Καλώδιο και ελλαδοκυπριακές σχέσεις
Όποιο και να είναι το τελικό κόστος του καλωδίου, η ζημιά που έχει προκληθεί στις ελλαδοκυπριακές σχέσεις είναι ήδη δυσθεώρητη.
Το ζήτημα του καλωδίου ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ δεν βρίσκεται πλέον στους κύριους τίτλους των εφημερίδων και των διαφόρων ειδησεογραφικών ιστοσελίδων. Να θυμίσουμε ότι πριν από μερικές βδομάδες είχε διεκδικήσει κεντρική προβολή μετά την ατυχή δημοσιότητα που είχε λάβει. Λέγω ατυχή, διότι για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες είχαμε αρνητική τροπή στις ελλαδοκυπριακές σχέσεις. Ο Κύπριος Υπουργός Οικονομικών είχε αρνηθεί την καταβολή του ετήσιου ποσού των 25 εκατομμυρίων ευρώ - ποσόν το οποίο είχε δεσμευθεί να καταβάλλει ετησίως η κυπριακή Κυβέρνηση. Ως αιτιολογία επικαλέστηκε το μη βιώσιμο του καλωδίου. Η ελληνική Κυβέρνηση αντεπιτέθηκε δημοσίως ανακαλώντας τις συμβατικές υποχρεώσεις της κυπριακής Κυβέρνησης, τις οποίες είχε επαναβεβαιώσει σε πρόσφατο μνημόνιο μεταξύ των δύο κυβερνήσεων.
Αυτήν τη στιγμή το καλώδιο έχει πάει, ούτως ειπείν, υπογείως και η κοινή γνώμη δεν γνωρίζει πού βρίσκεται. Το τελευταίο που είχαμε ήταν μια δήλωση, κοινή των δύο Κυβερνήσεων, για επαναξιολόγηση της βιωσιμότητας και αναζήτηση Αμερικανών επενδυτών. Η αναζήτηση Αμερικανών επενδυτών είναι σίγουρα θεμιτή σκέψη. Μειώνει και το κόστος αλλά και αυξάνει τις αντοχές του εγχειρήματος έναντι της Τουρκίας διά της ογκούμενης αμερικανικής εμπλοκής. Η αναφορά όμως στην επαναξιολόγηση της βιωσιμότητας μάλλον πονηρή φαίνεται. Διότι το στάδιο είναι πολύ όψιμο για να τεθεί ξανά ζήτημα οικονομικής βιωσιμότητας. Και επίσης τίθενται στο περιθώριο οι βασικοί στρατηγικοί λόγοι που οδήγησαν στην απόφαση για πόντιση του καλωδίου.
Πέραν όμως των οικονομικών παραμέτρων, πρέπει να σταθμιστεί στο θέμα του καλωδίου και η ζημιά που μερικώς έχει ήδη υπάρξει από τη δημόσια ελλαδοκυπριακή σύγκρουση. Πάει καιρός να έχουμε τέτοια δημόσια αντιπαράθεση. Ούτε όταν ο Σημίτης επέβαλε την ακύρωση των S300 υπήρξε δημόσια σύγκρουση. Ούτε όταν ο Τάσσος αντιτασσόταν στο Σχέδιο Ανάν με χλιαρή έως αρνητική στάση της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας. Τέτοια δημόσια αντιπαράθεση έχει να συμβεί από την ακύρωση του μίνιμουμ προγράμματος Κυπριανού – ΑΚΕΛ, με παρέμβαση του Ανδρέα Παπανδρέου.
Προσωπικά είμαι μεταξύ αυτών που θεωρούν ότι κάποτε ενδείκνυται η δημοσιοποίηση ελλαδοκυπριακής διαφωνίας. Η Ελλάδα, λόγω εθνικής ταύτισης, είναι και πρέπει να είναι βασικό στήριγμα. Αλλά η ελληνική Κυβέρνηση δεν είναι κατ’ ανάγκην Ελλάδα. Είναι ορατό ότι μπορεί, διατηρουμένων των εθνικών δεσμών ελληνικού και κυπριακού λαού, να υπάρξουν και δημόσιες, πολιτικού τύπου, διαφωνίες ελληνικής και κυπριακής Κυβέρνησης. Πλην, όμως, αυτές πρέπει να είναι σπάνιες και πρέπει να είναι κατανοητές στον μέσο Ελλαδίτη και Κύπριο πολίτη, ώστε να μην οδηγούν στη διασάλευση των εθνικών σχέσεων.
