υπάρχει η διαχρονική πικρία για τη στάση ορισμένων δυτικών δυνάμεων απέναντι στο ιστορικό ζήτημα της Κύπρου· από την άλλη, εγείρονται νέα ερωτήματα μετά τις τελευταίες επαφές μεταξύ του Βρετανού πρωθυπουργού και του Τούρκου προέδρου.
Η κυπριακή κοινότητα, αλλά και πολιτικοί αναλυτές στο νησί, παρακολουθούν με προσοχή τις δηλώσεις και τα κείμενα συμφωνιών που συνοδεύουν επίσημες επισκέψεις. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η ανακοίνωση για συμφωνίες κατά την επίσκεψη του Βρετανού Πρωθυπουργού στην Άγκυρα, οι οποίες –όπως έχει αναφερθεί σε δημόσιες τοποθετήσεις– περιλαμβάνουν και συζητήσεις για αμυντικό υλικό. Η ίδια η παρουσία και οι συμφωνίες υψηλού επιπέδου μεταξύ Λονδίνου και Άγκυρας επαναφέρουν στην επιφάνεια μια παλαιότερη δυσπιστία: πολλοί στην Κυπριακή Δημοκρατία υπενθυμίζουν ότι η βρετανική πολιτική στην περιοχή δεν υπήρξε πάντοτε σύμφωνη με τα συμφέροντα του νησιού.
Οι επικριτές της βρετανικής πολιτικής επισημαίνουν πως, ανεξάρτητα από τις επίσημες διακηρύξεις, η πραγματικότητα των στρατηγικών συμφερόντων οδηγεί σε συνεργασίες που δεν θεωρούνται πάντα συμβατές με τις προσδοκίες της Λευκωσίας. Στο πλαίσιο αυτό, κάποιες φωνές καλούν την κυπριακή διπλωματία να αποκτήσει σαφώς πιο ενεργητική και προληπτική στάση: να καταγράφει, να αξιολογεί και να αντιδρά σε διεθνείς πρωτοβουλίες που ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την κυριαρχία και τα δικαιώματα της Δημοκρατίας.
Από την πλευρά τους, διπλωματικές πηγές και ειδικοί τονίζουν ότι η επίλυση τέτοιων διαφωνιών απαιτεί τεκμηριωμένη και νόμιμη προσέγγιση, όχι γενικεύσεις. Η νομική διεκδίκηση και η διπλωματική πίεση, όπως παρατηρούν, μπορούν να είναι αποτελεσματικά μέσα εφόσον υποστηρίζονται από σαφή στοιχεία, συμμαχίες και διεθνή νομιμότητα.
Η αναφορά σε συμφωνίες πώλησης αμυντικού υλικού μεταξύ Λονδίνου και Άγκυρας –όπως έχει γίνει σε δημόσιες τοποθετήσεις– χρήζει συγκεκριμένης αξιολόγησης: ποιο είναι το περιεχόμενο των συμφωνιών, ποιοι οι περιορισμοί και οι επιπτώσεις τους στην περιοχή; Σε απουσία πλήρως δημοσιοποιημένων κειμένων, μεγάλο μέρος της συζήτησης παραμένει σε επίπεδο πολιτικών εκτιμήσεων.
Στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο της Κύπρου, η συζήτηση εστιάζεται και στη στρατηγική συμμαχιών. Πολλοί αναλυτές υπενθυμίζουν ότι η Λευκωσία έχει ήδη αναπτύξει σχέσεις με άλλες χώρες της ΕΕ και πέραν αυτής —μεταξύ άλλων και με τη Γαλλία— για να ενισχύσει την αμυντική και ενεργειακή της θέση στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οι συμφωνίες που υπογράφθηκαν με το Παρίσι για διευκολύνσεις και συνεργασία σε αεροπορικά και ναυτικά θέματα θεωρούνται από κάποιους ως απαραίτητο συμπλήρωμα της εξωτερικής πολιτικής της Κυπριακής Δημοκρατίας, ικανό να προσδώσει μεγαλύτερο διαπραγματευτικό βάρος έναντι των άλλων δυνάμεων.
Υποστηρικτές πιο ενεργητικής γραμμής ζητούν από την προεδρία και το Υπουργείο Εξωτερικών να αξιοποιήσουν τα νομικά και διπλωματικά εργαλεία που διαθέτουν: διεθνή δικαστήρια, διπλωματικές διαβουλεύσεις, και περαιτέρω εδραίωση συμμαχιών με χώρες που έχουν κοινά συμφέροντα στην περιοχή. Όπως λένε, μια τέτοια πολιτική δεν σημαίνει περιττές εντάσεις, αλλά στοχευμένες πρωτοβουλίες που να υπερασπίζονται τα εθνικά δικαιώματα και την αξιοπρέπεια του κυπριακού λαού.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και φωνές που προειδοποιούν για τους κινδύνους μιας υπερβολικά αντιδραστικής προσέγγισης. Μια ρητορική που εμφανίζεται confrontational κατά πάντων μπορεί να απομονώσει τη Λευκωσία διεθνώς και να δυσχεράνει τη διατήρηση ισορροπιών που χρειάζονται για την επίτευξη λύσεων. Οι υποστηρικτές της μετριοπάθειας τονίζουν ότι η αποτελεσματική εξωτερική πολιτική συνδυάζει διπλωματική σκληρότητα με ρεαλισμό και γνώση των διεθνών συσχετισμών.
Συμπερασματικά, η πρόσφατη ενίσχυση των σχέσεων Λονδίνου–Άγκυρας και οι συμφωνίες που συνοδεύουν τέτοιες επαφές θέτουν εκ νέου στο προσκήνιο την ανάγκη για προσεκτικό και ενεργητικό σχεδιασμό από πλευράς Λευκωσίας. Η κυπριακή πολιτική ηγεσία καλείται να ζυγίσει προσεκτικά μεταξύ διατήρησης ειρηνικών σχέσεων, διεκδίκησης δικαιωμάτων και γεωστρατηγικής αυτοπροστασίας. Όπως υποστηρίζουν πολίτες και πολιτικοί, η επιλογή των μέσων —νόμιμων, διπλωματικών και διπλωματικά τολμηρών— θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το κατά πόσο η Κυπριακή Δημοκρατία θα μπορέσει να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της στην επόμενη φάση των περιφερειακών εξελίξεων.