H αύξηση ποινών για σφετερισμό περιουσιών στα κατεχόμενα
Η νέα νομοθεσία, παρότι αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς την καταπολέμηση του σφετερισμού και την αναγνώριση των δικαιωμάτων των εκτοπισμένων ιδιοκτητών, στην παρούσα της μορφή δεν διασφαλίζει ότι οι τελευταίοι θα λάβουν την οικονομική αποκατάσταση που δικαιούνται
![](/images/8CSw0GeaFXLNW-85_MgmLAyBGy4=/122074/original/10.2._neo_orphanides.jpg)
Η πρόσφατη αυστηροποίηση των ποινών για τον σφετερισμό ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα θεωρείται μια σημαντική νομοθετική εξέλιξη, η οποία στοχεύει στην αποτροπή των παράνομων αγοραπωλησιών και στην προστασία των δικαιωμάτων των εκτοπισμένων ιδιοκτητών. Σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία, οι ποινές φυλάκισης αυξάνονται από τα δύο στα πέντε έτη, ενώ τα χρηματικά πρόστιμα εκτοξεύονται στις 10.000 ευρώ. Παρότι το μέτρο αυτό σηματοδοτεί μιαν αυστηρότερη στάση απέναντι στο φαινόμενο του σφετερισμού, εγείρεται ένα κρίσιμο ερώτημα: ποιοι θα είναι τελικά οι οικονομικά ωφελούμενοι από την εφαρμογή αυτής της νομοθεσίας; Οι εκτοπισμένοι ιδιοκτήτες, που εδώ και 50 χρόνια στερούνται τις περιουσίες τους και την οικονομική απώλεια χρήσης, ή το κράτος, που θα εισπράττει τις χρηματικές ποινές και τα σχετικά πρόστιμα;
Το νομικό πλαίσιο είναι σαφές: τα χρηματικά πρόστιμα που επιβάλλονται για ποινικά αδικήματα καταλήγουν στα ταμεία του κράτους. Αυτό σημαίνει ότι, παρά την αυστηροποίηση των ποινών, τα ποσά που θα συγκεντρώνονται από τις καταδίκες για σφετερισμό περιουσιών δεν θα κατευθύνονται προς τους πραγματικούς ιδιοκτήτες αυτών των περιουσιών, αλλά στο δημόσιο ταμείο. Οι εκτοπισμένοι ιδιοκτήτες, οι οποίοι εδώ και δεκαετίες στερούνται όχι μόνο τη φυσική κατοχή των ακινήτων τους αλλά και τα οικονομικά οφέλη που θα μπορούσαν να αποκομίσουν από τη χρήση ή εκμετάλλευσή τους, δεν προβλέπεται να λάβουν άμεση οικονομική αποζημίωση μέσω αυτής της νομοθεσίας.
Αντίθετα, το κράτος θα επωφεληθεί άμεσα από την είσπραξη των προστίμων, αυξάνοντας τα έσοδά του. Η εισροή αυτών των χρημάτων στα κρατικά ταμεία θα μπορούσε θεωρητικά να χρησιμοποιηθεί για πολιτικές που να στηρίζουν τους εκτοπισμένους ή να ενισχύουν περαιτέρω τη διεκδίκηση των περιουσιών τους, ωστόσο δεν υπάρχει σαφής πρόβλεψη για κάτι τέτοιο. Έτσι, οι εκτοπισμένοι ιδιοκτήτες παραμένουν εγκλωβισμένοι σε ένα καθεστώς νομικής και οικονομικής αβεβαιότητας, χωρίς εγγύηση ότι θα λάβουν ποτέ έμπρακτη αποζημίωση για τις απώλειες που έχουν υποστεί. Η μοναδική έμμεση οικονομική ωφέλεια για τους εκτοπισμένους ιδιοκτήτες θα μπορούσε να προέλθει από τη νομική ενίσχυση των διεκδικήσεών τους. Αν η αυξημένη ποινή φυλάκισης και τα υψηλότερα πρόστιμα δημιουργήσουν ένα αποτρεπτικό πλαίσιο, ίσως οι παράνομοι χρήστες των περιουσιών αυτών να αναγκαστούν να επιστρέψουν τις ιδιοκτησίες στους νόμιμους κατόχους ή να διαπραγματευτούν οικονομικούς διακανονισμούς υπό τον φόβο των ποινικών συνεπειών. Αυτό, ωστόσο, δεν είναι εγγυημένο και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές εξελίξεις και την πορεία του κυπριακού ζητήματος.
