Αναλύσεις

Ο Ερχιουρμάν χτίζει «νόμιμη» κατοχή, ο Χριστοδουλίδης παρακολουθεί

Η υπόθεση των περιουσιών επανέρχεται στο κέντρο του Κυπριακού, αλλά αυτή τη φορά με διαφορετικό σκηνικό. Ο Τουφάν Ερχιουρμάν επιχειρεί συστηματικά να μετατρέψει την «Επιτροπή Ακίνητης Ιδιοκτησίας» και το καθεστώς των κατεχομένων σε κανονικό πλαίσιο «επίλυσης» του περιουσιακού, την ώρα που η Λευκωσία αρκείται σε σπασμωδικές κινήσεις χωρίς συνολικό δόγμα υπεράσπισης των προσφύγων.

Δεν πρόκειται για ρητορική λεπτομέρεια. Ο νέος Τ/κ ηγέτης παρουσιάζει την Επιτροπή ως απόδειξη ότι «η τουρκοκυπριακή πλευρά λειτουργεί εντός του διεθνούς δικαίου» και ότι τα περιουσιακά μπορούν να ρυθμιστούν «μέσα από θεσμούς που έχουν ήδη αναγνωριστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο». Την ίδια στιγμή, συνδέει ανοιχτά τον οδικό χάρτη για το Βαρώσι με αποφάσεις του «ανωτάτου δικαστηρίου» στα κατεχόμενα και με την τύχη της ίδιας της Επιτροπής. Με άλλα λόγια, προσπαθεί να κλειδώσει το Βαρώσι και τις υπόλοιπες ε/κ περιουσίες μέσα σε ένα πλαίσιο που ελέγχεται από το κατοχικό καθεστώς, με τη σφραγίδα «σεβασμού» προς το διεθνές δίκαιο.

Παράλληλα, σε δηλώσεις του για τις ποινικές υποθέσεις εναντίον ξένων επενδυτών που αξιοποίησαν ελληνοκυπριακή γη στα κατεχόμενα, σπεύδει να παρουσιάσει την Κυπριακή Δημοκρατία ως «πολιτικό διώκτη» και να επαναφέρει το αφήγημα ότι τα ζητήματα περιουσίας «πρέπει να λυθούν μόνο μέσω διαπραγματεύσεων». Το μήνυμα είναι καθαρό: κάθε νομικό όπλο που ασκεί η Λευκωσία εκτός του πλαισίου των κατεχομένων και της Επιτροπής χαρακτηρίζεται ως «παρεμπόδιση της λύσης».

Την ίδια ώρα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εξακολουθεί να θεωρεί την Επιτροπή ως «αποτελεσματικό ένδικο μέσο» για σκοπούς παραδεκτού, με αποτέλεσμα να μπλοκάρει νέες ατομικές προσφυγές αν δεν προηγηθεί καταγγελία στα κατεχόμενα. Έτσι, ενώ νομικά αναγνωρίζεται το δικαίωμα ιδιοκτησίας των προσφύγων, πρακτικά σπρώχνονται σε ένα μηχανισμό που προσφέρει αποζημίωση αντί για επιστροφή και παγιώνει τη λογική ότι η κατοχή «ρυθμίζεται» με διακανονισμούς, όχι με αποκατάσταση.

Μέσα σε αυτό το τοπίο, η στάση της κυπριακής κυβέρνησης παραμένει αντιφατική. Από τη μια, αξιοποιεί –ορθά– το ποινικό δίκαιο για να στείλει μήνυμα ότι η εκμετάλλευση κλεμμένης γης είναι έγκλημα. Από την άλλη, δεν έχει διατυπώσει ένα συνεκτικό δόγμα για το πώς αμφισβητεί νομικά και πολιτικά την Επιτροπή και τον ρόλο της στο περιουσιακό. Ακόμα χειρότερα, το μήνυμα προς τους πρόσφυγες είναι θολό: άλλες φορές παρουσιάζονται ως «πρόβλημα που θα λυθεί στη συνολική λύση», άλλες φορές αφήνονται μόνοι τους να αποφασίσουν αν θα πάνε στην Επιτροπή, χωρίς ξεκάθαρη στρατηγική για τις συλλογικές επιπτώσεις αυτής της πορείας.

