Έναν 100χρονο διάταγμα, «οι δύο κοινότητες» και τρεις πυλώνες του Ισλαμισμού
Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις βρετανικών μεταρρυθμίσεων του 1925.

Έχουν περάσει 100 χρόνια από μια καθοριστική εξέλιξη που εξυπηρέτησε τον Ισλαμισμό και απέκλεισε τη δημοκρατία στη Νήσο Κύπρο, εκεί όπου σήμερα βρίσκονται τα εύθραυστα νοτιοανατολικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραπλεύρως των αναπτυσσόμενων δυνάμεων του Ισλαμισμού στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε αυτό το άρθρο, εξηγώ γιατί. Επίσης, αναλύω τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της εξέλιξης.
«Πιστοί» και «άπιστοι»
Η δημοκρατία γεννήθηκε στην αρχαία Ελλάδα, όπου χτίστηκε επάνω στην έννοια του δήμου, δηλαδή του λαού. Στη σύγχρονη εποχή, η δημοκρατία βασίζεται στην ενοποιητική ιδέα ότι σε κάθε δημοκρατικό κυρίαρχο κράτος η κυριαρχία ανήκει στον λαό, που αποτελείται από πολίτες κάθε εθνικής, θρησκευτικής ή άλλης καταγωγής. Αυτή η ιδέα συμπληρώνεται από το κράτος δικαίου, την ελευθερία υπό τον νόμο, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την ισονομία και τις υπόλοιπες δημοκρατικές αξίες προς όφελος των πολιτών.
Σε αντίθεση, ο Ισλαμισμός θεωρεί τον Αλλάχ ως κάτοχο της κυριαρχίας. Από αυτήν τη δογματική βάση, Ισλαμιστές στοχεύουν την εργαλειοποίηση του Ισλάμ στην πολιτική, πιστεύουν ότι μουσουλμάνοι στη μουσουλμανική θρησκευτική κοινότητα διαχωρίζονται από τους μη μουσουλμάνους και επιμένουν ότι μουσουλμάνοι πρέπει να έχουν το πάνω χέρι.
Παλιά, αυτές οι ισλαμιστικές πεποιθήσεις εκφράζονταν από τον Οθωμανισμό, το τουρκικό αποικιοκρατικό δόγμα που συνδύαζε το Ισλάμ με τον Ισλαμισμό. Σήμερα, εκφράζονται από κείμενα όπως τα συντάγματα της Ισλαμικής Δημοκρατίας (Republic) του Ιράν και της Ισλαμικής Δημοκρατίας (Republic) του Πακιστάν.
Εκφράζονται επίσης από τα βιβλία Ισλαμιστών όπως Τα Ορόσημα (Milestones) του Αιγύπτιου συγγραφέα Sayyid Qutb και Ο Κόσμος είναι Χωρισμένος σε Δύο Πεδία: Ο Οίκος των Γκιαβούρηδων [δηλ. Άπιστων] και ο Οίκος του Ισλάμ (The World is Divided into Two Camps: Daar ul-Kufr and Daar ul-Islaam) του Σύρου συγγραφέα Omar Bakri Muhammad.
H αυστηρή διάκριση των μουσουλμάνων από τους μη μουσουλμάνους πηγάζει από το Κοράνι που, ξανά και ξανά, διακρίνει τους «πιστούς» από τους «άπιστους». Επειδή Ισλαμιστές θεωρούν το Κοράνι ως θεόπνευστο, ως πηγή του ισλαμικού δικαίου και ως αφορμή για την υπεροχή των «πιστών», δικαιολογούν τον διαχωρισμό και την ανισότητα που είναι εγγενής σε αυτήν τη διάκριση που, γι’ αυτούς, καθορίζει τα πάντα.
Άρα, ο Ισλαμισμός είναι αντίθετος με τη δημοκρατία και με τις δημοκρατικές αξίες.
