Το κατόρθωμα του Βότση
Η βύθιση του «Φετίχ Μπουλέντ» στον κόλπο της Θεσσαλονίκης.
ΜΕΡΟΣ Α’
Ο Οκτώβρης του 1912 ήταν για τη Ελλάδα μήνας τροπαίων και θριάμβων, τόσο στη στεριά, όσο και στη θάλασσα. Η έναρξη του Βαλκανικού Πολέμου έδωσε την ευκαιρία στον ελληνικό στρατό να εξορμήσει και να δώσει διαδοχικές νικηφόρες μάχες εναντίον των Τούρκων, απελευθερώνοντας το ένα μετά το άλλο, σκλαβωμένα εδάφη στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Παράλληλα, ο Στόλος διέσχιζε ασυγκράτητος σαν σίφουνας τα γαλανά νερά του Αιγαίου και σκόρπιζε τη λευτεριά στα μυροβόλα νησιά του. Στρατός και Στόλος έκαναν το Έθνος των Ελλήνων να αισθανθεί περήφανο για τα κατορθώματα των στρατευμένων παιδιών, που ξέπλεναν τα μαύρα, βαριά σύννεφα του άτυχου πολέμου του 1897.
Η θερμουργός πνοή του Πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου έκαμε τους Έλληνες να σηκώσουν περήφανοι ξανά το κεφάλι, να πιστέψουν στις δυνάμεις τους και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να δημιουργήσουν αξιόμαχο Στρατό και ακαταμάχητο Ναυτικό. Και όταν τα τέσσερα χριστιανικά βαλκανικά κράτη -Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνι- συμμάχησαν εναντίον της Τουρκίας, η Ελλάδα με τον στρατό και τον στόλο της έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην έκβαση του νικηφόρου εκείνου πολέμου.
Στο σημερινό μας σημείωμα θα δούμε πώς ο Στόλος του Αιγαίου και η Μοίρα του Αμβρακικού, που ναυλοχούσαν στον Φαληρικό Όρμο για επιθεώρηση, πληροφορήθηκαν την κήρυξη του πολέμου από τον Υπουργό των Ναυτικών Νικόλαο Στράτο στις τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 4ης Οκτωβρίου 1912. Το πρωί της ιστορικής εκείνης μέρας βρήκε τους κυβερνήτες και τα επιτελεία των πολεμικών σκαφών παραταγμένους στην πρύμνη της ναυαρχίδας, το θρυλικό θωρηκτό «Αβέρωφ», και τα πληρώματα των άλλων σκαφών στα καταστρώματα των πλοίων τους. Περίμεναν την έλευση του Βασιλιά και των μελών της κυβέρνησης, για επιθεώρηση.
Στις 10.30 η ώρα ξέσπασαν σε παρατεταμένα χειροκροτήματα και ουρανομήκεις ζητωκραυγές τα πλήθη που βρίσκονταν στην παραλία του Φαληρικού Όρμου. Και αμέσως φάνηκε η ατμάκατος να μεταφέρει από την εξέδρα του Νέου Φαλήρου στη ναυαρχίδα, τον Πρωθυπουργό Βενιζέλο, τον Υπουργό των Ναυτικών Ν. Στράτο και άλλους επισήμους. Ο Πρωθυπουργός και ο Υπουργός των Ναυτικών, αφού χαιρέτισαν τον Αρχηγό του Στόλου, Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, τον κυβερνήτη του «Αβέρωφ», Αντιπλοίαρχο Σοφοκλή Δούσμανη και τους παραταγμένους κυβερνήτες και λοιπούς αξιωματικούς των πολεμικών σκαφών, κατευθύνθηκαν στην πρύμνη, όπου ψάλθηκε κατανυχτική δέηση για την ευόδωση του ιερού αγώνα και ο Ν. Στράτος διάβασε την ακόλουθη λακωνικότατη ιστορική Ημερήσια Διαταγή:
«ΓΕΝ Αρ. Πρωτοκόλλου 597 - Εν Αθήναις τη 5η Οκτωβρίου 1912.
