Σουλτάνος χωρίς αντίπαλο: Η Τουρκία στη σκιά του φόβου
Απέναντι στη λαϊκή οργή, η κυβέρνηση Ερντογάν απάντησε με σκληρή καταστολή. Μέσα σε λίγες μέρες συνελήφθησαν πάνω από 1.130 διαδηλωτές, ανάμεσά τους τουλάχιστον δέκα δημοσιογράφοι που κάλυπταν τις κινητοποιήσεις, υπό καθεστώς έντονης αστυνομικής βίας και κλίμα τρομοκρατίας

Με αφορμή τη σύλληψη και προφυλάκιση του δημοφιλούς δημάρχου Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, η Τουρκία βιώνει ένα πρωτοφανές κύμα διαδηλώσεων – το μεγαλύτερο εδώ και δώδεκα χρόνια, δηλαδή από την εποχή του κινήματος του Πάρκου Γκεζί το 2013. Ο Ιμάμογλου, βασικός αντίπαλος του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, συνελήφθη τον Μάρτιο του 2025 με κατηγορίες για διαφθορά (και ξεχωριστά για «τρομοκρατία») και τέθηκε σε προσωρινή κράτηση, κίνηση που η αντιπολίτευση κατήγγειλε ως «πολιτικό πραξικόπημα».
Απέναντι στη λαϊκή οργή, η κυβέρνηση Ερντογάν απάντησε με σκληρή καταστολή. Μέσα σε λίγες μέρες συνελήφθησαν πάνω από 1.130 διαδηλωτές, ανάμεσά τους τουλάχιστον δέκα δημοσιογράφοι που κάλυπταν τις κινητοποιήσεις, υπό καθεστώς έντονης αστυνομικής βίας και κλίμα τρομοκρατίας. Οι αστυνομικές επιχειρήσεις περιελάμβαναν εφόδους σε σπίτια δημοσιογράφων, χρήση δακρυγόνων και βίας για τη διάλυση των συγκεντρώσεων, ενώ οι τουρκικές Αρχές προχώρησαν ακόμη και σε προσωρινό «μαύρο» σε μέσα ενημέρωσης φιλικά προς την αντιπολίτευση.
Λογοκρισία και απειλές
Χαρακτηριστικά, η φιλοαντιπολιτευόμενη τηλεόραση Sözcü TV τιμωρήθηκε με διακοπή μετάδοσης 10 ημερών για «υποκίνηση μίσους», με την Αρχή Ραδιοτηλεοπτικών Μέσων (RTÜK) να απειλεί μάλιστα με οριστική ανάκληση αδείας. Παράλληλα συνελήφθησαν εν μέσω των γεγονότων ακόμη και άτομα του κύκλου του Ιμάμογλου – ο προσωπικός του δικηγόρος τέθηκε υπό κράτηση με «κατασκευασμένες» κατηγορίες, σύμφωνα με τον ίδιο τον δήμαρχο, που κάνει λόγο για «ένα νόμιμο πραξικόπημα» εν εξελίξει. Οι εικόνες των ΜΑΤ να παρατάσσονται απέναντι σε πλήθη πολιτών με τουρκικές σημαίες θυμίζουν σκοτεινές εποχές.
Πολιτική πόλωση και κατάλυση θεσμών
Ο Επίκουρος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς, Νικόλαος Ραπτόπουλος, ειδικός σε θέματα τουρκικής στρατηγικής και οικονομίας, μιλώντας στο Ράδιο Πρώτο, ανέλυσε τον αυταρχικό χαρακτήρα του καθεστώτος Ερντογάν. Ο Καθηγητής υπογράμμισε πως η Τουρκία βιώνει μια βαθιά πολιτική και κοινωνική πόλωση, ανάμεσα στο κυβερνών φιλοϊσλαμικό κόμμα και την κεμαλική εθνικιστική αντιπολίτευση. Όπως σημείωσε, η αντιπολίτευση επιχειρεί να αντιδράσει απέναντι στην καταστολή, όμως το κλίμα στη χώρα είναι εξαιρετικά βαρύ.
