Αναλύσεις

Η Ελλάδα σε σταυροδρόμι: Πιο δυναμική στρατηγική;

Χρειάζεται ένα ενιαίο εθνικό μέτωπο στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ώστε να σταλεί το μήνυμα ότι η Ελλάδα είναι αποφασισμένη να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Αν η Ελλάδα συνεχίσει να «υποχωρεί», το αποτέλεσμα θα είναι η ειρήνη ή η σταδιακή υπονόμευση της εθνικής κυριαρχίας;

Η πρόσφατη τοποθέτηση του Michael Rubin, αναλυτή του American Enterprise Institute, για την κατάσταση στο Αιγαίο και τον κίνδυνο απώλειας εθνικής κυριαρχίας, έρχεται να αναδείξει ένα κρίσιμο ζήτημα για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Σύμφωνα με τον Rubin, η Ελλάδα διατρέχει τον κίνδυνο να χάσει τον έλεγχο του μισού Αιγαίου αν συνεχίσει να ακολουθεί πολιτική κατευνασμού έναντι της Τουρκίας. Οι δηλώσεις του, αν και ανησυχητικές, ανοίγουν μια σημαντική συζήτηση για το αν η ελληνική στρατηγική πρέπει να μετατοπιστεί προς μια πιο δυναμική προσέγγιση.

Αξιολογώντας την ανάλυση του Rubin, είναι σαφές ότι προσεγγίζει το ζήτημα υπό το πρίσμα της γεωπολιτικής ρεαλιστικής σχολής, η οποία υποστηρίζει ότι οι εθνικές στρατηγικές πρέπει να βασίζονται στην ισχύ και όχι σε προσδοκίες καλής θέλησης. Σε αυτό το πλαίσιο, το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Η ελληνική στρατηγική βασίζεται σε ρεαλιστική αποτίμηση των κινδύνων ή σε μια ψευδαίσθηση σταθερότητας, που μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες συνέπειες;

Η ιστορία της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης είναι γεμάτη από επεισόδια, όπου η ελληνική πλευρά επιχείρησε να διαχειριστεί τις κρίσεις μέσω διαλόγου και διπλωματικών προσπαθειών. Ωστόσο, η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974 αποτελεί μια υπενθύμιση ότι η Άγκυρα δεν διστάζει να προχωρήσει σε στρατιωτικές ενέργειες όταν διακρίνει περιθώρια για κάτι τέτοιο. Το πιο ανησυχητικό στην αναλογία που κάνει ο Rubin είναι ότι η κατάσταση στο Αιγαίο μοιάζει με εκείνην της Κύπρου πριν από την τουρκική εισβολή. Μια σταδιακή στρατιωτική προετοιμασία, μια πολιτική αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων και η σταδιακή εξοικείωση της διεθνούς κοινότητας με ένα νέο status quo. Αν αυτή η δυναμική συνεχιστεί, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος μιας «τετελεσμένης κατάστασης» στο Αιγαίο;

Ένα από τα βασικά επιχειρήματα που παρουσιάζει ο Rubin είναι ότι, παρά την οικονομική δυσπραγία της Τουρκίας, η Άγκυρα συνεχίζει να ενισχύει τη στρατιωτική της παρουσία και να προβάλλει επιθετικές διεκδικήσεις. Αυτό φαίνεται παράδοξο, αλλά στην πραγματικότητα είναι μια στρατηγική που πολλές φορές ακολουθούν αυταρχικά καθεστώτα όταν αντιμετωπίζουν εσωτερικές κρίσεις. Ο Τούρκος Πρόεδρος έχει δείξει ότι γνωρίζει πώς να χρησιμοποιεί τον εθνικισμό και τη στρατιωτική ένταση για να συσπειρώσει το εσωτερικό ακροατήριο και να αποσπάσει την προσοχή από τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα της χώρας. Σε αυτό το πλαίσιο, ελληνικές υποχωρήσεις δεν αποθαρρύνουν την Άγκυρα, αλλά αντίθετα ενισχύουν την αντίληψη ότι μπορεί να κερδίσει έδαφος χωρίς σοβαρό κόστος. Η λογική τού να «μην προκαλέσουμε την Τουρκία» έχει αποδειχθεί λανθασμένη στο παρελθόν. Η πραγματικότητα δείχνει ότι οι τουρκικές προκλήσεις δεν εξαρτώνται από την ελληνική στάση, αλλά από τη στρατηγική ατζέντα της Άγκυρας.

Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι εάν η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει την πολιτική τής «ήπιας αποτροπής» ή να προχωρήσει σε μια πιο δυναμική στρατηγική. Η ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας αποτελεί βασική προτεραιότητα. Η Ελλάδα έχει ήδη ξεκινήσει ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των Ενόπλων Δυνάμεων, με αγορές μαχητικών Rafale και φρεγατών Belharra. Ωστόσο, η αποτροπή δεν βασίζεται μόνο στα οπλικά συστήματα, αλλά και στη στρατηγική αποφασιστικότητα. Πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι οποιαδήποτε κλιμάκωση θα έχει σοβαρό κόστος για την Τουρκία. Παράλληλα, η διπλωματική στρατηγική και οι συμμαχίες παίζουν καθοριστικό ρόλο. Η Ελλάδα έχει σημειώσει πρόοδο στη δημιουργία ισχυρών συμμαχιών στην Ανατολική Μεσόγειο, ιδιαίτερα με χώρες όπως η Γαλλία, το Ισραήλ και η Αίγυπτος. Η ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία είναι ένα σημαντικό βήμα, αλλά πρέπει ν’ αξιοποιηθεί ενεργά. Ταυτόχρονα, η πίεση προς τις ΗΠΑ και την ΕΕ για πιο ξεκάθαρη στήριξη είναι απαραίτητη.

Η εσωτερική συνοχή και η στρατηγική ενότητα αποτελούν έναν ακόμα κρίσιμο παράγοντα. Η πολιτική εσωστρέφεια και οι κομματικές αντιπαραθέσεις συχνά αποδυναμώνουν την ελληνική θέση σε κρίσιμες στιγμές. Χρειάζεται ένα ενιαίο εθνικό μέτωπο στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ώστε να σταλεί το μήνυμα ότι η Ελλάδα είναι αποφασισμένη να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Αν η Ελλάδα συνεχίσει να «υποχωρεί», το αποτέλεσμα θα είναι η ειρήνη ή η σταδιακή υπονόμευση της εθνικής κυριαρχίας; Η Τουρκία έχει αποδείξει ότι ακολουθεί μια στρατηγική «σαλαμοποίησης», δηλαδή σταδιακής αποδοχής των αξιώσεών της από τη διεθνή κοινότητα. Το διεθνές δίκαιο από μόνο του δεν αποτελεί εγγύηση ασφάλειας. Η ιστορία έχει δείξει ότι η ισχύς και η αποφασιστικότητα είναι οι βασικοί παράγοντες που καθορίζουν τις γεωπολιτικές ισορροπίες. Η Ελλάδα, ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, έχει τα μέσα να διαμορφώσει την ατζέντα της Ανατολικής Μεσογείου. Ωστόσο, αυτό απαιτεί μια στρατηγική που θα ξεπερνά τη λογική της παθητικής διαχείρισης κρίσεων και θα προωθεί μια ενεργό πολιτική εθνικής ισχύος.

Η ανάλυση του Rubin, παρά το δραματικό της ύφος, δεν μπορεί να αγνοηθεί. Το Αιγαίο δεν είναι δεδομένο και η πολιτική που θα ακολουθήσει η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια θα καθορίσει το αν η χώρα θα διατηρήσει την κυριαρχία της ή αν θα βρεθεί αντιμέτωπη με δυσάρεστες εκπλήξεις. Αυτό που χρειάζεται είναι μια σαφής στρατηγική που να συνδυάζει ισχυρή αποτροπή, ενεργητική διπλωματία και εσωτερική ενότητα. Ο κατευνασμός δεν αποτελεί βιώσιμη πολιτική. Η Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμη να υπερασπιστεί τα εθνικά της συμφέροντα με αποφασιστικότητα και να επιλέξει αν θα είναι θεατής των εξελίξεων ή αν θα καθορίσει με αποφασιστηκότητα το μέλλον της;

*Καθηγητής-Ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην Πρύτανης.