Η Κύπρος μπροστά στον καθρέφτη του εγκλήματος
Η απάθεια απλώνεται, η εμπιστοσύνη χάνεται, και ο φόβος γίνεται η νέα «κανονικότητα»
Η κυπριακή κοινωνία βρέθηκε γι’ ακόμη μια φορά αντιμέτωπη με το πιο σκοτεινό της πρόσωπο. Η πρόσφατη δολοφονία στη Λεμεσό, μέρα μεσημέρι και σε κοινή θέα, σόκαρε -ή μάλλον, θα έπρεπε να σοκάρει- ένα κοινό που μοιάζει ολοένα και περισσότερο να εξοικειώνεται με τη βία. Ένα έγκλημα που εκτυλίχθηκε σε δρόμους γεμάτους ζωή, μετατράπηκε σε ακόμη μια είδηση που προστέθηκε στις δεκάδες άλλες των τελευταίων ετών.
Το ερώτημα που τίθεται πλέον δεν είναι μόνο ποιος πυροβόλησε, ούτε ποιο ήταν το κίνητρο. Το βαθύτερο ερώτημα αφορά εμάς τους ίδιους. Πώς είναι δυνατόν μια κοινωνία, που κάποτε ένιωθε ασφάλεια στους δρόμους της, να παρακολουθεί σήμερα τέτοιες σκηνές με σχεδόν παγωμένο βλέμμα; Μήπως η επανάληψη της βίας έχει αρχίσει να «κανονικοποιεί» το φαινόμενο στα μάτια μας;
Η Λεμεσός, μια πόλη που συμβολίζει την πρόοδο, τη ζωή και την εξωστρέφεια, βιώνει τον τρόμο που εισχωρεί στους δημόσιους χώρους της. Ο φόβος, η αβεβαιότητα και η απώλεια εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς συνθέτουν ένα νέο κοινωνικό τοπίο, όπου η ψυχολογική κόπωση και η απάθεια απειλούν να γίνουν η νέα «κανονικότητα».
Σε αυτό το πλαίσιο, ζητήσαμε την επιστημονική άποψη τριών ειδικών, προκειμένου να φωτίσει διαφορετικές όψεις του ίδιου φαινομένου, την έκρηξη της βίας, τη συλλογική ψυχολογία του φόβου και τη βαθύτερη κοινωνική διάσταση μιας πραγματικότητας που δείχνει να ξεπερνά τις αντοχές μας.
Η κοινωνική και εγκληματολογική διάσταση της δημόσιας βίας
Σε δηλώσεις της στη «Σημερινή», η εγκληματολόγος και κοινωνιολόγος Δήμητρα Τσίτση ανέφερε ότι το φαινόμενο των δολοφονιών που εκτελούνται πλέον μέρα μεσημέρι, σε κοινή θέα, υποδηλώνει αποθράσυνση των δραστών και βαθιά κοινωνική κρίση εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς.
Αναφορικά με το πώς εξηγείται εγκληματολογικά αυτό το φαινόμενο, ανέφερε: «Εγκληματολογικά, αυτό το φαινόμενο υποδηλώνει αποθράσυνση των δραστών και μετατόπιση του τρόπου δράσης από την “παραδοσιακή μυστικότητα” προς μια επιδεικτική μορφή βίας. Η μέρα και ο δημόσιος χώρος δεν λειτουργούν πλέον αποτρεπτικά, αλλά, αντίθετα, ενισχύουν το μήνυμα ισχύος που επιδιώκει να στείλει ο δράστης. Πρόκειται για χαρακτηριστικό γνώρισμα οργανωμένου εγκλήματος ή παραοικονομικών συγκρούσεων, όπου ο φόνος δεν είναι απλώς μέσο εξόντωσης, αλλά επικοινωνιακή πράξη.
Από κοινωνιολογικής σκοπιάς, αντικατοπτρίζει διάβρωση του κοινωνικού ελέγχου και κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς ασφαλείας - στοιχεία που μειώνουν τον φόβο της σύλληψης και ενισχύουν την αίσθηση ατιμωρησίας».
Σχετικά με το επίπεδο του οργανωμένου εγκλήματος στην Κύπρο, τόνισε ότι:
«Αποκαλύπτει ότι το οργανωμένο έγκλημα στην Κύπρο έχει διαρθρωθεί και επαγγελματοποιηθεί. Δεν μιλάμε πλέον για “τοπικά κυκλώματα”, αλλά για διασυνδεδεμένα δίκτυα που λειτουργούν με διεθνή πρότυπα: καταμερισμό ρόλων, στρατολόγηση αλλοδαπών εκτελεστών, “ξεπλύματα” χρημάτων και επιχειρηματικές βιτρίνες.
»Η δημόσια εκτέλεση δείχνει αυξημένη αυτοπεποίθηση και κενά αποτροπής· φανερώνει επίσης ότι η Κύπρος έχει μετατραπεί σε σημαντικό κόμβο για παράνομες ροές (χρήματος, ναρκωτικών, στοιχημάτων ή εμπορίας προσώπων). Επομένως, το επίπεδο οργάνωσης είναι υψηλό και πολυεπίπεδο - όχι περιστασιακό».
Σ’ ερώτηση κατά πόσον διαμορφώνεται μια νέα «κουλτούρα βίας», η κ. Τσίτση επισήμανε ότι: «Ναι, και αυτό είναι το πιο ανησυχητικό. Η επαναλαμβανόμενη δημόσια βία, ειδικά όταν προβάλλεται έντονα από τα ΜΜΕ, οδηγεί στη σταδιακή εξοικείωση της κοινωνίας με την ωμότητα. Δημιουργείται μια “κανονικοποίηση” της βίας, όπου η κοινωνία παύει να σοκάρεται και αρχίζει να την αντιλαμβάνεται ως “αναπόφευκτο μέρος της ζωής”.
»Αυτό συνδέεται με την έννοια της πολιτισμικής εγκληματολογίας: όταν η βία γίνεται θέαμα, παύει να είναι μόνο έγκλημα και μετατρέπεται σε μέσο προβολής ή κύρους - τόσο για τους δράστες όσο και για τα κυκλώματα που τους καθοδηγούν».
Αναφορικά με το μήνυμα που στέλνει ένας δράστης όταν σκοτώνει χωρίς να φοβάται ότι θα εκτεθεί δημόσια, η εγκληματολόγος υπογράμμισε ότι:
«Το μήνυμα είναι διπλό. Πρώτον, απευθύνεται στους αντιπάλους του: “Είμαι ικανός να ενεργώ όπου και όποτε θέλω”. Δεύτερον, απευθύνεται στην κοινωνία και στους θεσμούς: “Δεν με αγγίζει κανείς”. Είναι μια επίδειξη δύναμης και ελέγχου του χώρου, χαρακτηριστική των εγκληματικών οργανώσεων που επιδιώκουν να κατασκευάσουν “φόβο κύρους” - δηλαδή κοινωνικό σεβασμό μέσω τρόμου.
»Αυτό δείχνει επίσης έλλειψη φόβου για τις συνέπειες, γεγονός που ερμηνεύεται είτε ως αίσθηση ατιμωρησίας είτε ως γνώση ότι τα συστήματα ελέγχου είναι ανεπαρκή ή ευάλωτα».
Όσον αφορά το εάν η Κύπρος μετατρέπεται σε «πεδίο ξεκαθαρισμάτων» ξένων εγκληματικών ομάδων, ανέφερε ότι: «Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η Κύπρος χρησιμοποιείται ως ουδέτερο έδαφος για επιχειρήσεις ξένων κυκλωμάτων, ιδιαίτερα βαλκανικής, ρωσικής και μεσανατολικής προέλευσης. Το νησί λειτουργεί ως πλατφόρμα μετακίνησης κεφαλαίων και ανθρώπων, αλλά και ως τόπος “διαιτησίας” διαφορών μεταξύ οργανώσεων.
»Η γεωγραφική θέση, η τραπεζική υποδομή και η διασύνδεση με τρεις ηπείρους την καθιστούν ελκυστική για εγκληματικές ομάδες που θέλουν χαμηλό θεσμικό ρίσκο αλλά υψηλή πρόσβαση σε διεθνή δίκτυα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Κύπρος έχει γίνει “μαφία κράτος”, αλλά ότι βρίσκεται στην περιφέρεια μιας διεθνοποιημένης εγκληματικής αγοράς».
Τέλος, αναφερόμενη στο τι πρέπει ν’ αλλάξει στην αστυνόμευση ή την πρόληψη, υπογράμμισε: «Πρώτον, χρειάζεται ανασχεδιασμός της αστυνομικής πληροφόρησης - όχι μόνο καταστολή, αλλά πληροφοριακά δίκτυα, συνεργασία με ξένες υπηρεσίες και αξιοποίηση αναλυτικών εργαλείων εγκληματολογικής νοημοσύνης.
»Δεύτερον, απαιτείται ενίσχυση της πρόληψης μέσω κοινωνικών και θεσμικών παρεμβάσεων: παρακολούθηση παράνομων ροών χρήματος, έλεγχος επιχειρηματικών βιτρινών, αλλά και επανεμπιστοσύνη της κοινωνίας στους μηχανισμούς δικαιοσύνης.
