Η οικονομία «πρόδωσε» τον Τραμπ και στρώνει το χαλί για σύγκρουση με τον Μαμντάνι
Οι ψηφοφόροι του κόμματος μένουν σπίτι όταν ο Ντόναλντ Τραμπ δεν βρίσκεται στο ψηφοδέλτιο
Η αμερικανική πολιτική σκηνή μπαίνει ξανά σε τροχιά αναταράξεων, με την οικονομία να κυριαρχεί γι’ ακόμα μια φορά στη δημόσια συζήτηση και να καθορίζει, περισσότερο από ποτέ, τη διάθεση των ψηφοφόρων. Ένα χρόνο μετά την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, η υπομονή των πολιτών φαίνεται να εξαντλείται, καθώς η ακρίβεια παραμένει πεισματικά υψηλή και η κοινωνική ανισότητα βαθαίνει. Το εκλογικό κύμα των Δημοκρατικών σε πολιτείες και πόλεις-κλειδιά, από τη Βιρτζίνια έως τη Νέα Υόρκη, υποδηλώνει ότι η δυσαρέσκεια για το κόστος ζωής έχει μετατραπεί σε πολιτική δύναμη πρώτης γραμμής, ικανή να ανατρέψει ξανά τις ισορροπίες. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, αναδύονται νέα πρόσωπα, όπως ο 34χρονος δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Ζόχραν Μαμντάνι, που εκφράζουν τη φωνή μιας γενιάς απογοητευμένης από το οικονομικό κατεστημένο, στη θέση του οποίου πλέον βρίσκονται ο Τραμπ και το κόμμα του.
Ξανά κυριαρχεί η οικονομία
Η δυσαρέσκεια για την οικονομία αναδεικνύεται ξανά σε καθοριστική δύναμη της αμερικανικής πολιτικής σκηνής, καθορίζοντας τις εκλογικές αναμετρήσεις σε τρεις πολιτείες και πλήττοντας το κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία.
Οι Δημοκρατικοί υποψήφιοι που επικέντρωσαν το μήνυμά τους σε οικονομικά ζητήματα επικράτησαν και αναλαμβάνουν πλέον τον έλεγχο της μεγαλύτερης πόλης της χώρας και δύο πολιτειών. Στη Νέα Υόρκη, όπου εκλέχθηκε δήμαρχος ο 34χρονος Δημοκρατικός Ζόχραν Μαμντάνι, το επίκεντρο της συζήτησης ήταν η προσιτή στέγαση και το υψηλό κόστος ζωής. Στο Νιου Τζέρσεϊ, η σχεδόν 20% αύξηση στις τιμές της ενέργειας το τελευταίο έτος μεγέθυνε την αγανάκτηση των ψηφοφόρων. Στη Βιρτζίνια, οι περικοπές του Τραμπ στο ομοσπονδιακό εργατικό δυναμικό και το κυβερνητικό shutdown, που άφησε πολλούς υπαλλήλους χωρίς μισθό, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για τους ψηφοφόρους.
Η ίδια οικονομική αγανάκτηση, που έφερε τον Τραμπ στην εξουσία πριν από έναν χρόνο, φαίνεται τώρα να στρέφεται εναντίον των Ρεπουμπλικανών. Οι υψηλές τιμές σε τρόφιμα, μεταφορές και στέγαση παραμένουν πάνω από τα ανεκτά επίπεδα για τους πολίτες, ενώ αν και ο ρυθμός αύξησης των τιμών έχει μειωθεί σε σχέση με το 2022, ο πληθωρισμός έχει ξαναπάρει ελαφρώς την ανιούσα, εν μέρει λόγω των δασμών που επέβαλε ο Τραμπ. Παράλληλα, νέα προβλήματα όπως η επιβράδυνση της απασχόλησης τροφοδοτούν περαιτέρω τη δυσαρέσκεια.
