Οι «αόρατες» παγίδες του Black Friday - Γιατί οι καταναλωτές αγοράζουν χωρίς να χρειάζονται κάτι;
«Οι υπερβολικά μεγάλες εκπτώσεις, άνω του 70%, δεν αντανακλούν την πραγματικότητα της κυπριακής αγοράς»
Με την κυπριακή αγορά να γεμίζει κάθε Νοέμβριο από «τεράστιες προσφορές», «μοναδικές ευκαιρίες» και αντίστροφα ρολόγια που υπόσχονται εκπτώσεις λίγων ωρών, το Black Friday μετατρέπεται χρόνο με τον χρόνο σε μια περίοδο έντονης πίεσης για τους καταναλωτές. Πίσω από τις εντυπωσιακές βιτρίνες, όμως, κρύβονται φαινόμενα όπως πλασματικές τιμές, εξαντλημένα προϊόντα, καθυστερήσεις παραδόσεων και η ισχυρή επίδραση του FOMO, που οδηγεί σε αγορές χωρίς πραγματική ανάγκη.
Όπως αναδεικνύεται μέσα από δηλώσεις ειδικών, οι πολίτες βρίσκονται αντιμέτωποι τόσο με επιθετικές εμπορικές πρακτικές όσο και με ψυχολογικούς μηχανισμούς που «θολώνουν» τα όρια μεταξύ ανάγκης και επιθυμίας.
Οι ειδικοί προειδοποιούν για τις παγίδες των υπερβολικών εκπτώσεων, τις παραπλανητικές τεχνικές που ενισχύονται διαδικτυακά και το πώς η κοινωνική πίεση και η εικόνα επηρεάζουν τις επιλογές μας, υπενθυμίζοντας ότι η κριτική σκέψη και ο σωστός προγραμματισμός αποτελούν τη μόνη ουσιαστική άμυνα του καταναλωτή.
Η ψευδαίσθηση της «ευκαιρίας» και η πίεση της αγοράς
Μιλώντας στη «Σημερινή», η Νομική Λειτουργός του Κυπριακού Συνδέσμου Καταναλωτών, Βιργινία Χρίστου, ανέφερε ότι «οι Κύπριοι καταναλωτές είναι πιο ευάλωτοι σε σχέση με τις επιθετικές τεχνικές μάρκετινγκ που εφαρμόζονται κατά την περίοδο του Black Friday, ως αποτέλεσμα συνδυασμού ψυχολογικών, κοινωνικών και άλλων παραγόντων που προάγει η αγορά. Οι μεγάλες αλυσίδες λιανικής πώλησης και οι διεθνείς ηλεκτρονικές πλατφόρμες αξιοποιούν στρατηγικές όπως η δημιουργία αίσθησης σπανιότητας (“περιορισμένα τεμάχια”, “μόνο για λίγες ώρες”), η τεχνητή διόγκωση αρχικών τιμών ώστε οι εκπτώσεις να φαίνονται εντυπωσιακές, καθώς και η εντατική ψηφιακή προβολή μέσω στοχευμένων διαφημίσεων. Παράλληλα, η κοινωνική πίεση και το φαινόμενο FOMO (Fear of Missing Out) ενισχύουν την τάση για παρορμητικές αγορές, με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να οδηγούνται σε υπερκατανάλωση και συχνά σε επιλογές που δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές τους ανάγκες. Η μη ορθή καταναλωτική συνείδηση και η άγνοια των νομοθεσιών αφήνουν τους καταναλωτές εκτεθειμένους σε παραπλανητικές πρακτικές, γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη για ενίσχυση της ενημέρωσης και της κριτικής σκέψης πριν από την πραγματοποίηση οποιωνδήποτε αγορών».