»Και τρίτον, σε επίπεδο κουλτούρας, πρέπει να υπάρξει συλλογική “αποδόμηση” του θαυμασμού προς τη βία. Η εκπαίδευση, τα ΜΜΕ και η δημόσια συζήτηση οφείλουν να αποτρέπουν τη ρομαντικοποίηση του “νονού” ή του “εκτελεστή” - γιατί κάθε φορά που η κοινωνία σιωπά ή εντυπωσιάζεται, η εγκληματική κουλτούρα ενισχύεται».
Η αύξηση της εγκληματικότητας και οι παράγοντες που την συντηρούν
Μιλώντας στη «Σημερινή» ο Καθηγητής Εγκληματολογίας, Δρ Ανδρέας Καπαρδής, αναφέρθηκε στη σημαντική αύξηση των σοβαρών εγκλημάτων στην Κύπρο τις τελευταίες δεκαετίες, υπογραμμίζοντας ότι πρόκειται για πολυπαραγοντικό φαινόμενο, το οποίο απαιτεί συντονισμένη, εθνική αντιμετώπιση.
Αναλυτικότερα, ο Δρ. Καπαρδής ανέφερε τα εξής: «Η σημαντική αύξηση των σοβαρών εγκλημάτων στην Κύπρο τα τελευταία 40 χρόνια οφείλεται (α) στη χρήση και στην αύξηση της ζήτησης στα ναρκωτικά, (β) στην αποτυχία του σωφρονιστικού συστήματος, (γ) στην εμπλοκής συνεχώς αυξανόμενου ποσοστού αλλοδαπών και (δ) στην έλλειψη μιας εθνικής στρατηγικής για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της εγκληματικότητας με μέτρα άμεσα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Όπως εξήγησε, η Λεμεσός και η Λευκωσία έχουν ποσοστιαία την περισσότερη εγκληματικότητα γιατί (α) αποτελούν στο σύνολό τους το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού της Κύπρου και (β) διότι το σοβαρό έγκλημα είναι φαινόμενο των πόλεων και (γ) σε αυτό έχει συμβάλει η μεγάλη διαχρονικά αστικοποίηση του πληθυσμού της Κύπρου.
Παράλληλα, προειδοποίησε ότι «δεν πρέπει να παραβλέπονται τα εγκλήματα ‘‘λευκού κολάρου’’, γενικά, και τα οικονομικά εγκλήματα ειδικά, τα οποία αυξάνονται συνεχώς λόγω της διαθεσιμότητας του διαδικτύου και, τέλος, το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος και ο ρόλος των κρυπτονομισμάτων».
Το ψυχολογικό αποτύπωμα της βίας και η ανάγκη συλλογικής ανθεκτικότητας
Την ίδια ώρα, η ψυχολόγος και προσωποκεντρική ψυχοθεραπεύτρια, Ράνια Μιχαηλίδου, ανέλυσε στην εφημερίδα μας τις ψυχολογικές συνέπειες που αφήνει στην κοινωνία η επαναλαμβανόμενη βία, επισημαίνοντας πως ακόμη κι όταν δεν βιώνουμε ένα γεγονός προσωπικά, το σώμα μας αντιδρά σαν να κινδυνεύει.
Αναφορικά με το ψυχολογικό αποτύπωμα που αφήνει η συνεχής έκθεση σε βίαια περιστατικά, ανέφερε τα εξής:
«Κάθε φορά που η βία εισβάλλει στην καθημερινότητά μας, κάτι μέσα μας ραγίζει. Ακόμη κι αν δεν βιώσαμε το γεγονός προσωπικά, το σώμα και το νευρικό μας σύστημα αντιδρούν σαν να κινδυνεύουμε κι εμείς. Νιώθουμε φόβο, θυμό, αδυναμία - όλα αυτά είναι απολύτως φυσιολογικές αντιδράσεις σε κάτι βαθιά μη φυσιολογικό.
Με τον καιρό, η συνεχής έκθεση στη βία κουράζει. Δημιουργεί μια σιωπηλή εξουθένωση, μια διάχυτη δυσπιστία για τον κόσμο γύρω μας. Εκεί χρειάζεται συλλογική φροντίδα, ώστε να θυμηθούμε πως η ασφάλεια δεν χάνεται για πάντα· μπορεί να ξαναχτιστεί, μαζί».
Σ’ ερώτηση για το αν μπορεί να δημιουργηθεί συλλογικό τραύμα ή μαζικός φόβος σε μια πόλη όπως η Λεμεσός, η κ. Μιχαηλίδου τόνισε:
«Ναι - και αυτό που βλέπουμε τώρα στη Λεμεσό είναι μια μορφή συλλογικού τραύματος. Όταν μια κοινότητα βιώνει μια τόσο απρόσμενη και άγρια απώλεια, το τραύμα δεν μένει μόνο στα άτομα. Απλώνεται στον αέρα, στις συζητήσεις, στα βλέμματα.
Αυτός ο κοινός φόβος, όσο επώδυνος κι αν είναι, μπορεί να γίνει χώρος σύνδεσης. Να μας θυμίσει ότι αν πονάμε όλοι, μπορούμε και να θεραπευτούμε όλοι μαζί. Με λόγια, παρουσία, αλληλεγγύη».
Αναφερόμενη στον τρόπο με τον οποίο επηρεάζονται τα παιδιά και οι έφηβοι από την έκθεση στη βία μέσω κοινωνικών δικτύων, επεσήμανε:
«Τα παιδιά και οι έφηβοι δεν έχουν ακόμη τα εσωτερικά “φίλτρα” που διαθέτουμε οι ενήλικες. Όταν βλέπουν εικόνες βίας, ο εγκέφαλός τους δεν μπορεί να ξεχωρίσει τι είναι πραγματικό και τι μακριά - ο φόβος βιώνεται ως άμεσος κίνδυνος. Γι’ αυτό χρειάζονται παρόντες ενήλικες, όχι απαραίτητα με απαντήσεις, αλλά με διαθεσιμότητα. Να ακούσουμε τι κατάλαβαν, τι ένιωσαν, να τους πούμε πως είναι ασφαλή και ότι υπάρχουν άνθρωποι που φροντίζουν να τα προστατέψουν. Αυτό είναι το πιο δυνατό “αντίδοτο” στο τραύμα».
Όσον αφορά την απώλεια του αισθήματος ασφάλειας, η ψυχολόγος ανέφερε:
«Η αίσθηση ασφάλειας είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίζεται η ψυχική μας ισορροπία. Όταν χάνεται, μοιάζει σαν να μετακινείται το έδαφος κάτω από τα πόδια μας. Δεν είναι απλώς φόβος - είναι υπαρξιακή αναστάτωση.
Ξαφνικά, ο κόσμος φαίνεται απρόβλεπτος, οι άνθρωποι λιγότερο αξιόπιστοι, το μέλλον αβέβαιο. Αυτή η απώλεια όμως δεν είναι μόνιμη. Με χρόνο, στήριξη και ανθρώπινη παρουσία, η αίσθηση ασφάλειας μπορεί να ξαναγεννηθεί μέσα από νέες εμπειρίες εμπιστοσύνης και σύνδεσης».
Σχετικά με τους τρόπους διαχείρισης του άγχους και της ανασφάλειας μετά από ένα τόσο βίαιο γεγονός, πρόσθεσε:
«Το πρώτο βήμα είναι να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να νιώσει. Δεν χρειάζεται να είμαστε “δυνατοί” - χρειάζεται να είμαστε ειλικρινείς. Το σώμα μας χρειάζεται χρόνο να καταλάβει ότι ο κίνδυνος πέρασε.
»Μπορεί να βοηθήσει να μιλήσουμε με ανθρώπους που εμπιστευόμαστε, να μοιραστούμε τι μας φοβίζει, να περιορίσουμε την υπερέκθεση σε σκληρές εικόνες και ειδήσεις. Η επιστροφή στις μικρές, σταθερές συνήθειες - μια βόλτα, ένα γεύμα, ένα βλέμμα αγάπης - επαναφέρει σιγά-σιγά την αίσθηση ελέγχου και κανονικότητας. Και αν ο φόβος παραμένει έντονος, η αναζήτηση επαγγελματικής βοήθειας είναι μια πράξη θάρρους και αυτοσεβασμού».
Τέλος, για τον ρόλο της Πολιτείας και της τοπικής κοινότητας στην ψυχολογική αποκατάσταση των πολιτών, υπογράμμισε:
«Η ψυχολογική αποκατάσταση μετά από τραύμα δεν είναι μόνο ατομική υπόθεση· είναι κοινή ευθύνη. Η Πολιτεία οφείλει να σταθεί με διαφάνεια, συνέπεια και ευαισθησία, ώστε οι πολίτες να νιώσουν ότι κάποιος “κρατά” την κατάσταση. »
Η κοινότητα, από την πλευρά της, έχει μια μοναδική δύναμη: να ξαναπλέξει το νήμα της εμπιστοσύνης. Όταν οι άνθρωποι συναντιούνται, συζητούν, θυμούνται, στηρίζουν ο ένας τον άλλον, τότε η πόλη θεραπεύεται. Η Λεμεσός έχει βαθιά ρίζες συνύπαρξης· μέσα από αυτές μπορεί να ξαναβρεί τη φωνή και τη δύναμή της».