Το χρηματιστήριο αποφέρει μεγάλα κέρδη στους επενδυτές, ενώ οι δαπάνες των πλουσιότερων τροφοδοτούν την ανάπτυξη. Ωστόσο, η αύξηση των μισθών για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα έχει σταματήσει, ενώ πολλοί νέοι Αμερικανοί αισθάνονται αποκλεισμένοι από την αγορά εργασίας και κατοικίας. Αυτή η «οικονομία δύο ταχυτήτων» λειτούργησε υπέρ του νεοεκλεγέντος δημάρχου της Νέας Υόρκης, Ζόχραν Μαμντάνι, ο οποίος υποστήριξε ότι η οικονομία δεν λειτουργεί για όλους και έθεσε στο στόχαστρο τούς ιδιοκτήτες ακινήτων και τους δισεκατομμυριούχους.
Ο Μαμντάνι, που μέχρι πρόσφατα ήταν σχετικά άγνωστος βουλευτής, εκτοξεύθηκε στο πολιτικό προσκήνιο χάρη σε μια ευφυή καμπάνια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με επίκεντρο το κόστος ζωής. Υποσχέθηκε δωρεάν παιδική φροντίδα, δωρεάν μετακινήσεις με λεωφορείο και πάγωμα ενοικίων κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Όπως έχει δηλώσει, εμπνεύστηκε εν μέρει από την επιτυχημένη στρατηγική της εκστρατείας Τραμπ, που επικεντρώθηκε στον πληθωρισμό της εποχής Μπάιντεν.
Σύμφωνα με ανάλυση της Wall Street Journal, οι συνοικίες όπου οι κάτοικοι κινδυνεύουν περισσότερο να εκτοπιστούν από τις αυξήσεις των τιμών ψήφισαν υπέρ του Μαμντάνι με διαφορά 27 ποσοστιαίων μονάδων έναντι του Άντριου Κουόμο. Η ίδια ανάλυση δείχνει ότι ο Μαμντάνι είχε προβάδισμα 14 μονάδων στις περιοχές με υψηλότερα ποσοστά φτώχιας.
Πήραν το μήνυμα οι Ρεπουμπλικάνοι;
Αναλυτές εξηγούν ότι οι Ρεπουμπλικάνοι ίσως μπουν στον πειρασμό να υποβαθμίσουν τα αποτελέσματα των εκλογών του 2025, αλλά θα ήταν μεγάλο πολιτικό σφάλμα.
Το εκλογικό τους αφήγημα είναι γνωστό πια. Οι ψηφοφόροι του κόμματος μένουν σπίτι όταν ο Ντόναλντ Τραμπ δεν βρίσκεται στο ψηφοδέλτιο. Οι Δημοκρατικοί είχαν συντριπτικό οικονομικό πλεονέκτημα και οι πολιτείες όπου κρίθηκαν οι μεγάλες αναμετρήσεις, Βιρτζίνια, Νιου Τζέρσεϊ, Καλιφόρνια και Νέα Υόρκη, είναι παραδοσιακά Δημοκρατικά προπύργια, με τα εκλογικά τους χρώματα να κυμαίνονται από βαθύ έως σκούρο μπλε.
Αν και όλα αυτά ισχύουν, είναι άσχετα με την ουσία. Ειδικοί εξηγούν ότι οι Ρεπουμπλικάνοι μπαίνουν στον ενδιάμεσο εκλογικό κύκλο κουβαλώντας δύο βαριά φορτία, τη γενικευμένη δυσαρέσκεια για τις τιμές και τη σταδιακή αποστασιοποίηση των ανεξάρτητων ψηφοφόρων. Για να διατηρήσει τον έλεγχο της Βουλής ο Τραμπ θα πρέπει να παρουσιάσει άμεσα μια συνεκτική ατζέντα για την οικονομία και να ανακτήσει μέρος των ανεξάρτητων που εγκαταλείπουν την παράταξή του.
Έτσι κι αλλιώς, ο Τραμπ δεν θα βρίσκεται στο ψηφοδέλτιο ξανά, άρα το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα πρέπει να βρει τρόπο να «μεταβιβάσει» τη γοητεία του σε άλλους υποψηφίους. Αν ο Δημοκρατικός μηχανισμός χρηματοδότησης αποδίδει τόσο καλά τώρα, κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πώς θα λειτουργήσει το 2026 ή το 2028.
Το Δημοκρατικό κύμα των ενδιάμεσων εκλογών σάρωσε τις μέχρι πρότινος ασφαλείς Ρεπουμπλικανικές περιοχές. Οι Δημοκρατικοί ανέτρεψαν τουλάχιστον 13 έδρες στη Βουλή των Αντιπροσώπων της Βιρτζίνια και σχεδιάζουν ν’ αξιοποιήσουν τον πλήρη έλεγχο του κρατικού μηχανισμού για να ανασχεδιάσουν τον εκλογικό χάρτη προς όφελός τους. Στο Νιου Τζέρσεϊ πέτυχαν τη μεγαλύτερη πλειοψηφία τους εδώ και 52 χρόνια, ενώ στην Τζόρτζια κατέκτησαν δύο έδρες στην Επιτροπή Δημοσίων Υπηρεσιών, το κρατικό όργανο ενέργειας, όπου Δημοκρατικοί δεν είχαν εκλεγεί από το 2007.
Ο αρθρογράφος της Wall Street Journal, Matthew Continetti, εξηγεί ότι ο πληθωρισμός έχει «βυθίσει» πολλές προεδρίες, όπως του Τζόνσον, του Νίξον, του Φορντ, του Κάρτερ και του Μπάιντεν. Ο Τραμπ βρίσκεται τώρα σε παρόμοια θέση. Η μεταναστευτική κρίση και ο πληθωρισμός τον οδήγησαν ξανά στον Λευκό Οίκο, αλλά ενώ έχει κλείσει τα σύνορα, ο πληθωρισμός παραμένει επίμονος και παραμένει το μεγαλύτερο πρόβλημα της προεδρίας του.
Ο ίδιος προτιμά να διακηρύσσει ότι «ο πληθωρισμός έχει νικηθεί» και να δείχνει τις χαμηλότερες τιμές στα καύσιμα, όμως η ανακούφιση είναι προσωρινή. Δεν αντισταθμίζει την εκτόξευση του κόστους σε τρόφιμα, στέγαση και υγεία. Επιπλέον, πολιτικές όπως οι δασμοί και οι μαζικές απελάσεις, που περιορίζουν την προσφορά αγαθών και εργατικών χεριών, επιδεινώνουν το πρόβλημα, όπως και οι πιέσεις του προς τη Fed να μειώσει τα επιτόκια πριν σταθεροποιηθούν οι τιμές.
Από την άλλη, οι Δημοκρατικοί σπεύδουν να καλύψουν το κενό πολιτικής των Ρεπουμπλικανών. Οι υποσχέσεις για δωρεάν συγκοινωνίες και πάγωμα ενοικίων μπορεί να είναι οικονομικά απατηλές, αλλά, όπως φαίνεται, η κακή πολιτική υπερισχύει της απουσίας πολιτικής. Από τον περασμένο Ιούλιο, οι Ρεπουμπλικάνοι δεν έχουν παρουσιάσει τίποτα ουσιαστικό πέρα από τον νόμο «Working Families Tax Cut», ενώ η πιο πρόσφατη πρόταση του Τραμπ είναι διαδικαστική, όχι πολιτική, και δεν έχει καμία τύχη να προχωρήσει.
Η έλλειψη πρωτοβουλιών και το πρωτοφανές σε διάρκεια κυβερνητικό shutdown καλλιεργούν την εικόνα ενός αποστασιοποιημένου και άτολμου κόμματος. Οι ανεξάρτητοι που έχουν στραφεί εναντίον του Τραμπ δεν έχουν κανένα λόγο να επιστρέψουν. Οι ψηφοφόροι, όμως, δεν περιμένουν τα κόμματα να συνέλθουν. Επιλέγει την εναλλακτική.
