Τουρκία - Ερχιουρμάν: Εύθραυστη ισορροπία και επιλογές της Λευκωσίας
Η κυπριακή Κυβέρνηση οφείλει να κινηθεί με ψυχραιμία και στρατηγικό σχεδιασμό, επιμένοντας σε λύση που θα είναι δίκαιη, λειτουργική και επωφελής.
Η εκλογή του Τουφάν Ερχιουρμάν στην ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας σηματοδότησε μιαν απρόσμενη πολιτική ανατροπή στα κατεχόμενα και, ταυτόχρονα, ένα ρήγμα στο καθεστώς εξάρτησης από την Άγκυρα. Με ποσοστό άνω του 60%, ο ηγέτης του «Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος» ανέτρεψε τον φιλοτουρκικό συσχετισμό που είχε παγιωθεί επί Τατάρ και ανέδειξε τη βαθιά κόπωση μιας κοινωνίας που επιθυμεί ένα πιο αυτόνομο και αξιοπρεπές πλαίσιο πολιτικής ζωής. Η εκλογή του δεν είναι απλώς αλλαγή προσώπου, αλλά δοκιμή αντοχής στις σχέσεις Άγκυρας - κατεχομένων. Πώς δηλαδή η Τουρκία θα διαχειριστεί μια ηγεσία που δηλώνει πίστη στο ομοσπονδιακό μοντέλο λύσης και προσανατολισμό προς το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο.
Από τις πρώτες ώρες μετά τ’ αποτελέσματα, η Άγκυρα προσπάθησε να κρατήσει τυπικό ύφος κανονικότητας. Ο Τούρκος Πρόεδρος απέστειλε συγχαρητήριο μήνυμα, διαβεβαιώνοντας ότι η Τουρκία θα συνεχίσει «να στηρίζει αταλάντευτα» τους Τουρκοκυπρίους. Πίσω από τη διπλωματική ευγένεια, όμως, κρυβόταν αμηχανία. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια, ένας Τουρκοκύπριος ηγέτης εξελέγη χωρίς την καθοριστική εύνοια της Άγκυρας. Εθνικιστικοί κύκλοι στην Τουρκία τον χαρακτήρισαν «άνθρωπο των Βρυξελλών» και «εκφραστή της παλαιάς ενδοτικής γραμμής», ενώ φιλοκυβερνητικά μέσα υπαινίχθηκαν «δυτική παρέμβαση» με στόχο την αποδυνάμωση της γραμμής των «δύο κρατών».
Παρά τις εσωτερικές αυτές αντιδράσεις, ο Τούρκος Πρόεδρος γνωρίζει ότι μια ανοιχτή σύγκρουση θα είχε πολιτικό κόστος. Η Τουρκία διατηρεί απόλυτο στρατιωτικό, οικονομικό και θεσμικό έλεγχο στα κατεχόμενα, όμως η τουρκοκυπριακή κοινωνία έχει αλλάξει. Η επιβολή ισλαμικού προτύπου, οι παρεμβάσεις στην εκπαίδευση και η δημογραφική αλλοίωση έχουν προκαλέσει δυσαρέσκεια. Ο Ερχιουρμάν, έχοντας γνώση των ισορροπιών, επιδιώκει έναν προσεκτικό διάλογο με την Άγκυρα, χωρίς να φαίνεται ότι αποκλίνει από τη θέση υπέρ της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Αυτή η στάση συγκρούεται με τη γραμμή των «δύο κρατών», αλλά ο Τούρκος Πρόεδρος προς το παρόν επιλέγει «σιωπηλή παρακολούθηση».
Η πρώτη εξ αποστάσεως επικοινωνία των δύο ανδρών ήταν ψυχρή και τυπική. Η Άγκυρα αναγνώρισε το αποτέλεσμα, υπενθυμίζοντας ωστόσο ότι «οι δεσμοί της Τουρκίας με την ΤΔΒΚ είναι υπεράνω πολιτικών προσώπων», μήνυμα σαφές ότι η ανοχή έχει όρια. Το ίδιο και με τις διφορούμενες δηλώσεις μετά τη συνάντησή τους. Ο Ερχιουρμάν, αντιλαμβανόμενος το πλαίσιο, επιλέγει μετρημένη ρητορική, εστιάζοντας στην οικονομία και στην καθημερινότητα, ενώ υπαινίσσεται την ανάγκη επανέναρξης των συνομιλιών, προβάλλει διφορούμενες προϋποθέσεις, και τονίζει τη σημασία της ευρωπαϊκής διάστασης στη μελλοντική λύση.
