Διεθνή

«Τake it or leave it» - Στο έλεος του Τραμπ ο Ζελένσκι

Όσο όμως λογικές και αν είναι οι ανησυχίες της Ουκρανίας, όσο ο Τραμπ είναι στον Λευκό Οίκο, οι περισσότερες από τις επιδιώξεις του Κιέβου είναι ανέφικτες

Η συνάντηση Ντόναλντ Τραμπ και Βολοντιμίρ Ζελένκσι, ένα «reality show» που παίχτηκε σε παγκόσμια προβολή, επιβεβαίωσε το χάσμα που χωρίζει τους δύο άντρες ως προς το τι μέλλει γενέσθαι με την εμπόλεμη Ουκρανία. Στο μυαλό του Αμερικανού Προέδρου τα πράγματα είναι απλά. Η υπογραφή της συμφωνίας για τα ορυκτά θα δημιουργήσει εκείνες τις εγγυήσεις ασφαλείας που δεν θα επιτρέψουν στη Ρωσία να εισβάλει ξανά στην Ουκρανία. Για τον Πρόεδρο της χώρας όμως οι εμπειρίες του παρελθόντος έδειξαν ότι, χωρίς ρητές εγγυήσεις, η χώρα του θα παραμείνει έρμαιο των ορέξεων του Βλαντιμίρ Πούτιν. Ωστόσο, πρακτικά το Κίεβο δεν έχει κανένα σοβαρό διαπραγματευτικό χαρτί έναντι του πλανητάρχη, ενώ γνωρίζει ότι οι υποσχέσεις των Ευρωπαίων συμμάχων του δεν είναι αρκετές για ν’ αντικαταστήσουν την απώλεια της αμερικανικής βοήθειας.

Η συμφωνία στο μυαλό του Τραμπ

Μία από τις βασικές αρχές του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ, Γούντροου Ουίλσον, ήταν ότι οι διεθνείς συμφωνίες έπρεπε να απορρέουν μέσα από μια διαφανή διπλωματία, την οποία έπρεπε να παρακολουθεί το κοινό. Το «σκετσάκι» μεταξύ του Τραμπ με συμπρωταγωνιστές τον Τζέι Ντι Βανς και τον Ζελένσκι δοκίμασε αυτό το ουιλσονικό μοντέλο διαπραγματεύσεων στα όριά του. Εκτός από τον Βανς, που μετέτρεψε έναν μικρό ρόλο σε πρωταγωνιστική εμφάνιση, κανείς δεν έμεινε ικανοποιημένος από την έκβαση της συνάντησης.

Ειδικά για τον Ζελένσκι, η συνάντηση ήταν καταστροφική. Πήγε στην Ουάσιγκτον ελπίζοντας ότι η επίδειξη ενότητας με τον Τραμπ θα καθησύχαζε τους Ουκρανούς για το μέλλον τους και θα ενίσχυε την πίεση προς τη Ρωσία για μια δίκαιη ειρήνη. Έφυγε, όμως, έχοντας αποκαλύψει ένα τεράστιο ρήγμα μεταξύ του Κιέβου και των «συμμάχων» του στις ΗΠΑ, ενώ η σχέση του με τον Τραμπ φαίνεται να έχει διαλυθεί.

Αναλυτές εξηγούν, όμως, ότι και για τον Τραμπ η συνάντηση ήταν φιάσκο. Ο Αμερικανός Πρόεδρος απεχθάνεται τον πόλεμο και οτιδήποτε σχετίζεται με αυτόν. Η δυσαρέσκειά του που αναγκάζεται να ασχοληθεί με το ζήτημα είναι κάτι περισσότερο από εμφανής. Δεν είναι μόνο ότι η προσπάθειά του να προωθήσει μια λύση βασισμένη στα αμερικανικά συμφέροντα επιτρέπει στους επικριτές του να τον χαρακτηρίζουν «φιλοπουτινικό», αλλά επίσης ο πόλεμος δοκιμάζει τη συνοχή του πολιτικού του συνασπισμού. Η υποστήριξη προς την Ουκρανία παραμένει δημοφιλής μεταξύ Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων και βουλευτών, και σίγουρα θα έχει πολιτικό κόστος αν τους αποξενώσει. Όμως, για πολλούς από τους σκληροπυρηνικούς υποστηρικτές του κινήματος MAGA, η πεποίθηση ότι μπορεί κανείς να «κερδίσει» τη Ρωσία εγκαταλείποντας την Ουκρανία, είναι ζήτημα πίστης.