Τραμπ εναντίον Μαμντάνι;
Ο Τραμπ έχει περάσει τις τελευταίες εβδομάδες επιτιθέμενος δημοσίως στον Μαμντάνι, χαρακτηρίζοντάς τον «ακροαριστερό», «κομμουνιστή» και «κίνδυνο για την πόλη». Δεν παρέλειψε μάλιστα να προσθέσει, με το γνώριμο ύφος του, πως είναι «πολύ πιο ωραίος» από τον 34χρονο πολιτικό.
Ωστόσο, κατ’ ιδίαν, ο Τραμπ φέρεται να μιλά διαφορετικά. Σύμφωνα με δύο πρόσωπα που επικαλούνται οι New York Times, έχει περιγράψει τον Μαμντάνι ως «ταλαντούχο πολιτικό», «έξυπνο» και «καλό ομιλητή». Παρά τα διστακτικά αυτά κομπλιμέντα, οι δύο άνδρες φαίνεται πως οδεύουν σε μετωπική σύγκρουση. Ο νεαρός δημοκρατικός από το Κουίνς αναδεικνύεται ήδη σε βολικό «αντίπαλο σύμβολο» για τον Τραμπ, ο οποίος τον χρησιμοποιεί ως προσωποποίηση του «τρελού Δημοκρατικού Κόμματος».
Ο Τραμπ, κατά τη δεύτερη θητεία του, έχει αποδείξει πως δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει την ομοσπονδιακή εξουσία για πολιτικά αντίποινα. Έχει περικόψει δισεκατομμύρια από επιχορηγήσεις προς πολιτείες και πόλεις που κυβερνώνται από Δημοκρατικούς, έχει στείλει την Εθνοφρουρά σε πόλεις παρά τη θέλησή τους και έχει ζητήσει από το Υπουργείο Δικαιοσύνης να κινηθεί εναντίον πολιτικών του αντιπάλων.
Παρ’ όλα αυτά, ορισμένοι συνεργάτες του θεωρούν ότι η ανάδειξη του Μαμντάνι ίσως τελικά ωφελήσει πολιτικά τον Πρόεδρο. Του προσφέρει, λένε, έναν νέο «εχθρό» για να στοχοποιήσει, στο πρότυπο της Νάνσι Πελόζι ή της Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ, και να ενισχύσει το αφήγημά του περί «ριζοσπαστικοποίησης» των Δημοκρατικών.
Ο Μαμντάνι, από την πλευρά του, δείχνει να κατανοεί πως η αντιπαράθεση με τον Τραμπ μπορεί να μετατραπεί σε πολιτικό του όπλο. Στενοί του συνεργάτες θεωρούν ότι η επίθεση από τον Πρόεδρο θα τον ενισχύσει στα μάτια των προοδευτικών ψηφοφόρων, όχι μόνο στη Νέα Υόρκη αλλά και πανεθνικά, παρουσιάζοντάς τον ως το νέο πρόσωπο της αντίστασης στον «Τραμπισμό». Ήδη το στρατόπεδό του ετοιμάζει επικοινωνιακή καμπάνια που θ’ αναδεικνύει τη σύγκρουση ως αγώνα «του λαού απέναντι στην εξουσία».
«Ο Τραμπ χρειάζεται εχθρούς για να κυβερνά, και ο Μαμντάνι χρειάζεται αντιπάλους για να εμπνεύσει», σχολίασε χαρακτηριστικά καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. «Είναι μια σχέση αμοιβαίας χρησιμότητας, ακόμη κι αν οι δύο το αρνούνται δημοσίως».
Σε κάθε περίπτωση, η επόμενη περίοδος προμηνύεται ως μια από τις πιο εκρηκτικές πολιτικά στην ιστορία των σχέσεων του Λευκού Οίκου με τη Νέα Υόρκη, μια μονομαχία ανάμεσα σε έναν Πρόεδρο που έχει οικοδομήσει την ταυτότητά του πάνω στην αντιπαράθεση και έναν νέο δήμαρχο που φαίνεται αποφασισμένος να του ανταποδώσει κάθε πλήγμα.