Αναλύσεις

“Δύο γαρ ήκειν έφη θεούς κομίζων, Πειθώ και Βίαν” (Θεμιστοκλής)

Οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Η επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό πραγματοποιείται αυτή τη φορά σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο και κλίμα. Η πλευρά μας εισέρχεται στον διάλογο με ισχυρότερες θέσεις, αξιοποιώντας τις εξελίξεις στον ενεργειακό τομέα και τις στρατηγικές συμμαχίες που έχει οικοδομήσει με την Ελλάδα, το Ισραήλ, την Αίγυπτο και ακόμη με τον Λίβανο. Αυτές οι συνεργασίες δημιουργούν ένα στέρεο υπόβαθρο, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να διεκδικήσουμε μια δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική λύση, απαλλαγμένη από τις εγγυήσεις και την κηδεμονία της Τουρκίας.

Το κλειδί βρίσκεται στην πλήρη αξιοποίηση των νέων δεδομένων. Ήρθε η ώρα να απαλλαγούμε από τη χρόνια ηττοπάθεια που οδήγησε σε επανειλημμένες υποχωρήσεις απέναντι στις απαιτήσεις της Άγκυρας. Η Τουρκία πλέον δεν μπορεί να επιβάλλει μονομερώς τη βούλησή της ούτε να απαιτεί συμμόρφωση, δεδομένου ότι ο γεωπολιτικός χάρτης στην Ανατολική Μεσόγειο έχει μεταβληθεί και οι ισορροπίες δυνάμεων έχουν αλλάξει.

Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε μετατραπεί σε υπερδύναμη ή ότι μπορούμε να επιβάλουμε τις θέσεις μας αδιάλλακτα. Αντίθετα, σημαίνει ότι διαθέτουμε τα ερείσματα για να αποκρούσουμε απαράδεκτες προτάσεις, να απορρίψουμε αντεθνικές και επιζήμιες ρυθμίσεις και να παραμείνουμε αμετακίνητοι στη διεκδίκηση μιας λύσης που θα διασφαλίζει την ειρήνη, τη σταθερότητα και το μέλλον του κυπριακού λαού στο νησί μας.

Η Τουρκία δεν αποτελεί πλέον τον απόλυτο κυρίαρχο της περιοχής. Οι πολιτικές και οικονομικές μας συμμαχίες με κράτη και διεθνείς επιχειρηματικούς κολοσσούς ενισχύουν τη διαπραγματευτική μας θέση, επιτρέποντάς μας να προσεγγίζουμε τις συνομιλίες ως ισότιμοι συνομιλητές και όχι σε μειονεκτική θέση.

Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης και η διαπραγματευτική ομάδα οφείλουν να σταθμίσουν σωστά τα δεδομένα και να προσαρμόσουν ανάλογα τη στρατηγική τους. Καλούμε τον Πρόεδρο να αγνοήσει τις πιέσεις και τις παραινέσεις από πολιτικές δυνάμεις που φαίνεται να προσανατολίζονται σε μια λύση ασύμβατη με τη βούληση του κυπριακού λαού, όπως αυτή διατυπώθηκε ξεκάθαρα στο δημοψήφισμα του 2004.

Μια λύση που θα μοιάζει με το Σχέδιο Ανάν είναι εκ προοιμίου καταδικασμένη να απορριφθεί ξανά. Θέλουμε λύση. Θέλουμε να τερματιστεί η αβεβαιότητα, αλλά απαιτούμε μια δίκαιη και βιώσιμη διευθέτηση, σύμφωνη με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και τις αρχές του διεθνούς δικαίου που διέπουν όλα τα σύγχρονα και δημοκρατικά κράτη.

Παράλληλα, η χρονική συγκυρία των συνομιλιών δεν είναι ιδανική. Είναι η πρώτη φορά που προσεγγίζουμε τέτοιες συνομιλίες, με τη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών να αμφιταλαντεύεται για την πιθανή έκβαση. Παγκοσμίως, οι εντάσεις βρίσκονται στο υψηλότερο σημείο μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ οι ισορροπίες και οι συμμαχίες αμφισβητούνται και σείονται. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και το μέλλον των σχέσεών της με τις Ηνωμένες Πολιτείες τίθενται υπό αμφισβήτηση, τόσο από οικονομικής όσο και από γεωπολιτικής άποψης, με την Ουκρανία να αποτελεί μόνο την κορυφή ενός πολύ μεγαλύτερου παγκόσμιου παγόβουνου.

Το ΝΑΤΟ επίσης αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις, με τον Τραμπ να χαράζει μια γεωπολιτική στρατηγική που έχει αφήσει τους συμμάχους του αδύναμους, ενώ αμφισβητείται και η δέσμευση των χωρών στον θεσμό και στη συνέχιση του Οργανισμού. Οι ΗΠΑ, μη προσυπογράφοντας το έγγραφο των G7 και των Ηνωμένων Εθνών για την επέτειο της Ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία, τραβούν το χαλί κάτω από τα πόδια των ΗΕ, γεγονός που υποδεικνύει ότι ο οργανισμός έχει χάσει το ειδικό βάρος και την αποτελεσματικότητά του.

