Αναλύσεις

Όχι άλλη σύγχυση: Θύματα της εισβολής είναι οι Ελληνοκύπριοι

Η πρωτοβουλία του Ευρωβουλευτή του ΔΗΣΥ, κ. Μιχάλη Χατζηπαντέλα, για την ανέγερση μνημείου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που θα τιμά τη μνήμη των θυμάτων της τουρκικής εισβολής του 1974 στην Κύπρο, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει εκείνη του νεοεκλεγέντος Τουρκοκύπριου ηγέτη, ο οποίος έσπευσε να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του, καθώς και του ΑΚΕΛ και του «Ευρωπαίου Πολίτη της Χρονιάς», κ. Πέτρου Σουπαρή. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο κ. Σουπαρής, σε επιστολή του προς την Πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου, Ρομπέρτα Μέτσολα, ζήτησε όπως το μνημείο περιλαμβάνει και Τουρκοκύπριους αγνοουμένους. Το αίτημα αυτό, ωστόσο, δείχνει να παρανοεί τη φύση και το σκοπό της πρωτοβουλίας: το μνημείο αποσκοπεί να υπενθυμίζει την τουρκική στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο – μια πράξη που είχε ως θύματα τον κυπριακό λαό και πρωτίστως τους Ελληνοκύπριους.

Η τουρκική εισβολή δεν ήταν ένα «διμερές επεισόδιο» μεταξύ κοινοτήτων, αλλά μια κατάφωρη παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας από ξένη δύναμη. Οι Ελληνοκύπριοι υπήρξαν τα θύματα της στρατιωτικής κατοχής, της προσφυγιάς και των εγκλημάτων πολέμου που τεκμηριώθηκαν διεθνώς. Οι Τουρκοκύπριοι, αντιθέτως, δεν υπέστησαν εισβολή· υπήρξαν συμμέτοχοι, άμεσα ή έμμεσα, στη δημιουργία των συνθηκών που την επέτρεψαν, ιδίως μέσω της αποχώρησής τους από τη νομιμότητα του κράτους το 1963. Η προσπάθεια, επομένως, να εξισωθούν οι ρόλοι εισβολέα και θύματος δεν είναι απλώς ιστορικά εσφαλμένη· είναι ηθικά προσβλητική προς τους χιλιάδες αγνοούμενους και νεκρούς της τουρκικής επίθεσης.

Η αντίδραση του ΑΚΕΛ σε αυτή την πρωτοβουλία εγείρει εύλογα ερωτήματα. Το κόμμα φαίνεται να προτάσσει τη λογική της «επαναπροσέγγισης» ακόμη και σε περιπτώσεις όπου το ιστορικό πλαίσιο είναι αδιαμφισβήτητο. Το μνημείο δεν στρέφεται κατά των Τουρκοκυπρίων, αλλά κατά της τουρκικής εισβολής. Η άρνηση να αναγνωριστεί αυτή η διάκριση καταλήγει σε πολιτική ασάφεια που εξυπηρετεί μόνο την Άγκυρα. Η συνεχής εμμονή με την «όποια λύση», όπως συχνά εκφράζεται, δείχνει αποσύνδεση από την πραγματικότητα. Μετά από πενήντα και πλέον χρόνια συνομιλιών, η Τουρκία όχι μόνο δεν έχει υποχωρήσει, αλλά έχει παγιώσει και επεκτείνει τα τετελεσμένα της εισβολής. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, βρίσκεται κοντά στην επίτευξη του τελικού της στόχου: την πλήρη πολιτική και οικονομική επικυριαρχία επί ολόκληρης της Κύπρου.

Όσοι, λοιπόν, επενδύουν στην «καλή θέληση» της Τουρκίας ή του κατοχικού καθεστώτος, ας θυμηθούν ότι η Άγκυρα ουδέποτε ενήργησε για το συμφέρον της ειρήνης ή της συμφιλίωσης, αλλά για τη διατήρηση και διεύρυνση των τετελεσμένων. Αυτή δεν είναι προσωπική εκτίμηση, αλλά θέση που συμμερίζονται και πολλοί Τουρκοκύπριοι διανοούμενοι.

ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΙ.jpg

Ο Σενέρ Λεβέντ, γνωστός για την κριτική του στάση απέναντι στην Άγκυρα, έγραψε πρόσφατα ότι η Τουρκία ουδέποτε επιδίωξε πραγματική λύση στο Κυπριακό. Αν πράγματι το ήθελε, θα την είχε επιτύχει προ πολλού, μέσα από ηγέτες όπως οι Ταλάτ, Έρογλου ή Ακιντζί. Όπως ο ίδιος σημειώνει, όλοι οι Τουρκοκύπριοι ηγέτες υπήρξαν όμηροι της τουρκικής πολιτικής – και ο σημερινός δεν αποτελεί εξαίρεση.

Μέσα στη δίνη της οικονομικής κρίσης που πλήττει τον τόπο, η προσοχή του κόσμου έχει στραφεί στα καθημερινά προβλήματα. Όμως, την ίδια ώρα, ξένα κέντρα –ιδίως βρετανικά– φαίνεται να επανεργοποιούνται στο παρασκήνιο, προσπαθώντας να αναβιώσουν ένα νέο σχέδιο Ανάν υπό το πρόσχημα της «λύσης». Η ιστορία μάς διδάσκει ότι τέτοιες πιέσεις εμφανίζονται πάντα όταν η Κύπρος βρίσκεται σε αδυναμία. Όσοι, λοιπόν, επενδύουν στην «καλή θέληση» της Τουρκίας ή του κατοχικού καθεστώτος, ας αναρωτηθούν αν η πολιτική τους στάση ενισχύει τη θέση της Κύπρου ή απλώς εξυπηρετεί τους στρατηγικούς σχεδιασμούς της Άγκυρας.

Το μνημείο στο Ευρωκοινοβούλιο δεν είναι πράξη εκδίκησης· είναι πράξη μνήμης και δικαιοσύνης. Αφορά τα θύματα της εισβολής και τα αγνοούμενα παιδιά της Κύπρου – ανθρώπους που χάθηκαν υπερασπιζόμενοι την ελευθερία και την ανεξαρτησία της πατρίδας τους. Η προσπάθεια να αλλοιωθεί αυτή η μνήμη στο όνομα μιας αμφίβολης «ισορροπίας» δεν είναι πράξη συμφιλίωσης, αλλά ιστορικής παραχάραξης. Η Ευρώπη, αν θέλει να παραμείνει πιστή στις αξίες που επικαλείται, οφείλει να σταθεί ξεκάθαρα απέναντι στην κατοχή ευρωπαϊκού εδάφους από ξένη δύναμη και να αναγνωρίσει το αυτονόητο: ότι η τουρκική εισβολή του 1974 ήταν και παραμένει ένα έγκλημα κατά της διεθνούς νομιμότητας.

Πενήντα ένα χρόνια μετά, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να συνεχίζει να κλείνει τα μάτια μπροστά στη συνεχιζόμενη κατοχή. Αν το Ευρωκοινοβούλιο θέλει να τιμήσει τις αξίες της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τότε το μνημείο που προτείνει ο κ. Χατζηπαντέλας δεν είναι απλώς επιθυμητό – είναι αναγκαίο. Η σιωπή ισοδυναμεί με συνενοχή και η λήθη με δεύτερη αδικία. Η μνήμη των θυμάτων της τουρκικής εισβολής δεν μπορεί να παραχαράσσεται στο όνομα πολιτικών ισορροπιών ή ψευδεπίγραφης ουδετερότητας.

Η Κύπρος, μικρή αλλά περήφανη χώρα, έχει χρέος να διαφυλάξει την ιστορική της αλήθεια και να την υπενθυμίζει σε κάθε διεθνές βήμα. Το μνημείο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν θα είναι μόνο φόρος τιμής στους νεκρούς και τους αγνοουμένους, αλλά και μια ισχυρή υπενθύμιση προς όλους: ότι η ελευθερία δεν χαρίζεται, κερδίζεται με θυσίες· και ότι κανένας λαός δεν πρέπει να επιτρέψει τη διαγραφή της μνήμης του στο όνομα της ψευδαίσθησης μιας εύκολης συμφιλίωσης.