Η ρητορική του Προέδρου ότι «δεν είναι ειλικρινές να μιλάμε για δίκαιη λύση» δεν είναι απλώς μια άκομψη παραδοχή πολιτικού “ρεαλισμού”. Στην πράξη, στέλνει μήνυμα παραίτησης. Τα δικαιώματα της προ του 1974 κατάστασης είναι, περίπου, ηθικό σύμβολο και όχι αντικείμενο διεκδίκησης. Όταν ο ίδιος ο Πρόεδρος δηλώνει ότι σβήνει τη λέξη «δίκαιη» από τα κείμενα, τι εμποδίζει τον Έρχιουρμαν να χτίσει πάνω σε αυτή την παραίτηση και να εμφανιστεί ως ο «λογικός» συνομιλητής που απλώς ζητά να εφαρμοστούν όσα οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι και το Δικαστήριο έχουν ήδη αποδεχθεί;

Η πραγματικότητα για τους πρόσφυγες είναι πολύ πιο σκληρή από τα εύκολα συνθήματα όμως.
• Η προσφυγή στο Στρασβούργο έχει περιοριστεί δραστικά.
• Η προσφυγή στην Επιτροπή οδηγεί σε χρήματα, όχι σε πραγματική επιστροφή, με ελάχιστες εξαιρέσεις.
• Οι ποινικές και αστικές υποθέσεις κατά επενδυτών και μεσαζόντων στα κατεχόμενα είναι σημαντικές, αλλά αποσπασματικές.
• Και κάθε βήμα ανοχής ή σιωπής απέναντι σε «οδικούς χάρτες» για το Βαρώσι που ξεκινούν από τα κατεχόμενα δημιουργεί τετελεσμένα που αύριο θα παρουσιαστούν ως «ρεαλιστική βάση» της λύσης.

Ο Ερχιουρμάν, με τον δικό του τρόπο, οικοδομεί βήμα προς βήμα αφήγημα. Συνδέει τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ, την Επιτροπή, τις κινήσεις για το Βαρώσι, και παρουσιάζει ένα συνεκτικό πλαίσιο «σεβασμού του διεθνούς δικαίου» μέσα από τους θεσμούς του κατοχικού καθεστώτος, με συνεταιρική κυριαρχία σε όλη την Κύπρο. Δεν χρειάζεται να φωνάζει για «δύο κράτη». Αρκεί να επιβάλει στην πράξη ένα καθεστώς δύο κέντρων εξουσίας με ισότιμο λόγο σε όλα, από την ΑΟΖ μέχρι το τελευταίο οικόπεδο προσφύγων.

Απέναντι σε αυτό, ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης εμφανίζεται νερόβραστος. Μιλά γενικά για «διεθνές δίκαιο» χωρίς να το χρησιμοποιεί επιθετικά εκεί που πραγματικά τους τσούζει. Επενδύει, λέει, σχεδόν αποκλειστικά στην «ευρωπαϊκή διάσταση» χωρίς να διαμορφώνει συγκεκριμένες κυπριακές θέσεις για το πώς πρέπει να αναθεωρηθεί η στάση απέναντι στην Επιτροπή. Και αποφεύγει προσεκτικά να συγκρουστεί με το βολικό αφήγημα ότι «οι πρόσφυγες πρέπει να καταλάβουν πως δεν μπορούμε να γυρίσουμε στο 1974», αντί να εξηγήσει πώς σκοπεύει να υπερασπιστεί ό,τι απομένει από το νομικό τους οπλοστάσιο.

Υπάρχουν λόγοι γι’ αυτή τη συμπεριφορά. Μιλούν για εύθραυστες κομματικές ισορροπίες, ίσως φοβάται ότι κάθε πιο δυναμική γραμμή θα παρουσιαστεί διεθνώς ως «μαξιμαλισμός» και ίσως ξέρει ότι η ΕΕ δεν είναι πρόθυμη να ανοίξει μέτωπο με το Στρασβούργο για χάρη των Κυπρίων προσφύγων. Ξεχνά φαίνεται ότι πρόκειται για όλη την Κύπρο και όχι μόνο τους πρόσφυγες. Όμως αυτό δεν τον απαλλάσσει από την ευθύνη να διαμορφώσει στρατηγική. Η απραξία δεν είναι ουδετερότητα. Είναι παραίτηση.

