Πρωτοφανές φαινόμενο η σεισμική δραστηριότητα στην Πάφο – Η νέα εκτίμηση των ειδικών
Πρωτοφανή χαρακτηρίζει την κατάσταση με τους σεισμούς ο διευθυντής του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης, Χριστόδουλος Χατζηγεωργίου.
Όπως εξηγεί στο Πρωτοσέλιδο, αυτό που αιφνιδίασε τις αρχές δεν ήταν μόνο το αρχικό γεγονός, αλλά η «ασυνήθιστα ψηλή σεισμική ακολουθία» που ακολούθησε, με δεκάδες δονήσεις, αρκετές εκ των οποίων έγιναν αισθητές, εντείνοντας την ανησυχία κυρίως στην επαρχία Πάφου. Η κατάσταση παρέμενε υπό στενή παρακολούθηση όταν ακολούθησε, το ίδιο απόγευμα στις 16:23, ένας δεύτερος ισχυρός σεισμός 5,2 Ρίχτερ. Από εκείνη τη στιγμή, σημειώνει ο Χατζηγεωργίου, η δραστηριότητα άρχισε σταδιακά να εκτονώνεται, με τα δεδομένα να δείχνουν σταθερή μείωση των μετασεισμών.
Στο ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει ισχυρότερο χτύπημα του Εγκέλαδου, ο διευθυντής ξεκαθαρίζει πως γεωλογικά και ιστορικά στην Κύπρο έχουν καταγραφεί μεγαλύτεροι σεισμοί, όμως η ακριβής στιγμή εκδήλωσης τέτοιων φαινομένων παραμένει αδύνατο να προβλεφθεί. Αυτό που θεωρεί απαραίτητο είναι η συνεχής έρευνα, η συστηματική χαρτογράφηση των ρηγμάτων με όσο μεγαλύτερη λεπτομέρεια γίνεται και η αξιοποίηση νέων τεχνολογιών, ώστε να γίνονται όχι προβλέψεις, αλλά ακριβέστερες εκτιμήσεις του σεισμικού κινδύνου.
Αναφερόμενος στο όριο μεγέθους που μπορεί να προκαλέσει ανησυχία, ο Χατζηγεωργίου επισημαίνει ότι το κρίσιμο δεν είναι τα Ρίχτερ, αλλά το επίκεντρο και το βάθος. Ένας σεισμός ακόμη και τεσσάρων ή πέντε Ρίχτερ, εφόσον είναι επιφανειακός και εκδηλωθεί κάτω από κατοικημένη περιοχή, μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ζημιές, ενώ ένας πολύ ισχυρότερος σεισμός στην έρημο μπορεί να περάσει χωρίς συνέπειες. Γι’ αυτό, όπως εξηγεί, δίπλα στη γνωστή κλίμακα Ρίχτερ υπάρχει η κλίμακα Μερκάλι, η οποία ταξινομεί τους σεισμούς βάσει των πραγματικών επιπτώσεων.
Όσο για το αν είναι παράξενο που σημειώθηκαν δύο ξεχωριστοί ισχυροί σεισμοί στην ίδια περιοχή, ο διευθυντής απαντά πως η συμπεριφορά αυτή δεν είναι ασυνήθιστη. Αυτό που προβλημάτισε τις αρχές ήταν η ένταση και η πυκνότητα της σεισμικής ακολουθίας ανάμεσα στους δύο σεισμούς, ένα φαινόμενο που, όπως αναφέρει, δεν έχει ξαναπαρατηρηθεί στα χρόνια της θητείας του. Κατά την εκτίμησή του, πρόκειται ουσιαστικά για δύο ανεξάρτητους σεισμούς, όχι για κύριο και μετασεισμό, κάτι που παραπέμπει και σε αντίστοιχο φαινόμενο που είχε καταγραφεί στην Τουρκία πριν από μερικά χρόνια.
Για το τσουνάμι, ο Χατζηγεωργίου διευκρινίζει ότι ο κίνδυνος υπάρχει, αλλά συνδέεται κυρίως με μεγάλους υποθαλάσσιους σεισμούς που προκαλούν απότομη μετατόπιση του θαλάσσιου βυθού ή με υποθαλάσσιες κατολισθήσεις που πυροδοτούνται από έντονη σεισμική δόνηση κοντά σε παράκτιες ζώνες. Ωστόσο, σεισμοί της τάξης των 5 έως 5,5 Ρίχτερ, όπως οι πρόσφατοι, δεν δημιουργούν τέτοια απειλή. Υπάρχουν θεωρητικά και άλλες πηγές τσουνάμι, όπως μια υποθαλάσσια ηφαιστειακή έκρηξη ή ακόμη και η πτώση μετεωρίτη, αλλά πρόκειται για εξαιρετικά σπάνια σενάρια.