Διεθνή

Τραμπ: Η διπλωματία της αβεβαιότητας και στο βάθος η θεωρία του «τρελού»

Αντί να πολεμούν συνεχώς μικρές μάχες με τρόπους που εξαντλούν τους πόρους των ΗΠΑ, οι χώρες θα αποφεύγουν μάχες που ξέρουν ότι θα χάσουν

Με την επιστροφή στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ, μεταξύ άλλων, δήλωσε ότι η επιτυχία του θα μετρηθεί από τους πολέμους που θα αποφύγουν οι ΗΠΑ κατά τη θητεία του. Ωστόσο, από την πρώτη κιόλας στιγμή άρχισε έναν μετωπικό πόλεμο τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Στην πρώτη περίπτωση, έκανε πράξη τις προεκλογικές του απειλές, αρχίζοντας μάχη με το λεγόμενο «βαθύ κράτος». Σε διεθνές επίπεδο, έδειξε τα δόντια σε συμμάχους και αντιπάλους, εφαρμόζοντας την τακτική της διπλωματίας της αβεβαιότητας, η οποία έχει τις ρίζες της στη θεωρία του τρελού. Αναλυτές εκτιμούν ότι η στρατηγική αυτή μπορεί να έχει κάποια βραχυπρόθεσμα οφέλη, αλλά σε καμιά περίπτωση, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα, η επιτυχία δεν είναι δεδομένη.

Εγώ είμαι το αφεντικό… στο εσωτερικό

Σε μερικές μόνο ημέρες, ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ εξαπέλυσε μιαν αστραπιαία επίθεση κατά της ίδιας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, με βασικό σύνθημα την εξάλειψη των εστιών αντίστασης σε αυτό που αποκαλεί «βαθύ κράτος», σε μια προσπάθεια να βάλει τη δική του σφραγίδα σε απομακρυσμένες «γωνιές» της γραφειοκρατίας.

Αναλυτές σημειώνουν ότι επρόκειτο για μια εκστρατεία ανήκουστου εύρους και αμείλικτης ταχύτητας, η οποία του χάρισε το «παράσημο» της πρωτοτυπίας στη σύγχρονη ιστορία της χώρας του. Με πολιτικά αλλά και προσωπικά κίνητρα, επιδίωξε να εκδικηθεί εκείνους που έκαναν έρευνα εναντίον του ή των συμμάχων τους, ενώ ταυτόχρονα δέχθηκε κατηγορίες ότι ναρκοθετεί τα θεμέλια του σύγχρονου φιλελεύθερου κράτους, επιβάλλοντας περισσότερο έλεγχο απ’ ό,τι είχε αυτός ή οποιοσδήποτε από τους προκατόχους του στο παρελθόν.

Στα μάτια του Τραμπ πρόκειται για μιαν αναγκαία εκκαθάριση των λεγόμενων «εχθρών» του από διάφορες υπηρεσίες του κράτους. Έχει αρχίσει να απαλλάσσει την κυβέρνηση από πολιτικές διαφορετικότητας, περιβάλλοντος και γενικά άλλες «προοδευτικές» προσεγγίσεις που ο ίδιος απορρίπτει. Παράλληλα έχει επιδιώξει να τιμωρήσει εκείνους που ενήργησαν εναντίον των συμφερόντων του στο παρελθόν, ενώ έχει απολύσει ανεξάρτητους γενικούς επιθεωρητές, που είχαν αναλάβει να επιβλέπουν κάθε πιθανή διαφθορά και κατάχρηση εξουσίας από την κυβέρνησή του. Η εντολή του να παγώσει προσωρινά τρισεκατομμύρια

δολάρια ομοσπονδιακών δαπανών προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και οδήγησε έναν δικαστή να τον μπλοκάρει, προς το παρόν.

Ο ίδιος παρουσιάζει αυτήν τη «σταυροφορία» ως μια θεμελιώδη επανεκκίνηση της κυβέρνησης και της πολιτικής, στην ουσία αναστρέφοντας γενιές αλλαγών για να επιστρέψει σε μια διαφορετική παρελθοντική εποχή. «Σαν έτοιμος από καιρό» και σε αντίθεση με την πρώτη του θητεία, μπήκε στον Λευκό Οίκο απόλυτα προετοιμασμένος για να χτυπήσει γρήγορα πολυάριθμα μέτωπα.

Αυτό ήταν ένα παράδοξο πλεονέκτημα της ήττας του στην προσπάθειά του για επανεκλογή το 2020. Ως ο πρώτος Πρόεδρος μετά τον Γκρόβερ Κλίβελαντ που επέστρεψε στο αξίωμα αφού ηττήθηκε, ο Τραμπ είχε το πλεονέκτημα τόσο των τεσσάρων ετών εμπειρίας στον Λευκό Οίκο όσο και των τεσσάρων ετών παύσης για να χαρτογραφήσει τα σχέδιά του για την επιστροφή. Με τη βοήθεια μιας ομάδας συμβούλων με τις ίδιες απόψεις, διαμόρφωσε ένα σαρωτικό σύνολο σχεδίων για να καταλάβει γρήγορα τα ηνία της κυβέρνησης.

Η εκστρατεία «σοκ και δέος» δεν έχει απλώς αλλάξει την προσέγγιση της κυβέρνησης σε σημαντικές πολιτικές, όπως συμβαίνει κάθε φορά που ένας πρόεδρος ενός κόμματος αναλαμβάνει από έναν πρόεδρο άλλου κόμματος. Ο Τραμπ είναι αποφασισμένος για την «αποδόμηση του βαθέος κράτους», όπως το είχε θέσει ο άλλοτε επικεφαλής στρατηγικός του σύμβουλος, Στίβεν Μπάνον, κατά την πρώτη του θητεία, ένας στόχος που βασίζεται στην πεποίθηση ότι η γραφειοκρατία είναι εγγενώς μεροληπτική κατά των συντηρητικών και των προτεραιοτήτων τους.

Η διπλωματία της αβεβαιότητας

Από την άλλη, η τακτική που άρχισε να υιοθετεί στην εξωτερική πολιτική φαίνεται ότι στηρίζεται σε μια εντελώς διαφορετική φιλοσοφία. Με άξονα «πρώτα» τις ΗΠΑ, αποφάσισε να δυσκολέψει συμμάχους και αντιπάλους, καθιστώντας τη διαδικασία λήψης αποφάσεων μιαν αβέβαιη κατάσταση.

Ειδικοί αντιπαραβάλλουν τον Κίσινγκερ με τον Τραμπ για να δείξουν τον τρόπο αντίληψης του ενοίκου του Λευκού Οίκου για το διεθνές σύστημα. Εξηγούν ότι εάν ο Χένρι Κίσινγκερ είχε μια υπερδύναμη, ήταν η βαθιά του ενσυναίσθηση για το πώς τα κράτη υπολογίζουν τα συμφέροντά τους. Ο Κίσινγκερ πίστευε ότι, πίσω από την πολιτική, την ιδεολογία και τις έννοιες της ηθικής, τα κράτη είναι στον πυρήνα τους ορθολογικοί δρώντες. Η βαθιά κατανόηση του τρόπου σκέψης των άλλων ηγετών βοήθησε στο να καταστήσει έναν δυνητικά χαοτικό κόσμο πιο προβλέψιμο.

Για τον Ντόναλντ Τραμπ, αυτού του είδους πολιτική κάνει τη χώρα του προβλέψιμη. Αν ο τρόπος συμπεριφοράς των ΗΠΑ μπορεί να υπολογιστεί εύκολα, οι χώρες μπορούν απλώς να τις εκμεταλλευτούν. Ο καθορισμός σαφών ορίων και κόκκινων γραμμών δίνει την «άδεια» σε αντιπάλους και συμμάχους να φτάσουν ακριβώς μέχρι αυτά και να τα δοκιμάσουν. Γι’ αυτό κατέληξε σε μια εναλλακτική. Αν οι ΗΠΑ δρουν με άμεση ισχύ και μερικές φορές απρόβλεπτα, οι χώρες υποχωρούν. Επειδή η χώρα του είναι πιο ισχυρή από οποιαδήποτε άλλη, ο φόβος της σύγκρουσης με τις ΗΠΑ τις ωθεί να περιορίσουν τη δική τους συμπεριφορά. Αντί να πολεμούν συνεχώς μικρές μάχες -και να συνδιαλέγονται ατελείωτα

με συμμάχους- με τρόπους που εξαντλούν τους πόρους των ΗΠΑ, οι χώρες θα αποφεύγουν μάχες που ξέρουν ότι θα χάσουν. Σε αυτό το σενάριο, οι ΗΠΑ κερδίζουν ξανά και ξανά χωρίς να χρειάζεται να πολεμήσουν.

