Νέες συμφωνίες, νέα δεδομένα
Η επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό πραγματοποιείται σε ένα περιβάλλον που διαφέρει ριζικά από εκείνο των προηγούμενων δεκαετιών. Η Λευκωσία προσέρχεται αυτή τη φορά στις διερευνητικές διαδικασίες όχι ως ο αδύναμος κρίκος της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά ως ένας κρίσιμος παράγοντας σταθερότητας και ενεργειακής συνεργασίας, σε μια περίοδο όπου ολόκληρη η περιοχή βρίσκεται σε φάση επανακαθορισμού των γεωπολιτικών ισορροπιών. Το υπόβαθρο αυτό δεν διαμορφώθηκε τυχαία∙ είναι αποτέλεσμα μιας σειράς εξελίξεων στον ενεργειακό τομέα, στις περιφερειακές συμμαχίες και στην ενίσχυση της διεθνούς θέσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η υπογραφή συμφωνιών με την Αίγυπτο για τη διαχείριση και αξιοποίηση φυσικού αερίου από τα κυπριακά κοιτάσματα σηματοδότησε το πρώτο βήμα προς μια νέα εποχή συνεργασίας. Η προοπτική δημιουργίας αξιόπιστης οδού εξαγωγής κυπριακής ενέργειας μέσω αιγυπτιακών υποδομών αναβαθμίζει την Κυπριακή Δημοκρατία από απλό περιφερειακό παίκτη σε ενεργειακό κόμβο που ενδιαφέρει την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και ευρύτερα τη διεθνή αγορά. Ακολούθησε η οριστικοποίηση της συμφωνίας θαλάσσιας οριοθέτησης με τον Λίβανο, μια εξέλιξη που είχε αναζητηθεί για σχεδόν είκοσι χρόνια και η οποία αφαιρεί από την περιοχή μία από τις μεγαλύτερες εκκρεμότητες. Η διαμόρφωση μιας ξεκάθαρης ΑΟΖ ανάμεσα στις δύο χώρες ανοίγει πλέον δρόμο για έρευνες, επενδύσεις και νέα σενάρια αγωγών ή συνεργειών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Λευκωσία έχει καταφέρει να εμπλέξει στο ενεργειακό της πρόγραμμα μεγάλους διεθνείς ενεργειακούς κολοσσούς, γεγονός που ενισχύει τη θέση της σε κάθε διαπραγμάτευση. Η συμμετοχή σοβαρών εταιρειών σε θαλάσσια τεμάχια υποδηλώνει εμπιστοσύνη στο ρυθμιστικό πλαίσιο και στο πολιτικό περιβάλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, η ενίσχυση τριμερών και τετραμερών σχημάτων συνεργασίας με την Ελλάδα, το Ισραήλ, την Αίγυπτο και, πλέον, τον Λίβανο, δημιουργεί ένα πλέγμα περιφερειακών συνεννοήσεων που δύσκολα μπορεί να παρακάμψει οποιασδήποτε μορφής πίεση.
Αυτό το νέο σκηνικό δεν σημαίνει πως η Κύπρος απέκτησε ξαφνικά τη δυνατότητα να επιβάλει τη δική της βούληση στις διεθνείς διαπραγματεύσεις. Σημαίνει όμως ότι επιτέλους διαθέτει ερείσματα τα οποία δεν είχε σε προηγούμενες φάσεις του Κυπριακού. Οι πολιτικές και οικονομικές συνεργασίες που έχουν οικοδομηθεί τα τελευταία χρόνια δεν συνιστούν απλώς διπλωματικό κεφάλαιο∙ αποτελούν ασπίδα απέναντι σε προσπάθειες δημιουργίας τετελεσμένων και ενισχύουν τη θέση της χώρας ως αναγκαίου συνομιλητή για την περιφερειακή σταθερότητα.
Απέναντι σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, η Τουρκία δεν μπορεί να λειτουργεί πλέον μονομερώς ούτε να υπαγορεύει λύσεις. Παρά τις θέσεις που προβάλλει, βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με μια διεθνή συγκυρία στην οποία οι περισσότεροι περιφερειακοί παίκτες επιδιώκουν ισορροπία, συνεργασία και σεβασμό του διεθνούς δικαίου. Η δυνατότητα της Άγκυρας να επιβάλει την ατζέντα της είναι πιο περιορισμένη απ’ ό,τι στο παρελθόν, όχι λόγω αποδυνάμωσης, αλλά επειδή οι υπόλοιποι δρώντες στην περιοχή έχουν ενισχύσει τις μεταξύ τους συνεργασίες και επιδιώκουν σταθερότητα.
Η Κυπριακή Δημοκρατία καλείται τώρα να αξιοποιήσει αυτό το υπόστρωμα για να διεκδικήσει μια λύση που θα συνάδει με τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το διεθνές δίκαιο. Η συζήτηση για τη μορφή της λύσης δεν μπορεί να αγνοεί την ανάγκη κατάργησης των εγγυήσεων και την παύση οποιασδήποτε εξωτερικής κηδεμονίας. Ο κυπριακός λαός έχει εκφράσει με σαφήνεια τις θέσεις του στο παρελθόν και αναμένει μια διαδικασία που θα λαμβάνει υπόψη αυτές τις παραμέτρους. Οι πολίτες έχουν επανειλημμένα επιδείξει διάθεση για συμβιβασμό, αλλά όχι για λύσεις που ενέχουν κινδύνους επανάληψης του παρελθόντος.