Ίσως για ακόμα μία φορά οι Αμερικανοί να επικαλούνται το δόγμα του Θεμιστοκλή, που ορίζει “Δύο γαρ ήκειν έφη θεούς κομίζων, Πειθώ και Βίαν” – κάτι που διαθέτουν σε επάρκεια. Αυτό το ζήτημα πρέπει να προβληματίσει σοβαρά την πλευρά μας, η οποία εισέρχεται στις συνομιλίες χωρίς ουσιαστικές στρατιωτικές και αμυντικές αναβαθμίσεις ή επαρκείς συμμαχίες, γεγονός που εν μέρει θα υπονομεύσει την αυθαιρεσία της Τουρκικής πλευράς.

Το γεωπολιτικό περιβάλλον επιβάλλει τώρα περισσότερο από ποτέ την άμεση και ουσιαστική στρατιωτική ενίσχυση της Κύπρου – μέσω της αναβίωσης του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου με τη Μητέρα Πατρίδα – και επιτακτικά την προσθήκη του Ισραήλ (χωρίς να αποκλείουμε την Αίγυπτο). Θα ήταν αδόκιμο και περιττό να απαριθμήσουμε όλα τα πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από μια τέτοια συμμαχία.

Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα και με τις ταχύτατες μεταβολές στις παγκόσμιες ισορροπίες, πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί και επιφυλακτικοί κατά την προσέλευση στις συνομιλίες. Ίσως για πρώτη φορά δεν πρέπει να βιαστούμε για λύση, παρά τα δεδομένα που, παρότι θετικότερα από ό,τι στο παρελθόν, μας τοποθετούν σε μια πιο ευνοϊκή θέση. Ωστόσο, όλα αυτά καθιστούν το Κυπριακό μια μικρή προτεραιότητα για τις ΗΠΑ, οι οποίες έχουν να αντιμετωπίσουν σειρά άλλων επειγόντων θεμάτων. Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να ξεχνάμε τη γεωγραφική μας θέση και τις στρατηγικές συνέπειες που αυτή συνεπάγεται.

Για το Ισραήλ, είναι ύψιστη στρατηγική προτεραιότητα να μην επιτρέψει την τουρκική κατοχή του νησιού. Η γεωγραφία της Ελληνικής και Χριστιανικής Κύπρου εξασφαλίζει διαχρονικά το στρατηγικό βάθος του Ισραήλ, ενώ τυχόν ισλαμοποίηση ή τουρκοποίηση του νησιού θα αποτελούσε άμεση απειλή. Αυτό από μόνο του δίνει στους νοήμονες μια διάσταση ελπίδας που πρέπει να εκμεταλλευόμαστε κατά καιρούς.

Όλα τα παραπάνω –και το γεγονός ότι διαχρονικά η Κυπριακή Δημοκρατία έχει ήδη υποχωρήσει επώδυνα, παρά την ύπαρξη ορισμένων που εξακολουθούν να προτείνουν περαιτέρω παραχωρήσεις– πρέπει να συνυπολογιστούν. Για να επιτευχθεί μια δίκαιη λύση, η Τουρκία πρέπει να κάνει τα απαραίτητα βήματα, ενώ οι διεθνείς μεσολαβητές οφείλουν να στραφούν προς την Άγκυρα και όχι προς εμάς. Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης οφείλει να απομονώσει αυτές τις παραινέσεις και να χαράξει πορεία σύμφωνη με τις επιδιώξεις και τα δίκαια αιτήματα της πλειοψηφίας του κυπριακού λαού.

Υ.Γ.: Οι δυτικοί με το πρόσχημα της παραβίασης της εδαφικής κυριαρχίας της Ουκρανίας από τη Ρωσία επιδιώκουν λυσσωδώς να την τιμωρήσουν. Είναι ίδιες χώρες που παρακολουθούν απαθώς πριν πενήντα τόσα χρόνια την Τουρκία να κατέχει μεγάλο μέρος των κυπριακών εδαφών και να στερεί τα ανθρώπινα δικαιώματα του συνόλου του κυπριακού λαού, ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων. Είναι οι ίδιες χώρες που με την πολιτική τους διέλυσαν τη Γιουγκοσλαβία. Και επίσης οι ίδιες χώρες που επέβαλαν με τη δύναμη των όπλων την απόσχιση του Κοσσόβου από τη Σερβία. Τώρα κόπτονται γιατί ένα κομμάτι της Ουκρανίας, που κατοικείται κατά πλειοψηφία από Ρώσους και που μέχρι το 1954 ανήκε στη χώρα αυτή επιλέγει, με τη βοήθεια έστω της Ρωσίας, να αποσχιστεί. Εδώ είναι που εξανίσταται ο κάθε αντικειμενικός παρατηρητής. Για την υποκρισία των δυτικών. Για τα δύο μέτρα και δύο σταθμά που χρησιμοποιούν στην πολιτική τους. Αν ήθελαν να είναι πιστευτοί και να πείσουν ότι έχουν αρχές και συνέπεια, έπρεπε αυτό που επέβαλαν στη Ρωσία να το είχαν επιβάλει χρόνια πριν στην Τουρκία κάτι που δεν έπραξαν, όπως δεν το έπραξαν και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις.