Ο Ηρωϊσμός της Νεολαίας

Μια σύγχρονη τραγωδία.

Η 3η Οκτωβρίου 1958 καταγράφεται στην ιστορία ως η μέρα του τρόμου. Η μέρα της οργανωμένης κρατικής τρομοκρατίας μιας αποικιοκρατικής τυραννίας εναντίον του άμαχου και ανυπεράσπιστου λαού, μιας πόλης που έζησε στην κόλαση της αγωνίας και της βαρβαρότητας, με τους πολίτες της έγκλειστους στα σπίτια τους επί ποινή θανάτου. Εκείνη τη μέρα τέσσερα συντάγματα πάνοπλου αγγλικού στρατού εισήλθαν στο Βαρώσι και με τη βιαιότητα και τον θάνατο επανέφεραν στη μνήμη του πολιτισμένου κόσμου τη βαρβαρότητα του Μεσαίωνα. Βασάνιζαν τον κόσμο στους δρόμους, στις πλατείες, στα σπίτια, στα καταστήματα. Είχαν κηρύξει κατ’ οίκον περιορισμό, τα «κέρφιου» των νόμων εκτάκτου ανάγκης του αποτρόπαιου κυβερνήτη στρατάρχη Τζον Χάρτινγκ, με διαταγή διά μεγαφώνων.

Οι πολίτες έπρεπε να μείνουν αμπαρωμένοι στα σπίτια τους και θα πυροβολούνταν στους δρόμους αν αποπειρώντο να κυκλοφορήσουν στους δρόμους που διέσχιζαν Άγγλοι στρατιώτες και Τούρκοι επικουρικοί. Μαινόμενοι αξιωματικοί και στρατιώτες έσπαζαν πόρτες, έδερναν τους ανθρώπους στα σπίτια τους, διενεργούσαν εξονυχιστικές έρευνες και έκλεβαν περιουσίες, λεηλατούσαν και κατέστρεφαν τρομοκρατώντας και απειλώντας.

Τραυμάτισαν οκτακόσιους Έλληνες πολίτες των Βαρωσίων και συνέλαβαν τρεις χιλιάδες, τους οποίους οδήγησαν σε στρατόπεδα και κρατητήρια και τους υπέβαλαν σε φριχτά βασανιστήρια. Αλλά δεν κόρεσαν την αιμοβόρο μανία τους. Σκότωσαν στη μέση του δρόμου τον δεκαεπτάχρονο μαθητή Λουκά Λουκά, ενώ έτρεχε να καταφύγει στο σπίτι του. Συνέλαβαν από το σπίτι του τον οικογενειάρχη Παναγιώτη Χρυσοστόμου, 37 χρονών, και τον σκότωσαν στα βασανιστήρια. Ο γιατρός που διηνήργησε νεκροψία διαπίστωσε εφτά σπασμένες πλευρές και σημάδια άγριας κακοποίησης σε όλο το κορμί.

Συγκλονιστική η περίπτωση της δωδεκάχρονης Ιωάννας Ζαχαριάδου, μαθήτριας Δημοτικού. Στο άκουσμα της στρατιωτικής διαταγής για καταναγκαστικό κατ’ οίκον περιορισμό, οι δάσκαλοι έστειλαν τα παιδιά στα σπίτια τους. Η μικρή άρχισε έντρομη να τρέχει με όλη της τη δύναμη. Έβλεπε κόσμο να κακοποιείται, άκουγε από παντού τις οιμωγές του πόνου. Έντρομο το κοριτσάκι κάθισε στα σκαλοπάτια σπιτιού και ζήτησε βοήθεια από την οικοδέσποινα, τη Ραλλού Ριρή. Αγκάλιασε τη μικρούλα η γυναίκα, τη μετέφερε στο σπίτι και εκεί το παιδάκι πέθανε από τον τρόμο.

Οι παθόντες διεκτραγώδησαν τα πάθη της πόλης στις εφημερίδες της εποχής. Μα το μένος των Άγγλων δεν κόπασε. Το «κέρφιου» συνεχίστηκε μέρα νύχτα. Αφορμή ήταν ο φόνος μιας Αγγλίδας, που η ΕΟΚΑ τον καταδίκασε. Και τα μαρτύρια επεκτάθηκαν σ’ άλλα μέρη.

Στην Κακοπετριά και στη Γαλάτα επέδραμαν Άγγλοι στρατιώτες. Ορμούσαν στα σπίτια, έδερναν, λήστευαν και σαν έπεφτε η νύχτα έτρεχαν τα στενά, ούρλιαζαν, γάβγιζαν, πυροβολούσαν, προσπαθώντας να κάμψουν το αγωνιστικό φρόνημα του λαού και να υποτάξουν το πνεύμα της ελευθερίας. Πλανήθηκαν οικτρά.

Ο Κυπριακός Ελληνισμός δεν υπέστειλε τις σημαίες της απολυτρωτικής διεκδίκησής του. Συνέχισε τον επικό του αγώνα, μέχρι που η πολιτική τον διέκοψε αποδεχούμενη την ακρωτηριασμένη ανεξαρτησία τον Φεβρουάριο του 1959.

*Πρώην συνδικαλιστής