«Μωαμεθανοί» και «Μη Μωαμεθανοί»
Παρά το γεγονός ότι ο Ισλαμισμός συγκρούεται με τη δημοκρατία, τι έκανε ο μη εκλεγόμενος Γεώργιος Ε' στην Αυλή (Court) των Ανακτόρων του Μπάκιγχαμ την 6η Φεβρουαρίου 1925; Με τη φρασεολογία της τότε εποχής, ο Βρετανός Βασιλιάς αναγνώρισε την αυστηρή διάκριση των «Μωαμεθανών» από τους «μη Μωαμεθανούς». Ακριβώς αυτό έκανε όταν εκείνη τη μέρα ενέκρινε την έκδοση του Διατάγματος για τη σύσταση Νομοθετικού Συμβουλίου στην Αποικία της Κύπρου (the Cyprus (Legislative Council) Order in Council, 1925).
Το Διάταγμα ήταν ένα από διάφορα νομικά κείμενα που εκδόθηκαν από τον Βασιλιά, υπό την καθοδήγηση της βρετανικής Κυβέρνησης. Ανάμεσα στα υπόλοιπα ήταν αυτά της 10ης Μαρτίου 1925 που μετονόμασαν τη νήσο Κύπρο ως Αποικία της Βρετανίας και συνέστησαν το αξίωμα του μη εκλεγομένου Κυβερνήτη και Αρχιστράτηγου στη Λευκωσία.
Προβλέποντας τη συμμετοχή «δεκαπέντε εκλεγμένων Μελών» στο Νομοθετικό Συμβούλιο στη Λευκωσία, το άρθρο 5 του Διατάγματος όρισε ότι τρία έπρεπε να είναι «Μωαμεθανοί Μέλη» (‘Mohammedan Members’) εκλεγόμενοι από «Μωαμεθανικά πρόσωπα» (‘Mohammedan persons’) και δώδεκα έπρεπε να είναι «μη Μωαμεθανοί Μέλη» (‘non-Mohammedan Members’) εκλεγόμενοι από «μη Μωαμεθανικά πρόσωπα» (‘non-Mohammedan persons’).
Εξ ου και οι πρόνοιες σχετικών κειμένων που συνδέονται με το Διάταγμα της 6ης Φεβρουαρίου 1925. Παράδειγμα είναι η ρήτρα 4 της Διακήρυξης της βρετανικής Διοίκησης στη Λευκωσία της 1ης Σεπτεμβρίου 1925: «Οι αιτήσεις για εγγραφή από υποψήφιους για μη μωαμεθανικές έδρες θα υποβληθούν μόνο από μη Μωαμεθανούς εκλέκτορες και οι αιτήσεις για εγγραφή από υποψήφιους για μωαμεθανικές έδρες θα υποβληθούν μόνο από Μωαμεθανούς εκλέκτορες».
(Τα προαναφερόμενα κείμενα βρίσκονται στις σελίδες 249-261, 227-232 και 417-421 του Cyprus Gazette 1925 στο www.cyprusdigitallibrary.org.cy/items/show/51)
Η οργανωτική Αρχή (organising principle) του Διατάγματος της 6ης Φεβρουαρίου 1925 ήταν ο αυστηρός διαχωρισμός (segregation) των «Μωαμεθανών» υποκείμενων του Γεώργιου Ε' (στη μειονότητα) και των «μη Μωαμεθανών» υποκείμενων (στην πλειοψηφία). Επομένως, το Διάταγμα απέτρεψε τη δημοκρατία στη Νήσο Κύπρο, καθώς αντανακλούσε το διχαστικό σκεπτικό του Ισλαμισμού και Οθωμανισμού, οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος.