Δεν αμφισβητεί κανείς ότι ο Τραμπ είχε διευθετήσει τη συνάντηση, έχοντας τη βεβαιότητα ότι θα επερχόταν συμφωνία. Φαινόταν, άλλωστε, από τη γλώσσα του σώματός του και τον τρόπο που υποδέχθηκε τον Ζελένκσι. Ειδικοί εξηγούν ότι πραγματικά πίστευε πως η Μόσχα ήταν έτοιμη να αποδεχθεί μια συμβιβαστική ειρήνη που θα άφηνε την Ουκρανία μικρότερη σε έκταση, αποδυναμωμένη και εκτός ΝΑΤΟ, αλλά θα συνέχιζε η εμπόλεμη χώρα να είναι ζωντανή. Θεωρούσε ότι η συμφωνία για τα ορυκτά, η οποία ήταν η αφορμή της επίσκεψης του Ζελένσκι στον Λευκό Οίκο, θα του προσέφερε έναν τρόπο να ικανοποιήσει το εσωτερικό του ακροατήριο, τερματίζοντας παράλληλα τον πόλεμο. Η συμφωνία αυτή θα του επέτρεπε να δείξει έμπρακτα ότι είναι «πρώτα η Αμερική», διαχωρίζοντας ταυτόχρονα την πολιτική του στην Ουκρανία από την «αναποτελεσματική» προσέγγιση του Τζο Μπάιντεν.

Στο μυαλό του οι ανησυχίες για τις εγγυήσεις ασφαλείας προς την Ουκρανία δεν χρειαζόταν να είναι απόλυτες, αφού αν οι ΗΠΑ καταλήξουν να έχουν επενδύσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Ουκρανία και χιλιάδες Αμερικανούς πολίτες να εργάζονται εκεί στον τομέα των ορυκτών και της αμυντικής βιομηχανίας, τότε οποιοσδήποτε Ρώσος ηγέτης θα το σκεφτόταν δύο φορές πριν ξεκινήσει εισβολή που θα μπορούσε να σκοτώσει Αμερικανούς πολίτες ή να καταλάβει αμερικανική ιδιοκτησία. Από την οπτική γωνία του Τραμπ, αυτό είναι το καλύτερο επίπεδο ασφάλειας που θα μπορούσε να αποκτήσει η Ουκρανία, ενώ παράλληλα θα σέβεται τις ρωσικές «κόκκινες γραμμές» περί στρατευμάτων και συνθηκών με τη Δύση.

Το Κίεβο θέλει περισσότερα

Εύλογα, όμως, η Ουκρανία δεν έμεινε ικανοποιημένη από αυτές τις χαλαρές εγγυήσεις ασφαλείας. Αναλυτές εξηγούν ότι έχει ήδη βιώσει την παραβίαση του Μνημονίου της Βουδαπέστης όταν η Ρωσία εισέβαλε το 2014, ενώ κατά την εισβολή του 2022 η αντίδραση της Δύσης θεωρήθηκε ανεπαρκής. Γι’ αυτόν τον λόγο θέλει εγγυήσεις ασφαλείας παρόμοιες με το Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ, ενσωματωμένες σε συνθήκες. Θέλει αμερικανικά και άλλα ΝΑΤΟϊκά στρατεύματα στο έδαφός της. Αρνείται να αποδεχθεί την οριστική παραχώρηση εδαφών στη Ρωσία ως μέρος μιας τελικής ειρηνευτικής συμφωνίας.