Την ίδια ώρα ανέφερε ότι: «Οι πιο συνήθεις καταγγελίες που δέχεται ο Κυπριακός Σύνδεσμος Καταναλωτών κατά την περίοδο του Black Friday αφορούν κυρίως: Παραπλανητικές εκπτώσεις, όπου οι τιμές παρουσιάζονται ως μειωμένες, ενώ στην πραγματικότητα έχουν προηγουμένως αυξηθεί, ώστε η “έκπτωση” να φαίνεται μεγαλύτερη. Μη διαθεσιμότητα προϊόντων, όπου ενώ οι επιχειρήσεις διαφημίζουν συγκεκριμένα προϊόντα σε χαμηλές τιμές τελικά ενημερώνονται ότι έχουν εξαντληθεί ή ότι δεν ήταν διαθέσιμα σε επαρκείς ποσότητες. Καθυστερήσεις στις παραδόσεις των προϊόντων. Ιδιαίτερα στις διαδικτυακές αγορές, οι καταναλωτές καταγγέλλουν μεγάλες καθυστερήσεις στην αποστολή και παραλαβή των προϊόντων τους, μερικές φορές πέραν του αναμενόμενου χρονικού πλαισίου».
Πώς αναγνωρίζεται μια ψεύτικη προσφορά
Στη συνέχεια επεσήμανε ότι «ο καταναλωτής ιδιαίτερα κατά την περίοδο των εκπτώσεων θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός, ώστε να μην υποπέσει θύμα παραπλανητικών εκπτώσεων και πρακτικών των επιχειρήσεων. Πρώτα απ’ όλα, οι υπερβολικά μεγάλες εκπτώσεις σε προϊόντα (άνω του ποσοστού του 70%) δεν αντανακλούν την πραγματικότητα της κυπριακής αγοράς και αποτελούν ένδειξη ότι η προσφορά πιθανόν να είναι πλασματική. Συχνά οι απατηλές προσφορές συνοδεύονται από πίεση χρόνου, μέσω μηνυμάτων όπως “μόνο για λίγα λεπτά” ή “τελευταία ευκαιρία”, με σκοπό να οδηγήσουν τον καταναλωτή σε βιαστική απόφαση αγοράς του προϊόντος. Επιπλέον, η έλλειψη σαφών όρων αγοράς, τα έξοδα αποστολής ή οι επιπλέον χρεώσεις είναι στοιχεία που πρέπει να εγείρουν υποψίες. Ακόμη, η αξιοπιστία επιχείρησης παίζει καθοριστικό ρόλο: ιστοσελίδες χωρίς στοιχεία επικοινωνίας, φυσική διεύθυνση ή θετικές αξιολογήσεις καταναλωτών είναι πιθανό να μην είναι αξιόπιστες. Σημαντικό είναι επίσης να προσέχει κανείς την ποιότητα της παρουσίασης. Ορθογραφικά λάθη, πρόχειρες εικόνες και κακή γλωσσική διατύπωση συχνά συνοδεύουν ψεύτικες προσφορές. Τέλος, η απαίτηση για πληρωμή μέσω μη ασφαλών μεθόδων, όπως τραπεζικά εμβάσματα χωρίς προστασία ή ύποπτες πλατφόρμες, αποτελεί σοβαρή ένδειξη κινδύνου. Συνοψίζοντας, ο καταναλωτής μπορεί ν’ αναγνωρίσει μια μη πραγματική προσφορά αν παρατηρήσει υπερβολικές εκπτώσεις, πίεση χρόνου, ασαφείς όρους, έλλειψη αξιοπιστίας του καταστήματος, κακή παρουσίαση ή ύποπτους τρόπους πληρωμής. Η προσεκτική σύγκριση τιμών, η αναζήτηση αξιολογήσεων και η εμπιστοσύνη στο ένστικτο αποτελούν βασικά εργαλεία για την προστασία του από παραπλανητικές πρακτικές».
Στο πλαίσιο της συζήτησης για τις διαφοροποιήσεις στη συμπεριφορά των καταναλωτών, ανέφερε ότι «η διαφοροποίηση της καταναλωτικής συμπεριφοράς μεταξύ ηλεκτρονικών και φυσικών αγορών είναι ουσιαστική, ιδιαίτερα ως προς τον κίνδυνο παραπλάνησης. Στις ηλεκτρονικές αγορές, οι καταναλωτές εκτίθενται σε ένα περιβάλλον όπου η πληροφόρηση παρέχεται αποκλειστικά μέσω ψηφιακών μέσων, γεγονός που αυξάνει την πιθανότητα παραπλανητικών πρακτικών. Η έλλειψη άμεσης επαφής με το προϊόν, η χρήση αλγορίθμων προσωποποιημένης διαφήμισης και η συχνή προβολή “μοναδικών” ή “περιορισμένου χρόνου” προσφορών ενισχύουν την παρορμητική κατανάλωση και δυσχεραίνουν την αξιολόγηση της πραγματικής αξίας. Αντίθετα, στις φυσικές αγορές ο καταναλωτής έχει τη δυνατότητα να εξετάσει το προϊόν, να συγκρίνει ποιότητα και τιμή, καθώς και να λάβει άμεση πληροφόρηση από το προσωπικό του καταστήματος, στοιχεία που μειώνουν τον κίνδυνο παραπλάνησης. Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις η εμπορική πίεση παραμένει ισχυρή, γεγονός που καθιστά απαραίτητη την εποπτεία της αγοράς, ώστε να διασφαλίζεται στον μέγιστο βαθμό η προστασία του καταναλωτή».
Ερωτηθείσα ποιες κατηγορίες προϊόντων εμφανίζουν τις πιο «ύποπτες» εκπτώσεις στην κυπριακή αγορά, ανέφερε ότι «οι πιο “ύποπτες” εκπτώσεις εντοπίζονται κυρίως σε κατηγορίες προϊόντων υψηλής ζήτησης αλλά και μεγάλης αξίας, όπως ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές, καλλυντικά, προϊόντα ομορφιάς, έπιπλα και είδη σπιτιού, καθώς και είδη ένδυσης και υπόδησης. Σε αυτές τις κατηγορίες παρατηρείται συχνά το φαινόμενο της πλασματικής αύξησης των τιμών λίγο πριν από την περίοδο εκπτώσεων, ώστε οι μειώσεις να φαίνονται ακόμη μεγαλύτερες. Αυτό δημιουργεί στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό, καθώς οι προσφορές εμφανίζονται ελκυστικές, αλλά στην ουσία δεν προσφέρουν ουσιαστικό οικονομικό όφελος στους καταναλωτές».
Γιατί οι καταναλωτές αγοράζουν χωρίς να χρειάζονται κάτι
Σε ερώτηση σχετικά με το κατά πόσον η τάση των Κυπρίων ν’ αγοράζουν ακόμη κι όταν δεν το χρειάζονται οφείλεται στις εμπορικές πρακτικές ή στη δική τους απροσεξία, απάντησε ότι «η καταναλωτική συμπεριφορά στην Κύπρο χαρακτηρίζεται συχνά από την τάση των καταναλωτών να προχωρούν σε αγορές χωρίς να τις έχουν πραγματική ανάγκη. Από τη μία πλευρά, οι επιχειρήσεις αξιοποιούν εξελιγμένες στρατηγικές μάρκετινγκ, όπως επιθετική διαφήμιση, ψυχολογικές τεχνικές πειθούς, εκπτώσεις περιορισμένου χρόνου και προγράμματα επιβράβευσης, τα οποία δημιουργούν αίσθηση επείγοντος και ενισχύουν την παρορμητική κατανάλωση. Επιπλέον, η συνεχής προβολή προϊόντων μέσω ψηφιακών πλατφορμών και κοινωνικών δικτύων ενισχύει την καταναλωτική πίεση, καλλιεργώντας την αντίληψη ότι η αγορά συνδέεται με κοινωνικό κύρος και προσωπική επιτυχία. Από την άλλη πλευρά, η απροσεξία των καταναλωτών εκδηλώνεται μέσα από την έλλειψη προγραμματισμού και τη μη ορθή διαχείριση του οικονομικού τους προϋπολογισμού. Επιπρόσθετα, αρκετοί καταναλωτές αγοράζουν απλώς και μόνο για να συμβαδίσουν με τις τάσεις της μόδας ή για να μην αισθανθούν “εκτός” του καταναλωτικού ρεύματος. Συνεπώς, η υπερκατανάλωση δεν μπορεί ν’ αποδοθεί αποκλειστικά στις επιχειρήσεις ή στους καταναλωτές· είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ εμπορικών πρακτικών που εκμεταλλεύονται ψυχολογικές αδυναμίες και της ευθύνης του πολίτη να καταναλώνει με κριτική σκέψη και οικονομική σύνεση».