Η Άγκυρα βρίσκεται σε δίλημμα. Αν συγκρουστεί ανοιχτά με τον Ερχιουρμάν, ενδέχεται να ενισχύσει τα προοδευτικά ρεύματα στα κατεχόμενα και να προκαλέσει διεθνή δυσφορία σε μια περίοδο κατά την οποία χρειάζεται σταθερές σχέσεις με ΗΠΑ και Ε.Ε. Αν τον ανεχθεί, κινδυνεύει να χάσει σταδιακά τον απόλυτο έλεγχο και να αναζωπυρωθεί η προοπτική ομοσπονδιακής λύσης. Έτσι, ο Ερντογάν φαίνεται να επιλέγει μια στρατηγική «ελεγχόμενης στήριξης». Διατηρεί αποστάσεις, κάνει ήπιες δηλώσεις μετά τη συνάντηση με τον νέο Τουρκοκύπριο ηγέτη, μιλά για νέες συνθήκες, και τον παρακολουθεί αν θα κινηθεί εντός των «επιτρεπτών» ορίων. Όμως, η σημερινή συγκυρία είναι διαφορετική. Η οικονομική κρίση στην Τουρκία, η πολιτική φθορά του καθεστώτος και οι πιέσεις από τις ΗΠΑ για σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο περιορίζουν την τουρκική επιθετικότητα.
Για τη Λευκωσία, η εκλογή Ερχιουρμάν θεωρείται από κάποιους ως ευκαιρία, αλλά και ως παγίδα από άλλους. Από τη μια, στα υποτελή στην Τουρκία κατεχόμενα αναδεικνύεται ηγεσία που επαναφέρει το ομοσπονδιακό πλαίσιο και επιχειρεί διαύλους επικοινωνίας με την ελληνοκυπριακή πλευρά. Από την άλλη, μια υπερβολικά θερμή ή πρόωρη προσέγγιση θα μπορούσε να εκληφθεί από την Άγκυρα ως πρόκληση. Η κυπριακή Κυβέρνηση οφείλει να κινηθεί με ψυχραιμία και στρατηγικό σχεδιασμό, επιμένοντας σε λύση που θα είναι δίκαιη, λειτουργική και επωφελής.
Η Λευκωσία χρειάζεται, επίσης, να ενεργοποιήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον ΟΗΕ, ζητώντας πολιτική και τεχνική στήριξη για βήματα που ενισχύουν την ειρηνευτική διαδικασία, αποφεύγοντας κινήσεις που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως έμμεση αναγνώριση της υποτελούς στη Τουρκία «ΤΔΒΚ». Μια ευρωπαϊκή ομπρέλα προστασίας θα διασφαλίσει τη διαδικασία από τουρκικές αντιδράσεις και θα ενισχύσει τη θέση τής Κυπριακής Δημοκρατίας ως αξιόπιστου συνομιλητή. Παράλληλα, πρέπει να υπάρχει ετοιμότητα για τουρκικές πιέσεις, είτε οικονομικές είτε ενεργειακές, ακόμη και με προκλήσεις στην ΑΟΖ. Ο εθνικός συντονισμός, η ενίσχυση των συνεργασιών με εταίρους και η θεσμικά αποδεκτή επικοινωνία με την τουρκοκυπριακή κοινωνία είναι καθοριστικοί παράγοντες σταθερότητας.
Ο Ερχιουρμάν γνωρίζει ότι χωρίς τουρκική ανοχή και στήριξη δεν μπορεί να κινηθεί, αλλά κατανοεί και ότι η μακροπρόθεσμη προοπτική των Τουρκοκυπρίων περνά μέσα από την ευρωπαϊκή νομιμότητα και τη συνύπαρξη. Η Άγκυρα, πιεσμένη εσωτερικά και διεθνώς, αναζητεί ισορροπία ανάμεσα στην εθνικιστική της βάση και στην ανάγκη να δείξει υπευθυνότητα έναντι των Δυτικών συμμάχων της. Για τη Λευκωσία, αυτή η συγκυρία είναι ίσως η πρώτη ύστερα από χρόνια που προσφέρει δυνατότητα ανάκτησης της διπλωματικής πρωτοβουλίας, εφόσον κινηθεί με σύνεση, αποφεύγοντας τόσο την ευφορία, όσο και τη δυσπιστία.
Συμπερασματικά, η σχέση Ερχιουρμάν - Άγκυρας μοιάζει σήμερα με ισορροπία σε λεπτό σχοινί. Αν η Τουρκία επιμείνει στον έλεγχο και στις παρεμβάσεις, η νέα ηγεσία θα περιοριστεί σε διαχειριστικό ρόλο και η προοπτική αποτελεσματικών συνομιλιών θα χαθεί. Αν, όμως, επιτρέψει ένα περιθώριο πολιτικής αυτονομίας, μπορεί να αναζωπυρωθεί η δυναμική μιας δίκαιης και λειτουργικής λύσης, με τη Λευκωσία να επανέρχεται ως ενεργός πρωταγωνιστής. Το ζητούμενο είναι να αξιοποιηθεί σωστά ο χρόνος, πριν οι εσωτερικές ισορροπίες στην Τουρκία αλλάξουν ξανά. Διότι, όπως έχει δείξει η ιστορία του Κυπριακού, οι ευκαιρίες για πραγματικό διάλογο είναι σπάνιες και εύκολα χάνονται μέσα στον θόρυβο των μεγάλων γεωπολιτικών παιγνίων.
*Πανεπιστημιακός-Ανθρωπολόγος, πρώην Πρύτανης