Όσο όμως λογικές και αν είναι οι ανησυχίες της Ουκρανίας, όσο ο Τραμπ είναι στον Λευκό Οίκο, οι περισσότερες από τις επιδιώξεις του Κιέβου είναι ανέφικτες. Ο Ζελένσκι γνωρίζει ότι πρέπει να επιλέξει αν θα κινηθεί μέσα στο πλαίσιο που του προσφέρουν οι Αμερικανοί ή αν θα συνεχίσει τον πόλεμο με μειωμένη ή και καθόλου αμερικανική βοήθεια, βασιζόμενος στην οικονομική και στρατιωτική στήριξη της Ευρώπης και στο αγωνιστικό πνεύμα του ουκρανικού λαού για να αναγκάσει τη Ρωσία να δεχθεί καλύτερους όρους. Με τους Ευρωπαίους ηγέτες να τον προτρέπουν να εξετάσει μια εκεχειρία ενός μήνα, οι προοπτικές για ουσιαστική ευρωπαϊκή υποστήριξη φαίνονται ισχνές.

Στρατιωτικοί αναλυτές σημειώνουν ότι η απόφαση του Τραμπ να σταματήσει τη στρατιωτική βοήθεια και την ανταλλαγή πληροφοριών θα μπορούσε ν’ αλλάξει άρδην το πεδίο της μάχης, δίνοντας στη Ρωσία ένα καθοριστικό πλεονέκτημα, αφού η απώλεια ενός από τους πιο σημαντικούς υποστηρικτές της θα διευκολύνει τη Ρωσία να σπάσει τις ουκρανικές γραμμές άμυνας. Φυσικά, οι «κυρώσεις» του Τραμπ θα μπορούσαν να είναι βραχυπρόθεσμες, εάν ο Ζελένσκι συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του Λευκού Οίκου. Ο Τραμπ, στην ομιλία του στο Κογκρέσο την Τρίτη, δήλωσε ότι εκτιμά το γεγονός πως ο Ουκρανός είχε δείξει την πρόθεσή του να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Προς το παρόν, η διοίκηση Τραμπ ασκεί μέγιστη πίεση στην Ουκρανία και ελάχιστη στον Πούτιν. Εάν επιβεβαιωθεί ότι οι ΗΠΑ δεν είναι αξιόπιστος διαμεσολαβητής, η Ουκρανία αναγκαστικά θα αναζητήσει τρόπους να συνεχίσει τον αγώνα με την υποστήριξη της Ευρώπης. Το άμεσο πλήγμα θα επέλθει στο ηθικό των στρατευμάτων, ενισχύοντας τους Ρώσους και αποθαρρύνοντας τους Ουκρανούς. Σε δεύτερο επίπεδο, η απόφαση του Τραμπ επηρεάζει δισεκατομμύρια δολάρια σε όπλα και πυρομαχικά, που βρίσκονται στη διαδικασία μεταφοράς ή έχουν ήδη παραγγελθεί. Σταματά τις παραδόσεις εξοπλισμού από τα αποθέματα του Πενταγώνου, καθώς και τη βοήθεια μέσω της Πρωτοβουλίας Ασφάλειας της Ουκρανίας, η οποία παρέχει κεφάλαια που το Κίεβο μπορεί να χρησιμοποιήσει για την απευθείας αγορά νέου στρατιωτικού εξοπλισμού από αμερικανικές αμυντικές εταιρείες.

Δεν λησμονείται ότι η Ουκρανία κινδυνεύει επίσης να χάσει προηγμένα όπλα, ανταλλακτικά, καθώς και συντήρηση και τεχνική υποστήριξη. Την ίδια ώρα, θα απολέσει την παράδοση αναχαιτιστικών πυραύλων για τα συστήματα αεράμυνας Patriot και NASAMS, τα οποία έχουν σώσει αμέτρητες ζωές προστατεύοντας τις ουκρανικές πόλεις από πυραυλικές και επιθέσεις drone. Η παύση της ανταλλαγής πληροφοριών θα στερήσει επίσης από την Ουκρανία δεδομένα που χρησιμοποιεί για να στοχεύει τις ρωσικές δυνάμεις.

Σύμφωνα με αξιωματούχους της διοίκησης Τραμπ, η διακοπή της βοήθειας αποσκοπεί στο να πιέσει τον Ζελένσκι να υπογράψει μια συμφωνία που θα επιτρέπει σε αμερικανικές εταιρείες να αποκτήσουν πρόσβαση στα ουκρανικά ορυκτά. Εάν προχωρήσει σε συμφωνία, δήλωσε ένας αξιωματούχος της διοίκησης Τραμπ, η ανταλλαγή πληροφοριών θα συνεχιστεί και οι στρατιωτικές προμήθειες που έχουν ήδη εγκριθεί από την κυβέρνηση Μπάιντεν θα αρχίσουν ξανά να ρέουν.

Μπορεί να βοηθήσει η Ευρώπη;

Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι εάν οι Ευρωπαίοι μπορούν να στηρίξουν ουσιαστικά την Ουκρανία. Τις προηγούμενες ημέρες καταγράφηκε διπλωματική φρενίτιδα των Ευρωπαίων αξιωματούχων με διμερείς τηλεφωνικές επικοινωνίες αργά τη νύχτα, συναντήσεις στο Λονδίνο και το Παρίσι, συνεδριάσεις των Υπουργών Άμυνας του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες και την έκτακτη σύνοδο κορυφής για την ασφάλεια των ηγετών της ΕΕ.

Ειδικοί σημειώνουν ότι είναι μια τεράστια στιγμή στην ευρωπαϊκή ιστορία. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες πιστεύουν ότι διακυβεύεται η ασφάλεια ολόκληρης της Ευρώπης, όχι μόνο η κυριαρχία της Ουκρανίας, με τη Ρωσία να επιδιώκει να αποδομήσει την ισορροπία ισχύος, η οποία ισχύει από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Μπορεί όμως πραγματικά η Ευρώπη να δράσει ως ένα ενιαίο σύνολο; Η Ευρώπη αποτελείται από διαφορετικές χώρες, με διαφορετικούς προϋπολογισμούς και εσωτερικές πολιτικές και προτεραιότητες. Αναλυτές σημειώνουν ότι ο στόχος της Ευρώπης με αυτήν την αμυντική δράση είναι διττός: Πρώτον, να δείξει στον Ντόναλντ Τραμπ ότι η Ευρώπη αναλαμβάνει πλέον το «βαρύ φορτίο» της αυτοάμυνάς της. Η Ευρώπη ελπίζει ότι θα πείσει τον Τραμπ να ξεμπλοκάρει τη στρατιωτική υποστήριξη προς την Ουκρανία και να διατηρήσει την τρέχουσα αμερικανική ασφάλεια-ομπρέλα για την Ευρώπη συνολικά, αν τον πείσουν ότι οι Ευρωπαίοι δεν «παρασιτούν» πλέον στις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, οι ηγέτες της Ευρώπης θα πρέπει ούτως ή άλλως να ενισχύσουν επειγόντως την άμυνά τους και τη στήριξη προς το Κίεβο, αν ο Ντόναλντ Τραμπ απομακρυνθεί από την Ουκρανία και, αργότερα, από την Ευρώπη γενικότερα.

Την ίδια ώρα, η Ρωσία παρακολουθεί στενά. Οι διάφορες πολυδιαφημισμένες ευρωπαϊκές έκτακτες συναντήσεις πρέπει τώρα να αποφέρουν γρήγορα, εντυπωσιακά και πρακτικά αποτελέσματα, αλλιώς στα μάτια του Κρεμλίνου, η Ευρώπη θα φαίνεται αδύναμη και ευάλωτη. Ο Πούτιν γνωρίζει πολύ καλά ότι, παρά τα όσα λέει η Ευρώπη για την αποφασιστικότητά της να υπερασπιστεί τον εαυτό της, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, η Ευρώπη εξακολουθεί να χρειάζεται τις ΗΠΑ.

Φυσικά οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι το end game της Ουκρανίας δεν αφορά μόνο την εκεχειρία αλλά μια διαρκή και ασφαλή ειρηνευτική συμφωνία, που θα αφορά την ασφάλεια ολόκληρης της Ευρώπης. Σύμφωνα με αναλυτές, όμως, οι Ευρωπαίοι στερούνται τόσο των απαραίτητων στρατιωτικών ικανοτήτων όσο και της πολιτικής βούλησης και ενότητας για να επωμιστούν αυτό το βάρος.