Η κυβέρνηση Τραμπ φαίνεται να έχει ελάχιστη υπομονή με τα παραδοσιακά πρότυπα διπλωματίας, γεμάτα από προκαθορισμένη επισημότητα και κρυφά νοήματα. Επιδιώκει να επιδείξει ισχύ και να δει τους άλλους να επιδεικνύουν την υποταγή τους. Ωστόσο, οι πρώιμες επιτυχίες του Τραμπ δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα παγιωθούν και θα δημιουργήσουν μια νέα κατάσταση στο διεθνές σύστημα. Τα κράτη έχουν βαθιά αποστροφή προς την ανασφάλεια και θα προσπαθήσουν να προφυλαχθούν από τους τύπους κινδύνων που φέρει η νέα διοίκηση Τραμπ. Τουλάχιστον φαινομενικά, οι περισσότεροι θα προσπαθήσουν να συμμορφωθούν με τις ΗΠΑ. Το κόστος της προφανούς ανυπακοής όχι μόνο φαίνεται υψηλό, αλλά συχνά φαίνεται και περιττό.

Ορισμένα κράτη θα επιδιώξουν να αψηφήσουν «αθόρυβα» τον Τραμπ, αποφεύγοντας να προκαλέσουν την οργή του. Μια τυπική στάση σεβασμού μπορεί να είναι αρκετή για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των ΗΠΑ και να προσφέρει κάλυψη για μια πραγματική αντίδραση μερικής ή καθυστερημένης συμμόρφωσης. Όταν οι ΗΠΑ έχουν αμέτρητες προτεραιότητες και μεταβαλλόμενες απαιτήσεις, αυτό παρέχει ένα άνοιγμα για τις χώρες να ξεφύγουν από το προσκήνιο χωρίς να κάνουν ακριβώς αυτό που θέλει ο νέος πλανητάρχης.

Ορισμένοι παίκτες δεν αποκλείεται να επιδιώξουν απλώς να κερδίσουν χρόνο μέχρι να τελειώσει η θητεία της κυβέρνησης Τραμπ. Τα όρια θητείας στο Σύνταγμα των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την ηλικία του Τραμπ, σηματοδοτούν την αποχώρηση από το προσκήνιο πολύ πριν από πολλούς άλλους εν ενεργεία αρχηγούς κρατών. Αποφεύγοντας να τραβήξουν την προσοχή πάνω τους και κάνοντας μικρές, βραχυπρόθεσμες παραχωρήσεις, μπορούν να περιμένουν μέχρι τα κύματα των πολιτικών του Τραμπ να καταλαγιάσουν, ελπίζοντας σε μια πιο συμβατική αμερικανική εξωτερική πολιτική μετά τις ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ το 2026, οι οποίες ίσως αποδυναμώσουν τον πανίσχυρο πλέον Τραμπ.

Οι περιορισμοί της θεωρίας του «τρελού»

Σίγουρα, ο Τραμπ δεν είναι ο πρώτος ηγέτης που υιοθετεί αυτήν την αλλοπρόσαλλη εξωτερική πολιτική. Για δεκαετίες, αρχηγοί κρατών σε όλον τον κόσμο είχαν εφαρμόσει αυτό που είναι γνωστό ως η θεωρία του «τρελού», δηλαδή την πεποίθηση ότι, με το να δρουν με έναν εξαιρετικά ασταθή τρόπο, μπορούν να τρομοκρατήσουν τους αντιπάλους τους ώστε να υποχωρήσουν, δημιουργώντας μιαν αποτρεπτική ισχύ. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, για παράδειγμα, αν ένας ηγέτης των ΗΠΑ φαινόταν ασταθής, θα μπορούσε να ωθήσει τα κομμουνιστικά κράτη να πάρουν τις πυρηνικές απειλές του πιο σοβαρά.