Αναφερόμενη στο κατά πόσον το Black Friday «στραγγίζει» οικονομικά τους καταναλωτές ενόψει των Χριστουγέννων, υπογράμμισε ότι «ο θεσμός του Black Friday συχνά εγείρει ανησυχίες ως προς τις οικονομικές επιπτώσεις του στους καταναλωτές ενόψει της εορταστικής περιόδου. Η έντονη εμπορική πίεση και η επιθετική διαφήμιση οδηγούν πολλούς καταναλωτές σε παρορμητικές αγορές, με αποτέλεσμα να δεσμεύουν σημαντικό μέρος του διαθέσιμου εισοδήματός τους πριν από τα Χριστούγεννα, προκαλώντας έτσι οικονομική “στράγγιση” στις τσέπες των καταναλωτών. Παράλληλα, η υπερκατανάλωση ενισχύεται από την ψυχολογία της “μοναδικής ευκαιρίας”, η οποία συχνά οδηγεί σε αγορές προϊόντων που δεν είναι απαραίτητα. Ωστόσο, για τους καταναλωτές που προγραμματίζουν τις δαπάνες τους και ελέγχουν τον οικονομικό προϋπολογισμό τους, το Black Friday μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο εξοικονόμησης, καθώς τους επιτρέπει ν’ αγοράσουν τα μόλις απαραίτητα γι’ αυτούς προϊόντα. Συνεπώς, η επίδραση του Black Friday εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την καταναλωτική συνείδηση του καθενός από εμάς».
Οι βασικές συμβουλές προστασίας των καταναλωτών
Σε σχέση με τις πρακτικές συμβουλές που μπορούν να βοηθήσουν τους καταναλωτές ν’ αποφύγουν παγίδες και παρορμητικές αγορές, ανέφερε ότι «ο Κυπριακός Σύνδεσμος Καταναλωτών για την καλύτερη ενημέρωση και προετοιμασία των καταναλωτών, αλλά και για την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των ευκαιριών που προσφέρει η αγορά κατά τη διάρκεια της Black Friday και Cyber Monday, συστήνει στους καταναλωτές όπως διενεργήσουν έρευνα αγοράς εντοπίζοντας τα προϊόντα που πιθανόν τους ενδιαφέρουν και σημειώνοντας την τιμή τους, ώστε να έχουν την πραγματική εικόνα του ύψους των εκπτώσεων. Ν’ αποφύγουν την αγορά προϊόντων από ηλεκτρονικά καταστήματα που διαθέτουν αμφίβολης νομιμότητας ιστοσελίδες ή διοχετεύουν την επικοινωνία αποκλειστικά μέσω social media εφαρμογών. Θα πρέπει να επιδείξουν ιδιαίτερη προσοχή σε προϊόντα με πολύ μεγάλες εκπτώσεις, να μελετήσουν τα χαρακτηριστικά του προϊόντος που τους ενδιαφέρει και κρίσιμες πληροφορίες για τη διαθεσιμότητα και τον αναμενόμενο χρόνο αποστολής, ώστε να μη βιώσουν αργότερα δυσαρέσκεια και απογοήτευση από υπερβολικούς ή/και απροσδιόριστους χρόνους αναμονής. Ν’ αναζητήσουν κριτικές (reviews) μέσω της χρήσης του διαδικτύου που αφορούν το προϊόν, καθώς και την τιμή πώλησής του από άλλους προμηθευτές. Να ενημερώνονται για την πολιτική επιστροφών του καταστήματος, να λαμβάνουν απόδειξη πληρωμής και να την ελέγχουν πριν από την απομάκρυνση από το ταμείο και, για αγορές μέσω διαδικτύου ή και εκτός εμπορικού καταστήματος, να γνωρίζουν ότι έχουν δικαίωμα υπαναχώρησης μέχρι και 14 ημέρες μετά την παραλαβή του προϊόντος, εκτός εάν η αγορά πραγματοποιηθεί από ηλεκτρονική πλατφόρμα εταιρείας που δραστηριοποιείται σε τρίτες χώρες, οπότε το πιο πάνω δικαίωμα ενδεχομένως να μην εφαρμόζεται».