Σε αυτό το περιβάλλον, ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας και της διαπραγματευτικής ομάδας είναι καθοριστικός. Απαιτείται προσεκτική ανάγνωση των νέων δεδομένων, αλλά και σταθερότητα στις βασικές αρχές που καθοδηγούν τη στάση της Λευκωσίας. Η πολιτική ηγεσία πρέπει να κινηθεί με νηφαλιότητα, αποφεύγοντας διχαστικές τοποθετήσεις και στηρίζοντας μια ενιαία εθνική γραμμή που να ανταποκρίνεται στη βούληση της πλειοψηφίας. Περισσότερο από ποτέ, είναι αναγκαίο να υπάρχει συνέπεια και συνέχεια στις θέσεις που παρουσιάζονται στο διεθνές περιβάλλον.
Η Κύπρος έχει τώρα μπροστά της μια σπάνια ιστορική συγκυρία: βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων όχι ως πρόβλημα, αλλά ως μέρος της λύσης. Η περιοχή έχει ανάγκη από σταθερότητα και ενεργειακή ασφάλεια, και η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο και στα δύο. Το μεγάλο ζητούμενο είναι η αξιοποίηση αυτής της ευκαιρίας χωρίς υπερβολές, χωρίς εφησυχασμό και χωρίς υποτίμηση των δυσκολιών. Η προοπτική μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης υπάρχει∙ μένει να αποδειχθεί αν η πολιτική ηγεσία και η κοινωνία μπορούν να συντονιστούν ώστε να τη μετατρέψουν σε πραγματικότητα.
Υ.Γ.: 1. Η πολυδιαφημισμένη στρατηγική σχέση της Κύπρου με τη Δύση, και ειδικότερα με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία, αποδεικνύεται στην πράξη πολύ πιο περιορισμένη από ό,τι παρουσιαζόταν δημόσια. Η στήλη αυτή είχε επανειλημμένα επισημάνει την ανάγκη προσοχής στις διεθνείς επιλογές της Λευκωσίας, ιδιαίτερα μετά τις αλλαγές που συντελέστηκαν στην περιοχή και την ανάδειξη των ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου.
Την περίοδο που Λευκωσία και Τελ Αβίβ αναζητούσαν κοινό έδαφος συνεργασίας γύρω από αμοιβαία συμφέροντα, η Βρετανία, παρά τον ρόλο της ως στρατηγικού εταίρου και εγγυήτριας δύναμης, τάχθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις υπέρ επιλογών που δεν διευκόλυναν την προοπτική αυτή. Παράλληλα, ορισμένες διεθνείς παρεμβάσεις στο πρόσφατο παρελθόν συνέβαλαν σε ένταση στις σχέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας με τη Ρωσία — χώρα που σε κρίσιμες στιγμές είχε στηρίξει την κυπριακή θέση σε διεθνή fora.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε περιπτώσεις όπου στο Συμβούλιο Ασφαλείας κατατέθηκαν προτάσεις ιδιαίτερα από την Βρετανία που η Λευκωσία θεωρούσε πως δεν εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά της, η Ρωσία είχε διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο ώστε να μην υιοθετηθούν.
- Ο δημόσιος διάλογος γύρω από τη σύνθεση της επόμενης Βουλής έχει ενταθεί, ιδιαίτερα μετά τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι νέα, μη παραδοσιακά πολιτικά σχήματα ενδέχεται να εξασφαλίσουν κοινοβουλευτική παρουσία. Η τάση αυτή αντικατοπτρίζει την απογοήτευση μιας σημαντικής μερίδας πολιτών απέναντι στα καθιερωμένα κόμματα, με αποτέλεσμα η ψήφος διαμαρτυρίας να αποκτά πρωτοφανή δυναμική.
Ωστόσο, η είσοδος προσώπων ή σχημάτων χωρίς προηγούμενη πολιτική εμπειρία και χωρίς σαφές πολιτικό υπόβαθρο εγείρει εύλογες ανησυχίες για τη λειτουργικότητα του Κοινοβουλίου και γενικότερα των θεσμών. Η πολιτική δεν είναι πεδίο αυτοσχεδιασμών· απαιτεί γνώση, συνέπεια, ευθύνη και επίγνωση του θεσμικού ρόλου. Η απουσία αυτών των προϋποθέσεων μπορεί να οδηγήσει σε νομοθετική αστάθεια, δυσλειτουργία και δυσκολίες στη λήψη αποφάσεων που αφορούν κρίσιμα ζητήματα για τη χώρα.
Η κοινωνία των πολιτών, έχοντας κάθε δικαίωμα να εκφράσει τη δυσαρέσκειά της, οφείλει ταυτόχρονα να αναλογιστεί τις συνέπειες των επιλογών της. Η ψήφος είναι η βάση της δημοκρατίας, αλλά συνοδεύεται από ευθύνη: καθορίζει την ποιότητα της διακυβέρνησης, την πορεία των θεσμών και την ικανότητα του κράτους να ανταποκριθεί στις προκλήσεις. Ενόψει εκλογών, κάθε πολίτης καλείται να σταθμίσει με σοβαρότητα τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η ενίσχυση σχημάτων χωρίς συγκροτημένη πολιτική πρόταση.
Η Κύπρος βρίσκεται σε μια περίοδο με σοβαρά ανοικτά ζητήματα, και η σταθερότητα του πολιτικού συστήματος αποτελεί θεμέλιο για την ομαλή λειτουργία του κράτους. Γι’ αυτό και οι πολίτες καλούνται να σκεφτούν δύο φορές πριν ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα, ώστε η επόμενη Βουλή να μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς στον θεσμικό της ρόλο και στις ανάγκες του τόπου.