Αλλά ο Τραμπ θα πρέπει να είναι προσεκτικός στην εφαρμογή της θεωρίας του «τρελού», γιατί η έρευνα δείχνει ότι είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί πρακτικά με επιτυχία. Στην πραγματικότητα, είναι σπάνιο η θεωρία του «τρελού» να αποδώσει πραγματικά στη διεθνή πολιτική σκηνή. Σύγχρονοι ηγέτες και αρχηγοί κρατών, που προσπάθησαν να φανούν τρελοί, τις περισσότερες φορές απέτυχαν να πείσουν τους αντιπάλους τους. Άλλοι που πέτυχαν,

ανακάλυψαν ότι η τακτική τους γύρισε μπούμερανγκ, αφού δεν μπορούσαν τελικά να πείσουν ότι είναι αξιόπιστοι στη διατήρηση της ειρήνης.

Ο Τραμπ, λοιπόν, θα χρειαστεί να βαδίσει σε μια λεπτή γραμμή, πείθοντας άλλα κράτη ότι είναι αρκετά τρελός, ώστε να πραγματοποιήσει τις απειλές του, αλλά ταυτόχρονα αρκετά σταθερός, ώστε να τηρεί τις συμφωνίες που συνάπτει. Η ιστορία δείχνει ότι αυτό δεν θα είναι εύκολο. Η θεωρία του «τρελού» μπορεί να είναι δημοφιλής, αλλά ιστορικά έχει προσφέρει ελάχιστα στους υποστηρικτές της.

Ο Νίξον, για παράδειγμα, απέτυχε να πείσει τους Βορειοβιετναμέζους και τους Σοβιετικούς συμμάχους τους για την τρέλα του και τελικά έπρεπε να αποσυρθεί από το Βιετνάμ. Κατά τη διάρκεια των προσπαθειών της Σοβιετικής Ένωσης να καταλάβει πλήρως το Βερολίνο, ο Χρουστσόφ απείλησε να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα και συχνά φαινόταν να χάνει τον έλεγχο των συναισθημάτων του όταν συναντούσε Δυτικούς αξιωματούχους - φωνάζοντας, κάνοντας χειρονομίες και κοκκινίζοντας στο πρόσωπο. Ωστόσο, δεν μπόρεσε να αναγκάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να υποχωρήσουν. Και πιο πρόσφατα, οι πυρηνικές απειλές του Πούτιν έχουν καταφέρει να περιορίσουν τη Δυτική στρατιωτική βοήθεια προς το Κίεβο, αλλά μόνο μέχρι ενός σημείου. Μετά από αυστηρούς αρχικούς περιορισμούς, η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της παρέχουν πλέον στους Ουκρανούς πολλούς τύπους προηγμένων όπλων, συμπεριλαμβανομένων πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, αρμάτων μάχης και μαχητικών αεροσκαφών.

Ωστόσο, αναλυτές εξηγούν ότι η υιοθέτηση της θεωρίας του «τρελού» από τον Τραμπ θα μπορούσε να αποδειχθεί χρήσιμη σε ορισμένες περιστάσεις. Η φήμη του για απρόβλεπτη συμπεριφορά, για παράδειγμα, θα μπορούσε να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα τόσο απέναντι στην Κίνα όσο και στη Ρωσία, τους πιο ισχυρούς αντιπάλους των ΗΠΑ. Το Πεκίνο επεκτείνει ραγδαία τις πυρηνικές του δυνάμεις και η Μόσχα επιδίδεται σε σχεδόν διαρκή πυρηνική επιθετική ρητορική. Είναι πιθανό και τα δύο κράτη να ελπίζουν πως αυτή η συμπεριφορά θα αποτρέψει τις ΗΠΑ από το να παρέμβουν αν η Κίνα επιτεθεί στην Ταϊβάν ή αν η Ρωσία επιτεθεί σε ένα κράτος του ΝΑΤΟ, φοβούμενες μήπως εμπλακούν σε μια πυρηνική σύγκρουση. Αλλά αν ο Τραμπ πείσει τις δύο χώρες ότι μπορεί να είναι προετοιμασμένος να κάνει οτιδήποτε ως απάντηση στις προκλήσεις τους, θα μπορούσε να ανατρέψει τέτοιους υπολογισμούς και ενδεχόμενες εισβολές.