Ανεπαρκείς έλεγχοι στην αγορά
Σε ό,τι αφορά τον βαθμό συμμόρφωσης των κυπριακών επιχειρήσεων με τις υποχρεώσεις τους για σαφή και αληθή ενημέρωση των καταναλωτών στις περιόδους εκπτώσεων, ανέφερε ότι, «παρά το γεγονός ότι στην Κύπρο εφαρμόζεται ένα σαφές νομοθετικό πλαίσιο που ρυθμίζει τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές για παροχή ορθής και αληθούς ενημέρωσης σε προ-συμβατικό στάδιο, παρατηρούμε ότι μερικές επιχειρήσεις παραβαίνουν αυτούς τους κανόνες, εκμεταλλευόμενες την αδράνεια του κράτους για επαρκείς ελέγχους στην αγορά. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων επικοινωνούν με τον Κυπριακό Σύνδεσμο Καταναλωτών για καθοδήγηση σχετικά με τον ορθό τρόπο παρουσίασης των εκπτώσεων, γεγονός που καταδεικνύει διάθεση συμμόρφωσης και επαγγελματισμού. Επιπρόσθετα, από το 2019 ο Κυπριακός Σύνδεσμος Καταναλωτών υλοποιεί εκπαιδευτικά προγράμματα προς τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές, με στόχο την ενημέρωση αυτών για το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο και την καλλιέργεια επαγγελματικής κουλτούρας και διαφάνειας».
Κλείνοντας, σε ερώτηση για το κατά πόσον απαιτείται πιο αυστηρό πλαίσιο ελέγχου στις περιόδους εκπτώσεων, όπως το Black Friday, τόνισε ότι, «παρόλο που υπάρχει ήδη αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία των καταναλωτών κατά τις περιόδους εκπτώσεων, το πρόβλημα εντοπίζεται στην ανεπάρκεια εφαρμογής του από την Εντεταλμένη Αρχή, η οποία είναι η Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή. Η έλλειψη ουσιαστικών ελέγχων και κυρώσεων επιτρέπει σε πολλές επιχειρήσεις να παρακάμπτουν τους κανόνες, παρουσιάζοντας ψευδείς εκπτώσεις ή παραπλανητικές τιμές. Έτσι, η νομοθεσία χάνει την αποτελεσματικότητά της και οι καταναλωτές παραμένουν απροστάτευτοι. Η ενίσχυση των μηχανισμών εποπτείας και η επιβολή πραγματικών κυρώσεων θα μπορούσαν να μετατρέψουν το υπάρχον πλαίσιο από θεωρητική προστασία σε ουσιαστική ασπίδα για τον πολίτη, ενισχύοντας παράλληλα την εμπιστοσύνη των καταναλωτών προς τον επιχειρηματικό κόσμο».
Η ψυχολογία πίσω από τις προσφορές
Μιλώντας στη «Σημερινή», η ψυχολόγος Ράνια Μιχαηλίδου εξήγησε ότι η λέξη «προσφορά» «ενεργοποιεί μέσα μας έναν μηχανισμό που συνδέεται με το αίσθημα του κέρδους και της ευκαιρίας», ενώ στην κυπριακή κοινωνία λειτουργεί και ως «δικαιολογία» για μεγαλύτερες αγορές χωρίς ενοχή. Όπως ανέφερε, το FOMO εμφανίζεται στην Κύπρο ακόμη πιο έντονα, αφού «ενεργοποιείται ο φόβος ότι θα χάσουμε κάτι “που πήραν οι υπόλοιποι”», οδηγώντας σε αγορές που δεν βασίζονται σε πραγματική ανάγκη. Η παρορμητική κατανάλωση, είπε, «λειτουργεί ως ένας γρήγορος τρόπος ικανοποίησης συναισθηματικών αναγκών», όπως η αυτο-επιβεβαίωση, η ανάγκη ελέγχου και η κοινωνική αποδοχή. Οι μεγάλες εκπτώσεις «θολώνουν τα όρια μεταξύ ανάγκης και επιθυμίας», καθώς ο εγκέφαλος δημιουργεί αφηγήσεις όπως «μπορεί να το χρειαστώ» ή «δεν θα το βρω ξανά τόσο φθηνά». Για ν’ αποφευχθούν παρορμητικές αγορές, τόνισε τη σημασία ενός «καταλόγου πραγματικών αναγκών», της διαφοροποίησης ανάγκης–επιθυμίας («Θα το αγόραζα στην αρχική του τιμή;»), του «κανόνα των 24 ωρών», του περιορισμού του social scrolling που ενισχύει το FOMO και του καθορισμού αυστηρού budget.