Τουλάχιστον πέντε κινήσεις οφείλει να κάνει άμεσα, αν θέλει να σταματήσει τη διολίσθηση:

  1. Να διατυπώσει επίσημο, γραπτό δόγμα για την Επιτροπή Ακίνητης Ιδιοκτησίας. Να ξεκαθαρίσει ρητά ότι η χρήση της από μεμονωμένους πρόσφυγες δεν επηρεάζει τη θέση της Δημοκρατίας για τη νομιμότητα της κατοχής και να θέσει, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα προβληματικά της στοιχεία
  2. Να ιδρύσει μόνιμο νομικό και στρατηγικό γραφείο για το περιουσιακό. Όχι αποσπασματικούς χειρισμούς, αλλά ενιαίο κέντρο που θα συντονίζει ποινικές και αστικές υποθέσεις κατά όσων εκμεταλλεύονται προσφυγική γη.
  3. Να παρουσιάσει δικό του οδικό χάρτη για το Βαρώσι και το περιουσιακό. Κάθε φορά που η άλλη πλευρά μιλά για «οδικό χάρτη» από τα κατεχόμενα, η Λευκωσία οφείλει να αντιπροτείνει πλαίσιο βασισμένο στα ψηφίσματα του ΟΗΕ, στην επιστροφή των νόμιμων κατοίκων και στην αποτροπή οποιασδήποτε νομιμοποίησης «διπλής εξουσίας» στην πόλη.
  4. Να κλιμακώσει στοχευμένα τις υποθέσεις κατά επενδυτών, με σωστή διεθνή τεκμηρίωση. Για να εξηγεί την εφαρμογή των ίδιων αρχών που το ΕΔΑΔ αναγνώρισε υπέρ των εκτοπισμένων.
  5. Να αλλάξει τη γλώσσα με την οποία μιλά για τη δικαιοσύνη. Όταν ο ίδιος διαγράφει τη λέξη «δίκαιη» από τα κείμενά του, διαπαιδαγωγεί τον λαό σε λογική ηττημένου. Οφείλει να επαναφέρει μια καθαρή θέση: δεν υποσχόμαστε επιστροφή στο 1974, αλλά υπερασπιζόμαστε μέχρι τέλους κάθε δικαίωμα των προσφύγων, χωρίς να μετατρέπουμε την αδικία σε «ρεαλισμό».

Αν δεν χαραχτεί τέτοια στρατηγική, η εξέλιξη είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένη. Ο Ερχιουρμάν θα συνεχίσει να παρουσιάζει την τουρκοκυπριακή πλευρά ως «νόμιμο διαχειριστή» των περιουσιών, με ευρωπαϊκή βούλα. Η Επιτροπή θα λειτουργεί ως εργαλείο μετατροπής της κατοχής σε «ρυθμισμένη αποστέρηση» με αποζημίωση. Και η Κυπριακή Δημοκρατία θα περιορίζεται να πανηγυρίζει για μεμονωμένες καταδίκες επενδυτών, την ώρα που το γενικό πλαίσιο θα γέρνει αποφασιστικά εις βάρος των προσφύγων.

Το ερώτημα δεν είναι αν μπορούμε να επιστρέψουμε στην προ του 1974 κατάσταση. Το ερώτημα είναι αν θα αφήσουμε την άλλη πλευρά να ξαναγράψει, σχεδόν ανενόχλητη, το τι θεωρείται «νόμιμο» πάνω στη γη των προσφύγων. Και εκεί, Θα πρέπει ο κ πρόεδρος να μας εξηγήσει για αυτό δεν θεωρείται ανοχή.

*Απόφοιτος Πολιτικών Επιστημών, Ψυχολογίας και Κοινωνιολογίας από τη Γερμανία