Εκείνη την εποχή, αν και μερικές φορές προσάρμοζαν τη φρασεολογία, οι βρετανικές αποικιακές Αρχές ενίσχυαν τον διαχωρισμό σε άλλους τομείς όπως την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και την ετήσια «Εκτίμηση του Πληθυσμού της Κύπρου». Σύμφωνα με την «Εκτίμηση» για το 1925, ο πληθυσμός χωριζόταν σε «Μωαμεθανούς» (‘Mohammedans’) που υπολογίζονταν σε 64.746 (19,58% του πληθυσμού) και «Μη Μωαμεθανούς» (‘non-Mohammedans’), που υπολογίζονταν σε 265.855 (80,42% του πληθυσμού). (Πηγή: The Cyprus Blue Book, 1925 (Government Printing Office, 1926), 166, www.cyprusdigitallibrary.org.cy/items/show/170)

Πάνω κάτω, αυτή η διχαστική φρασεολογία ήταν η ίδια με αυτήν που υιοθετήθηκε από τους Βρετανούς στις 12 Ιουλίου 1878, όταν ανέλαβαν τη διοίκηση της Νήσου Κύπρου με τη συγκατάθεση του Σουλτάνου και Χαλίφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παράδειγμα είναι η Διακήρυξη της 17ης Μαρτίου 1883 του Βρετανού Υπάτου Αρμοστή στη Λευκωσία, Robert Biddulph. Στο πλαίσιο του Νομοθετικού Συμβούλιου στη Λευκωσία, αυτή επέβαλε τον διαχωρισμό των «μη Μαχομετανών ψηφοφόρων» (‘non-Mahometan electors’) και «Μαχομετανών ψηφοφόρων» (‘Mahometan electors’) σε σχέση με τις «μη Μαχομετανές έδρες» και «Μαχομετανές έδρες» (Πηγή: Cyprus Gazette, 31 Μαρτίου 1883, 291-293, www.cyprusdigitallibrary.org.cy/items/show/9).
Νομιμοποιημένη πατριαρχία
Θεσπίζοντας τον Νόμο του 1918 για την Εκπροσώπηση του Λαού (Representation of the People Act, 1918), το βρετανικό Κοινοβούλιο δέχθηκε την αρχή ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο οι γυναίκες είχαν δικαίωμα ψήφου υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Σε αντίθεση, το Διάταγμα της 6ης Φεβρουαρίου 1925 απέφυγε να παραχωρήσει το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες της Νήσου Κύπρου. Σύμφωνα με το άρθρο 10 του Διατάγματος, αυτός που είχε τα προσόντα να ψηφίσει ήταν «κάθε άνδρας» που πληρούσε ορισμένα κριτήρια. Ουσιαστικά, αυτό διατήρησε τη νομιμοποιημένη αλλά διακριτική πατριαρχία.
Τρεις πυλώνες του Ισλαμισμού
Το Διάταγμα της 6ης Φεβρουαρίου 1925 αντικατόπτριζε τρεις πυλώνες του Ισλαμισμού.
Ο πρώτος πυλώνας είναι ο διαχωρισμός μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων, κάτι που απαιτεί την κατηγοριοποίηση του κάθε ατόμου από το κράτος, ανάλογα με το αν προσκολλιέται στο Ισλάμ. Το αποτέλεσμα είναι ο διαχωρισμός.
Ο δεύτερος πυλώνας είναι η συμμετοχή του κάθε μουσουλμάνου στη μουσουλμανική θρησκευτική κοινότητα, η οποία πρέπει να εργαλειοποιηθεί στην πολιτική. Το αποτέλεσμα είναι ο κοινοτισμός.
Ο τρίτος πυλώνας είναι ο διαχωρισμός αρσενικών και θηλυκών μαζί με την προσχώρηση περισσότερων δικαιωμάτων σε αρσενικούς σε ορισμένες περιπτώσεις. Το αποτέλεσμα είναι η πατριαρχία.
Αυτοί οι πυλώνες διεισδύουν σε διάφορες μορφές του Ισλαμισμού, συμπεριλαμβανομένων των ακραίων μορφών.
Σύμφωνα με Ενημερωτικό Εγχειρίδιο που «επικεντρώνεται ειδικά στον σαλαφιστικό τζιχαντισμό» και δημοσιεύτηκε στα Ελληνικά από κέντρο γνώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «οι σαλαφιστές δεν επιδιώκουν μόνο τον διαχωρισμό μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων αλλά και τον αυστηρό διαχωρισμό ανδρών και γυναικών σε διαφορετικές σφαίρες». Επιπλέον, σαλαφιστές προωθούν διάφορα «αφηγήματα», ένα από τα οποία «προβάλλει μια αίσθηση συμμετοχής στην κοινότητα των πιστών».
[Πηγή: Magnus Ranstorp, Islamist Extremism (Βρυξέλλες: Δίκτυο Ευαισθητοποίησης για τη Ριζοσπαστικοποίηση (ΡΑΝ), 2019), 4, 7 & 12, https://home-affairs.ec.europa.eu/system/files/2020-10/ran_factbook_islamist_extremism_december_2019_el.pdf]
Η χρυσή ευκαιρία που χάθηκε το 1925
Με τον φακό του 2025, είναι ολοφάνερο ότι το 1925 οι βρετανικές αποικιακές Αρχές σπατάλησαν μια χρυσή ευκαιρία να επιτύχουν την απο-Οθωμανοποίηση και τον εκδημοκρατισμό της Νήσου Κύπρου. Τη σπατάλησαν εν γνώσει του νομικού πλαισίου που ήταν εναντίον του Οθωμανισμού και υπέρ της δημοκρατίας.
Από τη μία, στα έντεκα χρόνια πριν από το 1925, η βρετανοτουρκική Σύμβαση Αμυντικής Συμμαχίας της 4ης Ιουνίου 1878 είχε ακυρωθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο τη στιγμή της κήρυξης πολέμου κατά της Τουρκίας στις 5 Νοεμβρίου 1914 · η Νήσος Κύπρος μετατράπηκε σε βρετανική αποικία υπό βρετανική κυριαρχία ως αποτέλεσμα της προσάρτησης της ίδιας ημέρας · και, μέσω του άρθρου 20 της Συνθήκης που υπογράφηκε στη Λωζάννη την 24η Ιουλίου 1923, η Τουρκία είχε δηλώσει «ότι αναγνωρίζει την προσάρτησιν της Κύπρου ανακηρυχθείσαν υπό της Βρετανικής Κυβερνήσεως την 5ην Νοεμβρίου 1914» (Δείτε στο www.hellenicparliament.gr/onlinePublishing/DOD/011-057.pdf).
Από την άλλη, η καταλυμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία εξελίχτηκε σε τουρκικό ρεπουμπλικανικό κυρίαρχο κράτος στις 29 Οκτωβρίου 1923 και η επιφανειακή κεμαλική «εκκοσμίκευση» της Τουρκίας ξεκίνησε με την κατάργηση του Χαλιφάτου στις 3 Μαρτίου 1924.

Οι ευθύνες του Πρωθυπουργού Baldwin
Ποιος ήταν ο Βρετανός με τελική πολιτική ευθύνη για τη διαιώνιση του Οθωμανισμού στη Νήσο Κύπρο μέσω του Διατάγματος της 6ης Φεβρουαρίου 1925; Ήταν ο Πρωθυπουργός, Stanley Baldwin, ο κορυφαίος Συντηρητικός πολιτικός του Μεσοπολέμου, που διετέλεσε τρεις θητείες στο 10 Downing Street (1923-24, 1924-29 και 1935-37).
Ο Baldwin, ο οποίος διάβαζε αρχαία Ελληνικά, περιστασιακά επαινούσε τους αρχαίους Έλληνες πρωτοπόρους και υπέρμαχους του Δυτικού πολιτισμού. Εντούτοις, το 1925 υπέσκαψε τον Δυτικό πολιτισμό και κατεύνασε τον Ισλαμισμό. Αυτή η ελάχιστα γνωστή άσκηση κατευνασμού προμήνυε πιο γνωστή άσκηση της ίδιας πολιτικής από τον ίδιο πολιτικό.
