Αναλύσεις

Πακτωλός μαύρου χρήματος στον «βωμό» της πορνείας - Γκρίζο νομικό πλαίσιο και στρουθοκαμηλισμός της Πολιτείας

Η Κύπρος ως χώρα προορισμού για σεξουαλική εκμετάλλευση, οι εκατοντάδες διαδικτυακές αγγελίες συνοδών, το νομικό γκρίζο πεδίο και η αστυνομική ανοχή που αφήνουν την αγορά του σεξ να ανθίζει, μακριά από τα επίσημα στατιστικά.

Σελίδες στο διαδίκτυο γεμάτες αγγελίες συνοδών. «Ανεξάρτητες» escorts με φωτογραφίες, ψευδώνυμα και κωδικοποιημένες περιγραφές «υπηρεσιών», ταξινομημένες ανά πόλη και… ανά προϋπολογισμό. Από την άλλη, κρατικά στατιστικά που δεν αναφέρουν πουθενά τη λέξη «πορνεία» και διεθνείς εκθέσεις που χαρακτηρίζουν την Κύπρο χώρα προορισμού για σεξουαλική εκμετάλλευση.

Ανάμεσα στις δύο αυτές εικόνες παρεμβάλλεται ένα νομικό γκρίζο πεδίο και μια πραγματικότητα που όλοι βλέπουν στο κινητό τους, αλλά ελάχιστοι τολμούν ν’ αγγίξουν θεσμικά.

Το νομικό γκρίζο πεδίο: επιτρέπεται, απαγορεύεται ή απλώς «ανεκτή»;

Το πρώτο ερώτημα είναι ωμό: η πορνεία στην Κύπρο είναι νόμιμη ή παράνομη; Η απάντηση δεν χωρά σε ένα απλό «ναι» ή ένα «όχι».

Ο Ποινικός Κώδικας δεν ποινικοποιεί ρητά την πώληση σεξουαλικών υπηρεσιών από ενήλικο άτομο που ενεργεί με δική του βούληση. Μια ενήλικη γυναίκα ή ένας άνδρας που «εκδίδεται» μόνος του, χωρίς μαστροπό και σε δικό του χώρο ή κατ’ οίκον, δεν διώκεται ευθέως για την ίδια την πράξη της πορνείας.

Αντίθετα, ο νόμος είναι αυστηρός απέναντι σε οτιδήποτε οργανωμένο γύρω από αυτήν:

  • λειτουργία οίκων ανοχής, στούντιο «μασάζ» που στην ουσία λειτουργούν ως πορνεία,
  • μαστροπεία, προαγωγή, διαχείριση δικτύων και δακτυλίων πορνείας,
  • το να ζεις από τα έσοδα της πορνείας άλλου προσώπου,
  • εξαναγκασμός σε πορνεία, εμπορία προσώπων για σκοπούς σεξουαλικής εκμετάλλευσης.

Με τους νεότερους νόμους για την εμπορία προσώπων, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει προχωρήσει ακόμη παραπέρα: ποινικοποιεί την αγορά υπηρεσιών από θύμα εμπορίας, καθιστώντας τον πελάτη συνένοχο, εάν το πρόσωπο είναι θύμα εκμετάλλευσης. Θεωρητικά, πρόκειται για μία από τις πιο προχωρημένες προσεγγίσεις στην Ευρώπη.

Στην πράξη, όμως, το αποτέλεσμα είναι παράδοξο:
η «ατομική» πορνεία παραμένει σε γκρίζα ζώνη, η οργανωμένη πορνεία και η εμπορία τιμωρούνται σε επίπεδο νομοθεσίας, αλλά η καθημερινότητα δείχνει μιαν αγορά που λειτουργεί μαζικά και αόρατα, χωρίς κανόνες, χωρίς επαγγελματική υπόσταση και με τις πιο ευάλωτες γυναίκες και άνδρες εντελώς εκτεθειμένους.

Αόρατη αγορά, ορατές αγγελίες: το διαδίκτυο ως βιτρίνα

Μια γρήγορη αναζήτηση στο διαδίκτυο, με τις κατάλληλες λέξεις-κλειδιά, αρκεί για να εμφανιστούν στην οθόνη δεκάδες -αν όχι εκατοντάδες- αγγελίες συνοδών για Λευκωσία, Λεμεσό, Πάφο, Λάρνακα, Αμμόχωστο.

Οι ιστοσελίδες ειδικεύονται στην «προώθηση συνοδών». Τα προφίλ είναι τυποποιημένα:

  • πλασματικό όνομα, ηλικία, ύψος, αναφερόμενη εθνικότητα,
  • φωτογραφίες επεξεργασμένες ή «θολωμένες» ώστε να κρύβουν χαρακτηριστικά,
  • αναφορά σε «outcall» σε ξενοδοχεία ή διαμερίσματα, με ή χωρίς δυνατότητα «incall»,
  • λεξιλόγιο προσεκτικά φιλτραρισμένο: “GFE”, “company”, “relax massage”, «διακριτική συντροφιά».

Πουθενά η λέξη «σεξ», πουθενά η λέξη «πορνεία». Και, όμως, κανείς δεν έχει πραγματική αμφιβολία για την ουσία της συναλλαγής.

Παρά την ορατή αυτή «βιτρίνα», δεν υπάρχει ούτε ένας επίσημος αριθμός για το πόσα άτομα εργάζονται στην πορνεία στην Κύπρο. Δεν υπάρχει ειδική κατηγορία στις στατιστικές της Στατιστικής Υπηρεσίας, ούτε συστηματική καταγραφή σε κοινωνικοοικονομικές μελέτες. Ακόμη και διεθνείς Οργανισμοί, που επιχειρούν να εκτιμήσουν τον αριθμό εργαζομένων στο σεξ ανά χώρα, για την Κύπρο συχνά περιορίζονται στη φράση «δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα».

Η εικόνα είναι οξύμωρη: η αγορά είναι «φωναχτή» στο διαδίκτυο, αλλά σιωπηλή στα κρατικά χαρτιά.

Από πού έρχονται - βίζες, άδειες, μονοπάτια

Τα πιο συγκεκριμένα στοιχεία για τα πρόσωπα πίσω από τις αγγελίες προκύπτουν κυρίως από τις εκθέσεις για την εμπορία προσώπων. Αυτές δεν καταγράφουν «εργαζόμενες/ους στο σεξ» γενικά, αλλά αναγνωρισμένα θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης.

Οι εκθέσεις περιγράφουν την Κύπρο ως χώρα προορισμού για γυναίκες -και, σε μικρότερο βαθμό, άνδρες- από την Ανατολική Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, που στρατολογούνται με υποσχέσεις για εργασία σε εστίαση, οικιακή εργασία, μπαρ ή καμπαρέ, και καταλήγουν σε καθεστώτα σεξουαλικής εκμετάλλευσης.

Οι διαδρομές είναι γνωστές:

  • τουριστικές βίζες για χώρες με χαλαρότερο έλεγχο,
  • άδειες εργασίας σε νόμιμους κλάδους που, μετά τη λήξη τους, μετατρέπονται σε εργαλείο εκβιασμού,
  • φοιτητικές άδειες που χρησιμοποιούνται ως «κάλυψη» για παράλληλη δραστηριότητα.

Στον αντίποδα, υπάρχουν Κύπριες και Ευρωπαίες πολίτισσες που δραστηριοποιούνται ως συνοδοί με δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης και διαμονής. Γι’ αυτές η δραστηριότητα εμφανίζεται ως «ατομική», χωρίς εμφανή μαστροπό.

Καμία από τις δύο κατηγορίες, ωστόσο, δεν αναγνωρίζεται θεσμικά: δεν υπάρχει επαγγελματικός κωδικός, δεν καταβάλλονται εισφορές, δεν εκδίδονται άδειες, δεν τίθενται ελάχιστα όρια προστασίας. Από τη στιγμή που κάποιος μπαίνει στον χώρο του σεξ έναντι αμοιβής, βγαίνει αυτομάτως από το πεδίο θεσμικής ορατότητας.

Ανεξάρτητες ή με μαστροπό; Η βιτρίνα και το πίσω δωμάτιο

Στις περισσότερες αγγελίες, οι συνοδοί παρουσιάζονται ως “independent escorts”. Η εικόνα: μια γυναίκα που «δουλεύει για τον εαυτό της», καθορίζει η ίδια τον χρόνο, τον χώρο και τις τιμές της.

Οι διεθνείς εκθέσεις και αστυνομικές έρευνες, όμως, περιγράφουν μια πολύ πιο σύνθετη πραγματικότητα:

  • Πίσω από πολλά προφίλ κρύβονται «ατζέντηδες» και οργανωμένα δίκτυα, που διαχειρίζονται τα τηλεφωνικά ραντεβού, κλείνουν δωμάτια, ελέγχουν μετακινήσεις και κρατούν σημαντικό ποσοστό των εσόδων.
  • Διαμερίσματα σε πολυκατοικίες, «μασάζ» και στούντιο λειτουργούν de facto ως οίκοι ανοχής, με γυναίκες να εναλλάσσονται εβδομαδιαία ή μηνιαία, ανάλογα με τις αφίξεις πτήσεων.
  • Σε πολλές περιπτώσεις, σύμφωνα με μαρτυρίες θυμάτων, κατακρατούνται διαβατήρια, επιβάλλονται «χρέη» για εισιτήρια και διαμονή, ενώ η άρνηση «δουλειάς» απαντάται με βία, απειλές ή απειλή καταγγελίας στις Αρχές για απέλαση.

Η γραμμή ανάμεσα στην «ανεξάρτητη συνοδό» και το θύμα εμπορίας είναι συχνά αόρατη για τον πελάτη – όχι όμως για εκείνον που ελέγχει το τηλέφωνο, το διαμέρισμα και το εισιτήριο επιστροφής.

Τα λεφτά του σεξ: χρεώσεις, ροές, σιωπηλές οικονομίες

Επίσημοι «τιμοκατάλογοι» δεν υπάρχουν – ούτε θα μπορούσαν. Ωστόσο, από τις αναρτημένες χρεώσεις σε αντίστοιχες ιστοσελίδες άλλων χωρών και τις συγκρίσεις με ευρωπαϊκές αγορές, διαμορφώνεται ένα ενδεικτικό πλαίσιο:

  • Βασικό ραντεβού μίας ώρας: συνήθως 100–150 ευρώ, με διαφοροποιήσεις ανά πόλη, χώρο, ηλικία και «προφίλ» της συνοδού.
  • Ολονύκτια συνοδεία ή μετακίνηση σε άλλη πόλη/ξενοδοχείο υψηλής κατηγορίας: πολλαπλάσια χρέωση.
  • Επιπλέον «υπηρεσίες» διαπραγματεύονται ιδιωτικά και σπάνια αναφέρονται δημόσια.

Παράλληλα, η Μονάδα Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (MOKAS) έχει εντοπίσει σε διάφορες υποθέσεις ύποπτες ροές: επαναλαμβανόμενες πληρωμές σε ιστοσελίδες αγγελιών ενηλίκων, εμβάσματα προς λογαριασμούς στο εξωτερικό, καταθέσεις χωρίς εμφανή επαγγελματική βάση. Το σεξ επί πληρωμή δεν είναι μόνο ζήτημα δικαιωμάτων και εκμετάλλευσης, αλλά και πεδίο για ξέπλυμα χρήματος.

Και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον όπου:

  • δεν αποδίδεται ΦΠΑ,
  • δεν καταβάλλονται κοινωνικές ασφαλίσεις,
  • δεν υπάρχει κανένα δίχτυ ασφαλείας για το πρόσωπο που εργάζεται στο σεξ – ούτε ως προς την υγεία, ούτε ως προς τη σύνταξη, ούτε ως προς την προστασία από βία.