»Προς τους Αρχηγούς, τα επιτελεία και τα πληρώματα του Στόλου Αιγαίου και της Μοίρας Αμβρακικού
»Αρχηγέ, Αξιωματικοί,
»Εκηρύχθη σήμερον ο πόλεμος κατά της Τουρκίας.
»Η πατρίς καλεί υμάς εις το καθήκον.
Ο Υπουργός Ναυτικών
Ν. ΣΤΡΑΤΟΣ»
Στην ανάγνωση της Ημερησίας Διαταγής του Υπουργού των Ναυτικών τα πληρώματα των πλοίων ζητωκραύγασαν επανειλημμένα, ενώ ο Υπουργός πλησίασε τον Αρχηγό του Στόλου Αιγαίου, του έδωσε το διάταγμα προαγωγής του σε Υποναύαρχο και τον συγχάρηκε θερμά. Στη συνέχεια ο Υπουργός προσφώνησε τα παραταγμένα επιτελεία και τα πληρώματα, τονίζοντας ανάμεσα σε άλλα:
«Καλείσθε να επιβάλετε ανά το Αιγαίον την κυριαρχίαν της Ελληνικής Σημαίας. Καλείσθε να εξασφαλίσητε τον εφοδιασμόν τού κατά ξηράν Ελληνικού Στρατού. Καλείσθε να παρακωλύσητε τον εφοδιασμόν του εχθρού και να παραλύσητε την συμπλήρωσιν της κινητοποιήσεώς του, ασφαλίζοντες ούτω την οριστικήν νίκην ημών και των συμμάχων και φίλων στρατιωτικών δυνάμεων. Θα επιτεθείτε κατά του εχθρού, διότι μόνον η επίθεσις οξύνει τον νουν και χαλυβδοί τον ενθουσιασμόν. Θα νικήσητε, διότι ο Έλλην ναύτης ουδέποτε ηττήθη. Θα αγωνισθήτε εν τω πελάγει, όπερ απηχεί τους νικητηρίους παιάνας την Ελληνικών Στόλων και θριάμβων, τας οιμωγάς των συντριβέντων επιδρομέων. Ο Θεός ευλογεί τους αγώνας ημών. Η πατρίς εμπιστεύεται εις τον Στόλον της την τιμήν της Σημαίας της, την ασφάλειαν της οριστικής νίκης της, την τελικήν πλήρωσιν των απ’ αιώνων ονείρων της Φυλής. Ζήτω το Έθνος, ζήτω ο βασιλεύς, ζήτω το Ελληνικόν Ναυτικόν».
Νέες ζητωκραυγές ακολούθησαν την ομιλίαν του Υπουργού των Ναυτικών και μετά ο Πρωθυπουργός Βενιζέλος προχώρησε μπροστά και με βαθιά συγκίνηση απευθύνθηκε στους αξιωματικούς και άντρες, τονίζοντας ανάμεσα σε άλλα και τα εξής: «Είμεθα οι πάντες πλήρεις αισιοδοξίας όχι μόνον διά το άριστον υλικόν, αλλά προ παντός διά το γενναίον φρόνημα όλων ημών. Η Πατρίς αξιοί από ημάς όχι απλώς να αποθάνετε υπέρ αυτής. Αυτό θα ήτο το ολιγώτερον. Αξιοί να νικήσητε και διά τούτο έκαστος εξ ημών και θνήσκων ακόμη, μίαν σκέψιν πρέπει να έχη. Πώς να εντείνη τας δυνάμεις του μέχρι της τελευταίας πνοής, όπως οι εναπομείναντες νικήσουν. Και θα νικήσητε. Είμαι βέβαιος !».