Στην παρούσα περίπτωση οι προϋποθέσεις της εξαίρεσης δεν ίσχυσαν. Η διαφωνία δεν ήταν κατανοητή στον μέσο πολίτη. Και σίγουρα γέννησε ερωτήματα σε παραδοσιακούς φίλους της Κύπρου στον ελλαδικό χώρο. Η αδεξιότητα δε με την οποία προέκυψε η διαφωνία έδωσε και λαβή στους εν Ελλάδι αμφισβητίες του καλωδίου να το υπονομεύσουν με ταυτόχρονη απόδοση ευθύνης στην κυπριακή πλευρά. Μάλιστα, υπό το φως των τελευταίων δηλώσεων, στο μυαλό του κάθε νοήμονος ελλοχεύει η αμφιβολία αν τελικά θα πραγματοποιηθεί το καλώδιο. Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, αν θα προωθηθεί ή δεν θα προωθηθεί από τις δύο Κυβερνήσεις. Διότι πάντα παραμονεύει ο κίνδυνος να τερματιστεί το εγχείρημα λόγω τουρκικής αντίδρασης και ελλαδικού φοβικού συνδρόμου. Αυτός είναι ακόμη ένας λόγος για τον οποίο η κυπριακή υπαναχώρηση μπορεί να χαρακτηριστεί και αδέξια. Αντί η κυπριακή Κυβέρνηση να θολώνει το τοπίο και να δημιουργεί αμφιβολίες για τη δική της στάση, έπρεπε να το στηρίξει πλήρως και να επαναφέρει την εστίαση στην τουρκική επιθετικότητα και την ελλαδική διστακτικότητα. Τώρα, όπως έχουν εμφανιστεί τα θέματα, η κυπριακή Κυβέρνηση θα φέρει την κύρια ευθύνη αν τελικώς οδηγηθούμε σε ακύρωση.
Όσο δε αφορά αυτούς που αναμασούν το θέμα της βιωσιμότητας και του οικονομικού κόστους, ένα πράγμα πρέπει να επισημανθεί: Όποιο και να είναι το τελικό κόστος του καλωδίου, η ζημιά που έχει προκληθεί στις ελλαδοκυπριακές σχέσεις είναι ήδη δυσθεώρητη. Αν μπορεί μάλιστα ν’ αποτιμηθεί σε χρήμα, ξεπερνά κατά πολύ την οποιαδήποτε εξοικονόμηση από την ακύρωση του καλωδίου. Αντικειμενικά ομιλούντες, δεν βρισκόμαστε στην αρχή του εγχειρήματος. Βρισκόμαστε σε προχωρημένο στάδιο, όπου οι προσδοκίες πραγματοποίησης έχουν αυξηθεί κατακόρυφα. Ποιο θα είναι το κόστος ακύρωσης; Σε συνέχεια και της δημόσιας αντιπαράθεσης που προηγήθηκε, θα πληγούν έτι περισσότερο οι ελλαδοκυπριακές σχέσεις. Θα πληγεί έτι περισσότερο η εικόνα αξιοπιστίας της κυπριακής Κυβέρνησης, η οποία, ενώ ξεκίνησε πλησίστια υπέρ του καλωδίου, η ίδια θα έχει ροκανίσει και ακυρώσει την προοπτική του. Τέλος, θα ενισχυθεί μια εντύπωση άτακτης υποχωρητικότητας και των δύο Κυβερνήσεων, ελλαδικής και κυπριακής, έναντι της τουρκικής απειλής. Και ρωτώ τους «ρεαλιστές» λογιστές των εθνικών πεπραγμένων. Αυτοί οι παράγοντες δεν είναι συνυπολογιστέοι στον υπολογισμό κόστους - οφέλους του έργου;