Αναλύσεις

«Θουκυδίδεια Παγίδα»

Ο Θουκυδίδης είναι ο πρώτος ιστορικός που προσπάθησε να αναλύσει αιτιακά την ανθρώπινη και πολιτική συμπεριφορά, δίνοντας έμφαση στα γεωγραφικά, στρατηγικά και πολιτικά δεδομένα της εποχής, ως ιστορικός και στρατηγικός αναλυτής. Η φράση «Θουκυδίδεια Παγίδα» προέρχεται από μια διάσημη παρατήρηση του ιδίου στο (Α΄ 23 του έργου του): «Η πραγματική, βέβαια, αλλά ανομολόγητη αιτία ήταν, καθώς νομίζω, το ότι η μεγάλη ανάπτυξη της Αθήνας φόβισε τους Λακεδαιμόνιους και τους ανάγκασε να πολεμήσουν».

Αυτή η ιδέα είναι γνωστή σήμερα ως ένας όρος που προέρχεται ακριβώς από την ανάλυση συστημικών συγκρούσεων ισχύος. Πώς συνδέεται η έννοια της συστημικής σύγκρουσης ισχύος με τη λεγόμενη «Θουκυδίδεια Παγίδα», ποια είναι η ιστορική και θεωρητική της βάση, και πώς χρησιμοποιείται σήμερα — ακόμη και στη σύγχρονη γεωπολιτική. Είναι η δομική τάση προς πόλεμο που προκύπτει όταν μια αναδυόμενη δύναμη απειλεί να αντικαταστήσει μια κατεστημένη δύναμη ως κυρίαρχη του διεθνούς συστήματος. Η αντιπαράθεση δύο ή περισσότερων δυνάμεων για το ποιος θα ελέγχει ή θα καθορίζει τους κανόνες του συστήματος. Είναι αγώνας για ηγεμονία, για την πρωτοκαθεδρία στο πολιτικό διεθνές σύστημα.

Από τη συστημική σύγκρουση ισχύος στον μηχανισμό της παγίδας. Λέγεται παγίδα γιατί: Καμία πλευρά δεν θέλει τον πόλεμο, αλλά η δυναμική του φόβου, της δυσπιστίας και της ανάγκης για ασφάλεια οδηγεί τελικά σε σύγκρουση. Είναι δηλαδή ένας μηχανισμός αλληλεπίδρασης: Η ανερχόμενη δύναμη (Κίνα ) απαιτεί περισσότερο χώρο, επιρροή, αναγνώριση. Η κατεστημένη δύναμη (ΗΠΑ) αισθάνεται απειλή και προσπαθεί να την περιορίσει. Κάθε μέτρο αυτοπροστασίας της μίας ερμηνεύεται ως επιθετικότητα από την άλλη. Η αμοιβαία καχυποψία κλιμακώνεται, και το σύστημα παράγει πόλεμο. Αυτή την αίσθηση βεβαιώνουν τα τεκταινόμενα στη διεθνή πολιτική σκακιέρα και ιδιαίτερα στη σχέση ανάμεσα Ελλάδας, Κύπρου και Ευρώπης για το αέριο και όχι μόνο.

Το ζήτημα του φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο εξακολουθεί να αποτελεί έναν από τους πιο κρίσιμους παράγοντες στις γεωπολιτικές ισορροπίες Ελλάδας, Κύπρου και Ευρώπης. Από τη μια πλευρά, η Ελλάδα και η Κύπρος επιδιώκουν να αξιοποιήσουν τα κοιτάσματα της περιοχής-όπως εκείνα της κυπριακής ΑΟΖ και οι δυνητικές προοπτικές νοτίως της Κρήτης- τόσο για οικονομικά οφέλη όσο και για την ενίσχυση του στρατηγικού τους ρόλου στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ειδικά μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τη ρήξη με τη Μόσχα, δείχνει αυξημένο ενδιαφέρον για εναλλακτικές πηγές ενέργειας και ασφαλείς οδούς μεταφοράς. Ωστόσο, το θέμα είναι περισσότερο πολιτικό παρά τεχνικό. Η Τουρκία, που αμφισβητεί τις θαλάσσιες ζώνες Ελλάδας και Κύπρου, επιδιώκει να ενταχθεί στο ενεργειακό παιχνίδι, είτε μέσω αγωγών είτε μέσω επιρροής στις εξελίξεις. Αυτό δημιουργεί συνεχή ένταση και περιπλέκει τις ευρωπαϊκές στρατηγικές επιλογές.

Η Ευρώπη, παρότι θεωρητικά στηρίζει την ενεργειακή αυτονομία της Μεσογείου, κινείται αργά και συχνά αντιφατικά, ισορροπώντας ανάμεσα σε συμφέροντα κρατών-μελών, περιβαλλοντικές δεσμεύσεις και γεωπολιτικούς περιορισμούς. Το σχέδιο του αγωγού EastMed, για παράδειγμα, παραμένει περισσότερο πολιτικό όραμα παρά άμεσο έργο, καθώς η ΕΕ στρέφεται πια έντονα προς τις ΑΠΕ και το υδρογόνο.

Συνοψίζοντας, η τριγωνική σχέση Ελλάδα-Κύπρος-ΕΕ βρίσκεται σε ένα σημείο, όπου το φυσικό αέριο λειτουργεί ως μοχλός ενίσχυσης του ρόλου τους στη ΝΑ Ευρώπη, αλλά και ως πεδίο έντασης με την Τουρκία και ενδοευρωπαϊκών δισταγμών. Το μεγάλο ερώτημα είναι αν η ΕΕ θα επιλέξει να δει την Ανατολική Μεσόγειο ως στρατηγική ευκαιρία ή απλώς ως περιφερειακό πονοκέφαλο.

Τα τελευταία χρόνια, η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου εξελίσσεται σε κρίσιμο «ενεργειακό κόμβο», όπου οι στρατηγικές συμμαχίες και οι γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις συμβαδίζουν. Οι ΑΟΖ Ελλάδας και ΑΟΖ Κύπρου, με τα κοιτάσματα φυσικού αερίου που εμφανίζονται νότια της Κύπρου και δυτικά της Κρήτης, αναδεικνύονται σε βασικούς παίκτες για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για παράδειγμα, η ανακάλυψη της γεώτρησης «Pegasus‑1» νοτίως της Κύπρου από την ExxonMobil και την QatarEnergy ενδυναμώνει τη δυνατότητα εξαγωγής φυσικού αερίου προς την Ευρώπη και τη μείωση της εξάρτησης από άλλες πηγές αερίου και ενισχύει την ενεργειακή της ασφάλεια, ειδικά σε περιόδους κρίσης. Στο πολιτικό πεδίο, η τριμερής συνεργασία Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου αποτυπώνεται μέσω της κοινής δήλωσης στο Κάιρο (8 Ιανουαρίου 2025) όπου επαναβεβαιώθηκε η δέσμευση για από κοινού έρευνες και υποδομές φυσικού αερίου, σε πλήρη συμφωνία με το διεθνές δίκαιο της θάλασσας. Παράλληλα, η Κύπρος και η Αίγυπτος προχωρούν σε σχεδιασμό, ώστε να χρησιμοποιήσουν την αιγυπτιακή υποδομή υγροποίησης για εξαγωγές αερίου - π.χ. για το κοίτασμα «Cronos» της Κύπρου- προς την Ευρώπη.

Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι απλά. Η διεύρυνση των ενεργειακών ροών συναντά εμπόδια από την επιθετική στάση της Τουρκία, η οποία αμφισβητεί θαλάσσιες ζώνες και υποστηρίζει δικά της δικαιώματα στην περιοχή. Επιπλέον, η ΕΕ κινείται με σχετική αργοπορία, καθώς πρέπει να συνδυάσει περιβαλλοντικές δεσμεύσεις, ενεργειακή μετάβαση και γεωπολιτικά συμφέροντα πολλών κρατών-μελών.

Η Ελλάδα και η Κύπρος βρίσκονται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: μπορούν να μετατραπούν σε «ενεργειακές πύλες» για την Ευρώπη, ενισχύοντας τον στρατηγικό τους ρόλο, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να διαχειριστούν υψηλούς κινδύνους — τόσο από εξωτερικούς αντιπάλους, όσο και από εσωτερικούς δισταγμούς της ΕΕ. Το ερώτημα πλέον είναι, αν η ΕΕ θα αξιοποιήσει αυτήν την ευκαιρία ως όχημα για ενεργειακή αυτονομία ή θα περιοριστεί σε παρατηρητή εξελίξεων στην περιφέρεια.

Η ανθρώπινη φύση καθορίζει τους αντικειμενικούς νόμους στο κεφάλαιο της πολιτικής, η οποία μπορεί να μελετηθεί επιστημονικά και να προβλεφθεί. Το εθνικό συμφέρον συνιστά το κινούν αίτιο στην εξωτερική πολιτική. Οι κυβερνήσεις και οι ηγέτες δρουν πρωτίστως με γνώμονα το εθνικό τους συμφέρον, όχι την ηθική ή τα συναισθήματα, αλλά σε όρους ισχύος, δηλαδή της ικανότητας ενός κράτους να επιβάλλει τη θέλησή του. Η ανθρώπινη φύση είναι ανταγωνιστική και ωθεί τα κράτη να αναζητούν περισσότερη δύναμη για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους.

Η ηθική, με τη σημασία της, δεν μπορεί να υπέρκειται των αναγκών και της ασφάλειας, εκ του γεγονότος ότι οι διεθνείς σχέσεις είναι ένα αναρχικό σύστημα. Οι ρεαλιστές πολιτικοί διαχωρίζουν την πολιτική ηθική από την ατομική ηθική. Ένας ηγέτης οφείλει να προστατεύει το κράτος του. Δεν μπορούμε να ταυτίζουμε τις ηθικές προσδοκίες ενός έθνους με τους ηθικούς νόμους που διέπουν το σύμπαν. Κανένα κράτος δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι οι δικές του αξίες είναι καθολικά ορθές ή ότι πρέπει να τις επιβάλει στους άλλους. Αυτό οδηγεί σε επικίνδυνες ιδεολογικές συγκρούσεις (π.χ. ψυχρός πόλεμος). Η ισορροπία δυνάμεων είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της διεθνούς τάξης και την αποτροπή πολέμων. Όμως η διεθνής πολιτική είναι μια συνεχής πάλη για ισχύ και επιβίωση μέσα σε ένα αναρχικό διεθνές σύστημα, όπου δεν υπάρχει υπέρτατη αρχή που να επιβάλλει κανόνες. Ο ρεαλιστής προσπαθεί να κατανοήσει την πολιτική όπως είναι, όχι όπως θα ήθελε να είναι.