Επιπλέον, ενώ η αυστηροποίηση των ποινών μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά για νέες περιπτώσεις σφετερισμού, δεν εγγυάται την επιστροφή των ήδη καταπατημένων περιουσιών, ούτε την οικονομική αποκατάσταση των ιδιοκτητών τους. Οι δικαστικές αποφάσεις των κυπριακών δικαστηρίων δεν μπορούν να εκτελεστούν στις κατεχόμενες περιοχές, ενώ η απονομή δικαιοσύνης μέσω διεθνών οδών παραμένει χρονοβόρα και αβέβαιη. Σε πολλές περιπτώσεις, οι παράνομοι κάτοχοι αυτών των περιουσιών είναι ξένοι αγοραστές που έχουν αγοράσει ακίνητα στα κατεχόμενα, χωρίς να γνωρίζουν ή χωρίς να ενδιαφέρονται για τη νομική διάσταση της ιδιοκτησίας τους.
Στην πράξη, η νέα νομοθεσία φαίνεται να προσφέρει περισσότερα οικονομικά οφέλη στο κράτος παρά στους εκτοπισμένους ιδιοκτήτες. Παρότι ενισχύει τη νομική προστασία της ελληνοκυπριακής περιουσίας, δεν συνοδεύεται από κάποιον μηχανισμό άμεσης οικονομικής αποζημίωσης ή αποκατάστασης για όσους στερούνται τις περιουσίες τους εδώ και πέντε δεκαετίες. Για να καταστεί πραγματικά αποτελεσματική, η Πολιτεία θα πρέπει να συνοδεύσει το μέτρο αυτό με συμπληρωματικές πολιτικές που να διασφαλίζουν ότι τα χρήματα από τα πρόστιμα θα διοχετεύονται και θα επαυξάνονται από άλλους κρατικούς πόρους (π.χ. από την εκμίσθωση εγκαταλελειμμένων τουρκοκυπριακών περιουσιών ή χαλίτικης γης και υποστατικών, προς όφελος των εκτοπισμένων ιδιοκτητών είτε μέσω ενός ειδικού ταμείου αποζημιώσεων είτε μέσω χρηματοδότησης δικαστικών αγώνων για τη διεκδίκηση των περιουσιών.
Συμπερασματικά, η νέα νομοθεσία, παρότι αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς την καταπολέμηση του σφετερισμού και την αναγνώριση των δικαιωμάτων των εκτοπισμένων ιδιοκτητών, στην παρούσα της μορφή δεν διασφαλίζει ότι οι τελευταίοι θα λάβουν την οικονομική αποκατάσταση που δικαιούνται. Αντίθετα, το κράτος φαίνεται να είναι ο βασικός οικονομικός ωφελούμενος, εισπράττοντας τα πρόστιμα που επιβάλλονται στους παραβάτες, χωρίς να υπάρχει μηχανισμός που να μεταφέρει αυτά τα χρήματα προς τους εκτοπισμένους. Εάν η κυπριακή Κυβέρνηση θέλει πραγματικά να αποκαταστήσει την αδικία που υφίστανται οι νόμιμοι ιδιοκτήτες εδώ και 50 χρόνια, θα πρέπει να προχωρήσει σε επιπλέον νομοθετικές και οικονομικές ρυθμίσεις, που να διασφαλίζουν ότι οι αποζημιώσεις θα καταλήξουν σε αυτούς που πραγματικά τις δικαιούνται.
*Πανεπιστημιακός Καθηγητής-Ανθρωπολόγος, πρώην Πρύτανης, και πρώην Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ιδρυμάτων Ανώτερης Εκπαίδευσης (EURASHE).