Κατά τη διάρκεια της τρίτης θητείας του ως Πρωθυπουργού, από τις 7 Ιουνίου 1935 έως τις 28 Μαΐου 1937, ο Baldwin κατεύναζε τον Εθνικοσοσιαλισμό της δικτατορίας του Χίτλερ στη Γερμανία. Μέσω διαχωριστικών Νόμων όπως αυτοί της Νυρεμβέργης της 15ης Σεπτεμβρίου 1935, ενώπιον των οποίων ο Baldwin ουσιαστικά έκανε τα στραβά μάτια, οι Εθνικοσοσιαλιστές κατηγοριοποιούσαν τον κάθε πολίτη της Γερμανίας ως «Άριο» ή «μη Άριο», μια κατηγοριοποίηση που οδήγησε στην «Τελική Λύση», δηλαδή τη γενοκτονία των Εβραίων. Αυτή ήταν προσαρμογή της μεθοδολογίας των Οθωμανών. Αυτοί κατηγοριοποιούσαν το κάθε υποκείμενο του Σουλτάνου ανάλογα με το αν προσκολλιόταν στο Ισλάμ, κάτι που οδήγησε στη γενοκτονία των χριστιανών.
«Θα ήταν πολύ καλύτερο αν ο Baldwin δεν είχε ζήσει ποτέ». Σύμφωνα με τον επίσημο βιογράφο του Winston Churchill, Martin Gilbert (στο βιβλίο In Search of Churchill), ο Churchill εξέφρασε αυτήν την καυστική άποψη, «χωρίς κακή πρόθεση», όταν ο Baldwin πλησίαζε τα 80ά γενέθλιά του το καλοκαίρι του 1947. Ίσως είχε δίκαιο.
«Τουρκοκύπριοι» και «Ελληνοκύπριοι»
Με το πέρασμα του χρόνου, η βρετανική κυβέρνηση αύξησε την εργαλειοποίηση της μουσουλμανικής μειονότητας στην Αποικία της Κύπρου. Στην πορεία, προσάρμοσε τη φρασεολογία του διαχωρισμού και εξουδετέρωσε την καθιερωμένη αρχή της πλειοψηφικής δημοκρατίας μαζί με την αναδυόμενη αρχή της αυτοδιάθεσης.
Παρακάτω, τεκμηριώνω αυτό το επιχείρημα, αναπαράγοντας αποσπάσματα από τα επίσημα πρακτικά της βρετανικής Βουλής των Κοινοτήτων από το 1954 έως το 1960.
Την 28η Ιουλίου 1954, ο Υφυπουργός για Αποικιακές Υποθέσεις, Henry Hopkinson, αναγνώρισε την ύπαρξη «του λαού της Κύπρου» (‘the people of Cyprus’) αλλά στη συνέχεια μίλησε για «τα ελληνόφωνα και τουρκόφωνα τμήματα του πληθυσμού».
Την 6η Απρίλιου 1955, όταν ο Υπουργός Αποικιών, Αlan Lennox-Boyd, τοποθέτησε γραπτή δήλωση για τις «πράξεις βίας» στην Αποικία της Κύπρου πέντε μέρες νωρίτερα (όταν ξεκίνησε ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ), έγραψε για «την τουρκική κοινότητα» και «την ελληνική κοινότητα».
Τη 19η Δεκέμβριου 1956, ο προαναφερόμενος Lennox-Boyd αναγνώρισε την ύπαρξη «του λαού της Κύπρου» αλλά υποσχέθηκε ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, «θα είναι σκοπός» της βρετανικής Κυβέρνησης «να διασφαλίσει ότι οποιαδήποτε άσκηση της αυτοδιάθεσης θα εφαρμοστεί με τέτοιο τρόπο που η τουρκοκυπριακή κοινότητα όχι λιγότερο από την ελληνοκυπριακή κοινότητα, στην ειδική περίπτωση της Κύπρου, θα έχει την ελευθερία να αποφασίσει από μόνη της το μελλοντικό της στάτους». Πρόβλεψε, λοιπόν, «τη διχοτόμηση μεταξύ των πιθανών επιλογών».
