«Βαρώσι, Πράσινη Γραμμή, Πρωτόκολλο 10: οι αδιαπραγμάτευτες γραμμές»
Η εκλογή του Τουφάν Ερχιουρμάν μάς επανέφερε το μοτίβο των «παραθύρων ευκαιρίας» και της «ευελιξίας και από τις δύο πλευρές». Αν η Λευκωσία προσέλθει σε συνάντηση χωρίς να έχει κάνει ξεκάθαρο δημοσίως και γραπτώς το πλαίσιο, η πίεση πάλι θα μετατεθεί στην Ελληνική κυπριακή πλευρά. Το ζητούμενο είναι να προδιαμορφωθεί το πεδίο με τρόπο που να επιβάλλει σε όσους ενδιαφέρονται πραγματικά για πρόοδο να στραφούν στην Άγκυρα και να παραδεχθούν τις σαφέστατες θέσεις του νέου Τ/κ ηγέτη.
Πρώτον θεμέλιον είναι η σοβαρή επαναβεβαίωση των παραμέτρων του ΟΗΕ και της Κοινής Διακήρυξης του 2014 ως μοναδικής βάσης της διαδικασίας. Όχι με δηλώσεις καλής θέλησης, αλλά με κατατεθειμένα κείμενα. Να δημοσιευσει γραπτώς η κυπριακή κυβέρνηση: την επιβεβαίωση ΔΔΟ με πολιτική ισότητα όπως έχει οριστεί στο πλαίσιο των ΗΕ, την καταγραφή της μίας διεθνούς νομικής προσωπικότητας, της μίας κυριαρχίας και της μίας ιθαγένειας, την υπενθύμιση ότι ο τεχνικός κανόνας «τίποτα δεν έχει συμφωνηθεί αν δεν συμφωνηθούν όλα» διέπει κάθε επιμέρους συζήτηση. Αυτό σημαίνει ότι ο πρόεδρος πρέπει να σταματήσει να μιλά για “κεκτημένο των συνομιλιών”. Όταν αυτά υπάρχουν γραπτώς σε Γενικό Γραμματέα και μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας πριν από οποιαδήποτε συνάντηση, ο τρίτος που θα επιδιώξει να μας πιέσει με «δημιουργικές υπερβάσεις» θα πρέπει να εξηγήσει γιατί ζητά από τα ΗΕ να παρακάμψουν τους δικούς τους όρους εντολής.
Δεύτερον θεμέλιον είναι το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Η ένταξη ολόκληρης της Κύπρου στην ΕΕ, με προσωρινή αναστολή του κεκτημένου στα κατεχόμενα, και η ρύθμιση κάθε διακίνησης μέσω του Κανονισμού της Πράσινης Γραμμής δεν αποτελούν «θέσεις» της Λευκωσίας, αλλά ισχύον δίκαιο. Η προληπτική κοινοποίηση αυτού του πλαισίου προς την Προεδρία του Συμβουλίου, την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, συνοδευόμενη από τεχνικά σημειώματα για αεροπορικές και λιμενικές ρυθμίσεις, μετατρέπει την όποια πρόταση «χειρονομιών» εκτός δικαίου σε ζήτημα συμβατότητας με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Έτσι, η συζήτηση για απευθείας πτήσεις ή για «άνοιγμα» λιμένων στα κατεχόμενα παύει να είναι πεδίο πολιτικής πίεσης προς τη Λευκωσία και επανέρχεται εκεί όπου ανήκει: στην ευθύνη κρατών μελών να τηρούν τους κανόνες που ήδη δεσμεύουν όλους.
Τρίτον, τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης οφείλουν να λειτουργήσουν ως τεστ ειλικρίνειας και όχι ως αποσπασματικές διευθετήσεις που φθείρουν τις παραμέτρους της τελικής λύσης. Η επιστροφή της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου υπό καθεστώς συμβατό με τα σχετικά ψηφίσματα και κάθε συζήτηση για αεροδρόμιο ή λιμάνια μόνο υπό πλήρη αρμοδιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας και εντός των κανόνων διεθνούς ασφάλειας πτήσεων και της ενωσιακής τάξης (FIR, Δασμοί, Ασφάλια πτήσεων), συνθέτουν ένα πακέτο που δεν εισάγει έμμεση «διπλή διεθνή υπόσταση». Αν γίνει αποδεκτό, αποδεικνύει στην πράξη την πρόθεση σύγκλισης προς το κεκτημένο. Αν απορριφθεί αποκαλύφθει τι πραγματικά επιδιώκει ο Ερχιουμαν, δηλαδή διευθετήσεις εκτός δικαίου. Σε κάθε περίπτωση, η αξιολόγηση του «θετικού κλίματος» πρέπει να μεταφράζεται σε μετρήσιμα βήματα.
Τέταρτον, η εσωτερική θεσμική θωράκιση είναι απαραίτητη όχι για εσωτερική κατανάλωση, αλλά για να περιοριστεί ο ελιγμός των τρίτων. Μια καθαρή απόφαση της Βουλής που ενσωματώνει αυτούσια τη διατύπωση της Κοινής Διακήρυξης για τη μία διεθνή προσωπικότητα, κυριαρχία και ιθαγένεια, που αποκλείει ξεκάθαρα κάθε μορφή «κυριαρχικής ισότητας» ή χωριστής διεθνούς υπόστασης και που επαναβεβαιώνει τον κανόνα της αλληλεξάρτησης των κεφαλαίων, παρέχει στη διπλωματία συγκεκριμένο έγγραφο αναφοράς. Όταν υπάρχει τέτοια θεσμική απόφαση, ο εταίρος που θα ζητήσει «ευελιξία» καλείται να εξηγήσει αν επιδιώκει υπέρβαση όχι μιας «γραμμής» αλλά μιας δημοκρατικά νομιμοποιημένης θέσης που αναπαράγει διεθνή και ενωσιακά κείμενα.
Πέμπτον, το περιουσιακό ζήτημα χρειάζεται αποφόρτιση από απλουστεύσεις και επαναφορά στη νομολογία. Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχουν ήδη ορίσει κρίσιμες αρχές για τον αποτελεσματικό έλεγχο, για τη συνεχιζόμενη παραβίαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας και για τα όρια και τη λειτουργία εσωτερικών ένδικων μέσων. Η έγκαιρη κυκλοφορία τεκμηριωμένου υπομνήματος προς ΟΗΕ και ΕΕ, που συνοψίζει αυτές τις αρχές, αποτρέπει την ανακύκλωση του μύθου ότι «η πολιτική λύση μπορεί να ανατρέψει» όσα έχουν κριθεί. Επιδίωξη δεν είναι να «κλειδώσει» μονομερώς την έκβαση. Είναι να θυμίσει ότι μια βιώσιμη συμφωνία δεν μπορεί να πατήσει πάνω σε νομική ασάφεια που θα καταρρεύσει την επόμενη ημέρα.
Αν αυτές οι γραμμές χαραχθούν πριν από κάθε συνάντηση, η συζήτηση παύει να εξαρτάται από ερμηνείες διάθεσης και επανέρχεται στα κείμενα που ορίζουν το πλαίσιο. Η «θετική ρητορική» του συνομιλητή θα φανεί εκεί όπου μετρά: στη συμβατότητα με τις παραμέτρους του ΟΗΕ και με το ενωσιακό δίκαιο. Οι εταίροι που ενδιαφέρονται για πρόοδο διαθέτουν τότε καθαρό οδικό χάρτη για το πού πρέπει να ασκήσουν επιρροή. Η Λευκωσία δεν εμφανίζεται ως ο «αρνητής» μιας ευκαιρίας, αλλά ως ο θεσμικός εγγυητής μιας λύσης που σέβεται τα δεσμευτικά πλαίσια στα οποία όλοι δηλώνουν ότι στηρίζονται. Κι έτσι, πριν ακόμη ξεκινήσει ο διάλογος, το βάρος της απόδειξης μεταφέρεται εκεί όπου ανήκει: σε όσους ζητούν την υπέρβαση του δικαίου στο όνομα της «ευελιξίας», και πρωτίστως στην Τουρκία που κρατά τα κρίσιμα κλειδιά για το αν θα υπάρξει ουσιαστική κίνηση ή άλλη μια επανάληψη υποσχέσεων χωρίς αντίκρισμα.
*Απόφοιτος Πολιτικών Επιστημών, Ψυχολογίας και Κοινωνιολογίας από τη Γερμανία