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την τελευταία του φράση ο Πρωθυπουργός και οι κρότοι των τηλεβόλων του θωρηκτού «Αβέρωφ» ανήγγελλαν την προσέγγιση της ατμακάτου που έφερε τον Βασιλέα. Τον δεξιώθηκαν στην κλίμακα τα μέλη του επιτελείου του και, αφού προχώρησε στους συγκεντρωμένους αξιωματικούς και ναύτες, τους αποχαιρέτησε με τα εξής:
«Αξιωματικοί, Υπαξιωματικοί και Ναύται,
»Ήλθον να σας αποχαιρετήσω και να σας ευχηθώ. Έχω πλήρη πεποίθησιν ότι πάντες, από του πρώτου μέχρι του τελευταίου, θέλετε εκπληρώσει το προς την πατρίδα καθήκον μετά προθυμίας και αφοσιώσεως. Αι παραδόσεις του ημέτερου ναυτικού είναι ιεραί και ένδοξοι. Σεις θα έχετε την τιμήν να προσθέσητε και ετέρας σελίδας δόξης εις την ιστορίαν του Ναυτικού μας. Αι ευχαί ολοκλήρου του Έθνους και αι ιδικαί μου σας συνοδεύουν. Ο Θεός είναι μαζί σας».
Τον χαιρετισμό του Βασιλιά ακολούθησε το ανάκρουσμα του Εθνικού Ύμνου από τη μουσική του σκάφους και τέλος ο Βασιλιάς αναφώνησε τρεις φορές: «Ζήτω το Ελληνικόν Ναυτικόν, Ζήτω το Έθνος». Στη συνέχεια επιβιβάστηκε στην ατμάκατο και υπό τους ήχους των τηλεβόλων των μεθορμισμένων σκαφών, τα περιέπλευσε και τελικά αποβιβάστηκε στην ξηρά.
Τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες ο Στόλος σήκωσε τις άγκυρες και μ’ επικεφαλής το «Αβέρωφ» ξανοίχτηκε στα γαλανά νερά του Αιγαίου. Έπλεε προς τον θρίαμβο και τη δόξα, με βορειοδυτική πορεία. Στόχος του, ένας και μοναδικός: Η απελευθέρωση των σκλαβωμένων νησιών του Αιγαίου, που στέναζαν κάτω από τον μακροχρόνιο βαρύ κι αβάσταχτο τουρκικό ζυγό.
Το πρωί της επόμενης μέρας, 6ης Οκτωβρίου 1912, βρήκε τον Στόλο κατευθυνόμενο στη χιλιοτραγουδημένη Λήμνο. Ο Ναύαρχος Κουντουριώτης ήθελε να καταλάβει και ν’ απελευθερώσει το νησί, που ήταν μεγάλης στρατηγικής σημασίας. Ήθελε να το χρησιμοποιήσει ως προχωρημένη Βάση στις επιχειρήσεις κατά του εχθρού. Διαφώνησε ο Ναύαρχος με τα σχέδια του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, που προέβλεπαν ως προχωρημένες Βάσεις τη Σκιάθο και τους Ωραιούς. Και τα τροποποίησε, έχοντας υπόψη το ηθικό του έμψυχου υλικού, το οποίο διοικούσε και τη δική του θαρραλέα θέληση. Επέμεινε και πέτυχε να επιδιωχθεί η άμεση κατάληψη της Λήμνου. Ήθελε ο Κουντουριώτης να εποπτεύει από το νησί αυτό τα στενά των Δαρδανελλίων και να είναι εύκολο το μποτιλιάρισμα του τουρκικού στόλου στους ναυστάθμους του, αν επιχειρούσε να κατέβει στο Αιγαίο. Δυο φορές που επιχείρησαν να κατεβούν στο Αιγαίο οι Τούρκοι, βρήκαν μπροστά τους τον Ελληνικό Στόλο, που τους καταναυμάχησε, τους τσάκισε κυριολεκτικά τα φτερά τους, αναγκάζοντάς τους να καταφύγουν πανικοβλημένοι στα Στενά, όπου έμειναν κλεισμένοι μέχρι τον μαύρο Ιούλιο του 1974, που τους άφησαν οι ανάξιοι, τρομαλέοι ηγέτες της Χούντας να κατέβουν, να διασχίσουν ανενόχλητοι τα νερά του Αιγαίου και να μεταφέρουν στο νησί μας τις ορδές του Αττίλα.
Οι εξελίξεις δικαίωσαν τις θέσεις του Ναυάρχου. Απέδειξαν ότι ο Κουντουριώτης δεν ήταν μόνο γενναίος και προβλεπτικός, αλλά και ικανότατος ναυτικός ηγέτης. Ο Θεός, έλεγαν υπουργοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί, φώτισε τον Βενιζέλο και τοποθέτησε τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη θέση, όταν η Ελλάδα άνοιγε τα φτερά και όργωνε το Αιγαίο, σκορπίζοντας λευτεριά στα σκλαβωμένα νησιά της. Ο Στόλος ακάθεκτος με τους ναύτες του, που έγιναν πεζοναύτες, ύψωνε την Ελληνική Σημαία στα νησιά και οι κάτοικοί τους δοξολογούσαν τον Κουντουριώτη, τους αξιωματικούς και τους ναύτες. Και το τραγούδι άρχισε ν’ αντηχεί όχι μόνο στη θάλασσα, αλλά και στη στεριά:
«Εγώ είμαι ο ναύτης του Αιγαίου
Κρεβάτι έχω τα πλατιά νερά
Και για την όμορφη πατρίδα
Είμαι όλος φλόγα και καρδιά…».
Και όταν ο λεοντόκαρδος υποπλοίαρχος Νικόλας Βότσης εισερχόταν στον Θερμαϊκό Κόλπο και βύθιζε το τουρκικό θωρηκτό «Φετίχ Μπουλέντ» με το τορπιλοβόλο «11», στο τραγούδι του ναύτη προστέθηκαν και οι στίχοι:
«Με την αντρεία του Κανάρη
και με του Βότση την ψυχή
τον δυστυχή εχθρό τρομάζω
και δεν τολμά να κοιμηθεί…».
Ενώ ο Στόλος απελευθέρωνε το ένα μετά το άλλο τα νησιά του Αιγαίου, ο στρατός προελαύνοντας ακάθεκτος απελευθέρωνε πόλεις και χωριά της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Στις 26 Οκτωβρίου ο Ταχσίν Πασάς ηττημένος παρέδιδε τη Θεσσαλονίκη στον Ελληνικό Στρατό. Η στρατιά Ηπείρου, υπό τον αντιστράτηγο Σαπουντζάκη, απελευθέρωνε σκλαβωμένα εδάφη της Ηπείρου. Και οι Έλληνες πανηγύριζαν τους θριάμβους του Στόλου και του Στρατού τους, που άπλωναν τα σύνορα της Πατρίδας από τη Μελούνα, στη χώρα του Αλέξαντρου και τα νησιά του Αιγαίου.
Ήταν 19 Οκτωβρίου 1912, όταν έφθασε στον Στόλο, που ετοιμαζόταν να καταλάβει τη Σαμοθράκη, το χαρμόσυνο άγγελμα: Ο υποπλοίαρχος Νικόλας Βότσης, κυβερνήτης του τορπιλοβόλου «11», βύθισε το τουρκικό θωρηκτό «Φετίχ Μπουλέντ», που ναυλοχούσε με άλλα τουρκικά σκάφη στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ο λεοντόκαρδος Βότσης μπήκε απαρατήρητος με το τορπιλοβόλο «11» στον μυχό του κόλπου της Νύμφης του Θερμαϊκού και στις 11.35 νυχτερινή ώρα εκσφενδόνισε δύο τορπίλες εναντίον του εχθρικού σκάφους, καταβυθίζοντάς το.
Θα πει αργότερα ο ίδιος για τον άθλο του: «Το τορπιλοβόλον επλησίασε σε απόσταση 150 μέτρων από το τουρκικό πολεμικό και εκσφενδόνισε κατ’ αυτού την πρωραία δεξιάν τορπίλην του και αμέσως μετά την αριστεράν. Αι δύο τορπίλαι έπληξαν το εχθρικόν σκάφος στην δεξιά πλευρά του και λίγο μπροστά από την καπνοδόχο του και εξερράγησαν με πάταγο, ανοίγοντας μέγα ρήγμα σ’ αυτό, που άρχισε να βυθίζεται». Η είδηση, όταν γνώσθηκε στην Αθήνα και τη λοιπή Ελλάδα, προκάλεσε ρίγη ενθουσιασμού και πρωτοφανείς εκδηλώσεις χαράς. Όλοι πανηγύριζαν το γεγονός ως ανανέωση των πυρπολητών του 1821.
Το Υπουργείο Ναυτικών, αν και είχε διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης του εγχειρήματος, διαταγή που δεν πρόλαβε να πάρει ο Βότσης, τον διέταξε να υποβάλει νυχτιάτικα λεπτομερή αναφορά όσων συνέβησαν, για να τηλεγραφηθεί στο πανελλήνιο το κατόρθωμά του. Κι αυτός υπέβαλε την ακόλουθη αναφορά: «Απέπλευσα εκ Λιτοχώρου πρωίαν και κατέπλευσα Σκάλαν Ελευθεροχωρίου, όπου παρέμεινα μέχρις 9ης εσπέρας, οπότε απέπλευσα διά την επίθεσιν. Το Καραμπουρνού εφώτιζε συνεχώς διά προβολέων, αλλά διήλθον απαρατήρητος μεταξύ Καραβοφάναρου και Βαρδάρη. Κατόπιν ολοταχώς έπλευσα λιμένα Θεσσαλονίκης και την 11.20 διέκρινα άνευ αμφιβολίας τουρκικόν θωρηκτόν ανάπρωρο προς τον πνέοντα Μέσην εις την δυτικήν άκραν κυματοθραύστου. Εις την δεξιάν άκραν, συνήθη τόπον αγκυροβολίας, υπήρχε ρωσικόν πολεμικόν, υποθέτω και άλλα. Επιχείρησα πάντοτε απαρατήρητος, ώστε κατηύθυνα την πρώρα διά μέσου τουρκικού θωρηκτού, εξεσφενδόνισα πρώτον δεξιάν πρωραίαν την 11.35 από αποστάσεως 150 μέτρων. Έστρεψα ολίγον αριστερά προχωρών και εξεσφενδόνισα αριστεράν. Ανεπόδισα ολοταχώς όπως απομακρυνθώ της εκρήξεως, της πρώρας του πλοίου στρεφούσης αριστερά. Κατόπιν εξεσφενδόνισα την του καταστρώματος, ήτις όμως εξέκλινε και εξερράγη μετά τας πρώτας ταυτοχρόνους σχεδόν εκρήξεις επί του κυματοθραύστου μετά κρότου μεγάλου, ον προς στιγμήν ενομίσαμεν ως πυροβολισμόν εκ της ξηράς. Άμα τη πρώτη εκρήξει παρετηρήθη κίνησις φώτων επί του πλοίου και συρίγματα.
»Τα διαμερίσματα των αξιωματικών ήσαν φωτισμένα. Η έκρηξις εγένετο ολίγον πόρρωθεν της καπνοδόχου δεξιά. Καπνός εξήλθε άφθονος της καπνοδόχου, το πλοίον καταφανώς εβυθίζετο διά της πρώρας, κλίνον ολοταχώς. Τότε, πλέων εξήλθον άνωθεν της γραμμής δεξιά. Ολοταχώς πλέων τότε εξήλθον άνωθεν της γραμμής των βυθισμένων τορπιλών, στηριζόμενος εις το βύθισμα του πλοίου μου και διήλθον προ του Καραμπουρνού, το οποίον ειδοποιηθέν φαίνεται εκ Θεσσαλονίκης, ήναψε πάντας τους προβολείς. Διήλθον και πάλιν απαρατήρητος και καθ’ ην στιγμήν ευρισκόμην απέναντι του Καραμπουρνού και κατά την προηγουμένην προς τούτο υπόσχεσιν προς τους πυροβολητάς μου, διέταξα και έρριψαν επ’ αυτού βολήν διά του ταχυβόλου των 37 από αποστάσεως 2.500 μέτρων. Εκείθεν κατηυθύνθην 4ην πρωινήν εις Βρωμερήν Αικατερίνης προς παρακολούθησιν αποβάσεως τροφίμων στρατού.
Κυβερνήτης Τορπιλοβόλου 11
Ν. Βότσης»
* Την ερχόμενη Κυριακή το Β’ μέρος