Τι κάνει -και κυρίως τι δεν κάνει- η Αστυνομία

Στο επίπεδο των εγγράφων, η Κύπρος βρίσκεται εδώ και χρόνια στην «καλή» κατηγορία των διεθνών εκθέσεων για την εμπορία προσώπων. Διαθέτει Εθνική Στρατηγική, Εθνικό Μηχανισμό Παραπομπής Θυμάτων και εξειδικευμένες μονάδες στην Αστυνομία.

Κατά διαστήματα δημοσιοποιούνται επιχειρήσεις σε “στούντιο μασάζ”, διαμερίσματα και μπαρ σε Λευκωσία και Λεμεσό, όπου εντοπίζονται γυναίκες χωρίς χαρτιά, πιθανά θύματα εμπορίας, και ιδιοκτήτες που κατηγορούνται για κέρδη από πορνεία.

Όταν, όμως, τα περιστατικά αυτά συγκριθούν με τον όγκο των διαδικτυακών αγγελιών, αναδεικνύεται ένα κενό:

  • λίγες δεκάδες υποθέσεις εμπορίας και μαστροπείας φτάνουν στα δικαστήρια ετησίως,
  • οι καταδίκες παραμένουν περιορισμένες,
  • η σύλληψη πελατών για αγορά υπηρεσιών από θύμα εμπορίας αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα.

Η Αστυνομία απαντά ότι:

  • στοχεύει τους μαστροπούς και τα δίκτυα, όχι την ατομική πορνεία,
  • για να στοιχειοθετηθεί εμπορία απαιτούνται μαρτυρίες, συνεργασία θυμάτων, παρακολουθήσεις και διεθνής συνεργασία,
  • οι ιστοσελίδες αγγελιών φιλοξενούνται συχνά στο εξωτερικό, εκτός άμεσης δικαιοδοσίας.

Το αποτέλεσμα, όμως, είναι ένα πεδίο στα όρια της ανοχής: η αστυνομική δράση εστιάζει εκεί όπου μπορεί ν’ αποδείξει εκμετάλλευση, αφήνοντας ένα μεγάλο κομμάτι της αγοράς να λειτουργεί ουσιαστικά ανεμπόδιστα – όσο παραμένει διακριτικό και δεν μετατρέπεται σε δημόσιο σκάνδαλο.

Η άλλη όψη του νησιού: το «μοντέλο» των κατεχομένων

Για να κατανοηθεί πλήρως η κυπριακή εικόνα, πρέπει να κοιτάξει κανείς και βόρεια της Πράσινης Γραμμής. Στα κατεχόμενα, διεθνείς εκθέσεις περιγράφουν εδώ και χρόνια ένα ημι-θεσμοποιημένο μοντέλο «νυχτερινών κέντρων» και «clubs» που λειτουργούν στην πράξη ως οίκοι ανοχής με άδειες hostess.

Γυναίκες -κυρίως από τρίτες χώρες- εισέρχονται με ειδικού τύπου άδειες, διαμένουν σε συγκεκριμένους χώρους και εργάζονται σε κέντρα που ελέγχονται και φορολογούνται από το κατοχικό καθεστώς. Οργανισμοί ανθρωπίνων δικαιωμάτων καταγγέλλουν συστηματικά παραβιάσεις, κατακράτηση διαβατηρίων, σεξουαλική εκμετάλλευση και βία.

Η αντίθεση είναι χαρακτηριστική:

  • στα κατεχόμενα, ένα θεσμοποιημένο αλλά βαθιά καταγγελμένο σύστημα πορνείας,
  • στις ελεύθερες περιοχές μια ανεπίσημη, αόρατη, διαδικτυακή αγορά, όπου όλοι υποψιάζονται τι συμβαίνει, αλλά η Πολιτεία αποφεύγει να λάβει καθαρές αποφάσεις – είτε προς την απαγόρευση είτε προς τη ρύθμιση.

Θύματα, ΜΚΟ, ειδικοί: η σιωπηλή πλευρά της ιστορίας

Πίσω από τους αριθμούς, τους νόμους και τις αγγελίες βρίσκονται άνθρωποι. Θύματα εμπορίας που αναγνωρίζονται κάθε χρόνο, φιλοξενούνται σε καταφύγια, δίνουν καταθέσεις και περιμένουν την έκβαση υποθέσεων που συχνά τραβούν σε βάθος χρόνου.

ΜΚΟ και επαγγελματίες πρώτης γραμμής καταγγέλλουν:

  • καθυστερήσεις στην αναγνώριση θυμάτων,
  • ελλείψεις σε δομές φιλοξενίας και εξειδικευμένη στήριξη,
  • θεσμικά κενά στην επανένταξη - επαγγελματική, κοινωνική, ψυχολογική.

Ειδικοί σε θέματα φύλου και σεξουαλικότητας υπογραμμίζουν το βαρύ στίγμα που συνοδεύει κάθε πρόσωπο που εργάζεται στο σεξ, ανεξαρτήτως αν είναι θύμα εκμετάλλευσης ή όχι. Η συλλήβδην ταύτιση της πορνείας με «παραβατικότητα» ή «ηθική κατάπτωση» καθιστά ακόμη δυσκολότερη την καταγγελία εκβιασμών, κατακράτησης εγγράφων ή κακοποίησης.

Έτσι, το κράτος κινείται σε δύο παράλληλες λογικές:
από τη μια, νόμοι και στρατηγικές κατά της εμπορίας· από την άλλη, σιωπή για την ύπαρξη μιας σταθερής, δομικής αγοράς σεξ στο νησί.

Το πολιτικό κενό και τα ερωτήματα που μένουν αναπάντητα

Η Κύπρος δεν έχει ανοίξει ποτέ, σοβαρά και θεσμικά, τη συζήτηση για το τι θέλει να κάνει με την πορνεία πέρα από την εμπορία προσώπων. Δεν διαφαίνεται ξεκάθαρη πολιτική κατεύθυνση:

  • θα ακολουθήσει το σκανδιναβικό μοντέλο πλήρους ποινικοποίησης του πελάτη;
  • θα επιλέξει ρυθμισμένη πορνεία με άδειες, ελέγχους, ασφάλιση και φορολόγηση;
  • ή θα παραμείνει στο σημερινό γκρίζο μοντέλο ανοχής, όπου η ατομική πορνεία σιωπηρά γίνεται ανεκτή και η εμπορία καταγγέλλεται, αλλά σπάνια φτάνει μέχρι τέλους στα δικαστήρια;

Όσο αυτή η συζήτηση αποφεύγεται, η πραγματικότητα διαμορφώνεται στο παρασκήνιο: μια βιομηχανία του σεξ που λειτουργεί καθημερινά, με πραγματικά χρήματα και πραγματικά θύματα, χωρίς διαφάνεια, χωρίς δεδομένα, χωρίς σαφείς πολιτικές.

Οι ιστοσελίδες με αγγελίες θα συνεχίσουν να πολλαπλασιάζονται. Οι διεθνείς εκθέσεις θα συνεχίσουν να καταγράφουν την Κύπρο ως χώρα προορισμού για σεξουαλική εκμετάλλευση. Και η κοινωνία θα συνεχίσει να προσποιείται ότι δεν βλέπει – μέχρι τη στιγμή που ένα σκάνδαλο, μια δολοφονία ή μια μεγάλη υπόθεση εμπορίας θα φέρει το θέμα βίαια στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας.

Το ερώτημα, όμως, παραμένει απλό και βαθιά πολιτικό: Θέλει η Κυπριακή Δημοκρατία να συνεχίσει να μη βλέπει την αθέατη βιομηχανία του σεξ; Ή θα αποφασίσει, επιτέλους, να την αντιμετωπίσει με ειλικρίνεια – προστατεύοντας τα θύματα, ρυθμίζοντας την πραγματικότητα και βάζοντας τέλος στην υποκρισία;