Τη 19η Ιουνίου 1958, όταν παρουσίασε το προτεινόμενο ‘Adventure in Partnership’ γνωστό ως «Σχέδιο Macmillan», ο Πρωθυπουργός, Harold Macmillan, μίλησε για «τις δύο κοινότητες» (‘the two communities’) τέσσερεις φορές.
Τη 19η Φεβρουαρίου 1959, λίγα λεπτά μετά τη σύναψη της Συμφωνίας του Λονδίνου, ο Πρωθυπουργός Macmillan αναφέρθηκε στον «λαό της Κύπρου» καθώς και στις «ελληνοκυπριακές και τουρκοκυπριακές κοινότητες».
Τη 14η Ιουλίου 1960, ο διάδοχος του Lennox-Boyd ως Υπουργός Αποικιών, Iain Macleod, εντόπισε «τη μικρότερη θρησκευτική ομάδα – τους Αρμένιους, Λατίνους και Μαρωνίτες», αλλά χωρίς να προσθέσει το επίθετο «Κύπριους». Μίλησε, όμως, για «τους ηγέτες των δύο κυπριακών κοινοτήτων». Λίγα λεπτά αργότερα, ο Υφυπουργός Αποικιακών Υποθέσεων, Julian Amery, παραδέχθηκε ότι «βάση της Συμφωνίας της Ζυρίχης είναι πως υπάρχουν μόνο δύο κοινότητες στην Κύπρο». Με αυτή τη λογική, μίλησε για «Ελληνοκύπριους» και «Τουρκοκύπριους».
(Πηγή: Hansard, https://api.parliament.uk/historic-hansard/commons/1954/jul/28/cyprus-constitutional-arrangements, https://api.parliament.uk/historic-hansard/written-answers/1955/apr/06/cyprus-incidents-1#S5CV0539P0_19550406_CWA_48, https://api.parliament.uk/historic-hansard/commons/1956/dec/19/cyprus-lord-radcliffes-proposals, https://api.parliament.uk/historic-hansard/commons/1958/jun/19/cyprus, https://api.parliament.uk/historic-hansard/commons/1959/feb/19/cyprus-agreement και https://api.parliament.uk/historic-hansard/commons/1960/jul/14/cyprus-bill)
«Οι δύο κοινότητες»
Όταν εγκαθιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία στις 16 Αυγούστου 1960, σε νεο-αποικιακές συνθήκες χωρίς δημοψήφισμα, ο όρος «δύο κοινότητες» ενσωματώθηκε στο Σύνταγμα, για παράδειγμα, μέσω των Άρθρων 6, 125.1 και 137.1. Η εξήγηση βρίσκεται στο Άρθρο 2, σύμφωνα με το οποίο κάθε πολίτης μαντρώνεται στην «ελληνικήν κοινότητα» που περιλαμβάνει άτομα που «ανήκουσιν εις την Ελληνικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν» ή στην «τουρκικήν κοινότητα» που περιλαμβάνει πολίτες που «είναι μωαμεθανοί».
Κατά συνέπεια, ενώ «η τουρκική κοινότητα» συνδέεται ρητά με «μωαμεθανούς» αλλά σιωπηρά με το Ισλάμ, η «ελληνική κοινότητα» συνδέεται ρητά με «την Ελληνικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν» αλλά σιωπηρά με «μη μωαμεθανούς». Επί της ουσίας, «οι δύο κοινότητες» αποτελούν νεο-Οθωμανικές θρησκευτικές «κοινότητες» βάσει της Κορανικής διάκρισης μεταξύ «πιστών» και «άπιστων».
Επειδή το Σύνταγμα δεν αναγνωρίζει τίποτα άλλο εκτός από «δύο κοινότητες», περιλαμβάνει διατάξεις που τσιμεντώνουν τον «δικοινοτικό» διαχωρισμό και την επακόλουθη διάκριση και ανισότητα. Παράδειγμα είναι το Άρθρο 2.7 (α): «Η ύπανδρος γυνή ανήκει εις την κοινότητα του συζύγου αυτής». Έτσι, το Σύνταγμα προωθεί την πατριαρχία σε συνδυασμό με τον διαχωρισμό και τον κοινοτισμό καθώς υποτάσσει την κάθε παντρεμένη, ανεξαρτήτως εθνικότητας ή θρησκείας, θεωρώντας την κάθε μία ως προέκταση του συζύγου της (Δείτε στο www.cylaw.org/nomoi/indexes/syntagma.html).
Υπό τέτοιες ισλαμιστικές, νεο-Οθωμανικές και αντιδημοκρατικές συνθήκες, o κάθε πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας μαντρώνεται σε μιαναπό «τις δύο κοινότητες», σαν να είναι πρόβατο ή κατσίκι που αναγκάζεται να μαντρωθεί σε ένα από δύο ξεχωριστά κοπάδια.
Η εκστρατεία του Ισλαμισμού σήμερα
Καταλήγω σε αναπόφευκτο συμπέρασμα. Το Διάταγμα της 6ης Φεβρουαρίου 1925 αποτελεί μέρος των Ισλαμιστικών, νεο-Οθωμανικών και αντιδημοκρατικών καταβολών (ι) του «δικοινοτικού» διαχωρισμού επάνω στην οποία η Κυπριακή Δημοκρατία εγκαθιδρύθηκε στις 16 Αυγούστου 1960 · (ιι) της βίαιης ντε φάκτο «διζωνικής» διχοτόμησης της Κυπριακής Δημοκρατίας που ολοκληρώθηκε στις 16 Αυγούστου 1974 · και (ιιι) της προτεινόμενης «δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας» σύμφωνα με ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ξεκινώντας με το Ψήφισμα 649 της 12ης Μαρτίου 1990.
Όλα αυτά είναι ασυμβίβαστα με την ύπαρξη ενός ενιαίου λαού σε ένα αδιαίρετο κυρίαρχο κράτος με πολίτες που είναι ενσωματωμένοι σε μία δημοκρατική κοινωνία, χωρίς διαχωρισμούς και διακρίσεις εκτός σε περιορισμένες συνθήκες, όπως στη δικαιολογημένη περίπτωση του καταδικασμένου δολοφόνου που έχει φυλακιστεί και, έτσι, έχει διαχωριστεί από την υπόλοιπη κοινωνία.
Σήμερα, οι ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των πνευματικών, διπλωματικών, στρατιωτικών και άλλων εκστρατειών των σαλαφιστών και των υπόλοιπων Ισλαμιστών στην Ανατολική Μεσόγειο. Εκεί, παρά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Ισλαμισμός έχει εξαπλωθεί εκ νέου, ειδικά αλλά όχι μόνο στα ντε φάκτο εξισλαμισμένα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας υπό τουρκική κατοχή από το 1974, στην Τουρκία από τότε που ανέλαβε την εξουσία ο Ισλαμιστής Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις 15 Μαρτίου 2003 και στη Συρία, στην οποία οι Ισλαμιστές συνεργάτες της Τουρκίας αντικατέστησαν το καθεστώς Άσαντ στις 8 Δεκεμβρίου 2024.
Δημιουργείται βασική ερώτηση, η απάντηση της οποίας έχει τη δυνατότητα να καθιερώσει το πεπρωμένο του Δυτικού πολιτισμού.
Η Κυπριακή Δημοκρατία θα επιβιώσει και, αν ναι, θα απελευθερωθεί, απο-Οθωμανοποιηθεί και εκδημοκρατιστεί, ούτως ώστε να μετατραπεί σε στερεό έδαφος που στηρίζει τη Δύση; Ή, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, θα υποκύψει εντελώς στον Ισλαμισμό σαν ντόμινο, με ανείπωτες συνέπειες για τη Δύση;
- Ακαδημαϊκός
- Οι απόψεις του συγγραφέα είναι προσωπικές.