Ο κ. Ραπτόπουλος έκανε λόγο για κατάλυση του κράτους δικαίου, διαφθορά σε όλα τα επίπεδα και συνεχώς περιοριζόμενες ελευθερίες, με τους πολίτες να βιώνουν τη φτώχια και τον πληθωρισμό στην καθημερινότητά τους, την ίδια ώρα που η ελευθερία έκφρασης καταπνίγεται. Ο Τούρκος Πρόεδρος, κατά τον Καθηγητή, εκμεταλλεύεται πλήρως τις δεσποτικές δομές του κράτους και ελέγχει τους μηχανισμούς εξουσίας, τις υπηρεσίες ασφαλείας, αλλά και τα μέσα ενημέρωσης. Μεταξύ άλλων, ο Καθηγητής τόνισε πως ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι ένας χαρισματικός και στρατηγικός ηγέτης, με μεγάλη εμπειρία στο να προετοιμάζει το έδαφος για να απομακρύνει πολιτικούς αντιπάλους. «Γνωρίζει πώς να ξεπερνά εμπόδια και να ελέγχει το παιχνίδι», είπε, υποδηλώνοντας ότι οι εξελίξεις των επόμενων μηνών θα είναι κρίσιμες για το μέλλον της Τουρκίας.
Διεθνείς αντιδράσεις: Πίεση χωρίς ουσία;
Η αυταρχική αυτή στροφή του τουρκικού καθεστώτος έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις διεθνώς και επηρεάζει τις σχέσεις της χώρας με τη Δύση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση -η οποία το τελευταίο διάστημα επιχειρεί μια προσεκτική προσέγγιση με την Άγκυρα λόγω γεωπολιτικών εξελίξεων σε Ουκρανία και Συρία- εμφανίζεται προβληματισμένη. Το Συμβούλιο της Ευρώπης ζήτησε μάλιστα την «άμεση απελευθέρωση» του Ιμάμογλου. Παρίσι και Βερολίνο υιοθέτησαν παρόμοια γλώσσα: η Γαλλίδα Υπουργός Εξωτερικών μίλησε για «σοβαρό πλήγμα στη δημοκρατία», καλώντας την Τουρκία να σεβαστεί τις νομικές δεσμεύσεις της ως υποψήφια προς ένταξη χώρα, ενώ το γερμανικό ΥΠΕΞ τόνισε ότι η σύλληψη αντιπολιτευόμενου δημάρχου συνιστά οπισθοδρόμηση για τη δημοκρατία, υπογραμμίζοντας πως «ο πολιτικός ανταγωνισμός δεν πρέπει να διεξάγεται μέσω δικαστηρίων και φυλακών».
Ακόμη και οι Ηνωμένες Πολιτείες εξέφρασαν “ανησυχίες” για τις πρόσφατες συλλήψεις και τα γεγονότα στην Τουρκία, με εκπρόσωπο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ να καλεί εμμέσως την Άγκυρα να σεβαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου. Σημειώνεται πως ο Χακάν Φιντάν πήγε στις ΗΠΑ για συνάντηση με τον Αμερικανό ΥΠΕΞ Μάρκο Ρούμπιο και αποχώρησε χωρίς καν να εξασφαλίσει κοινές δηλώσεις. Αντιθέτως, επέστρεψε με «επίπληξη» στις αποσκευές του από την Κυβέρνηση Τραμπ για τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τις υποθέσεις.
Το μακροχρόνιο σχέδιο ελέγχου της πληροφορίας
Η διαρκής επίθεση της κυβέρνησης Ερντογάν στην ελευθερία του Τύπου αποτελεί κεντρικό πυλώνα του αυταρχικού του προφίλ. Τα τελευταία δέκα χρόνια, οι τουρκικές Αρχές έχουν υπονομεύσει συστηματικά την πολυφωνία στα μέσα ενημέρωσης. Σύμφωνα με τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα (RSF), πάνω από 85% των εγχώριων μέσων βρίσκονται πλέον υπό τον έλεγχο επιχειρηματικών συμφερόντων που πρόσκεινται στην Κυβέρνηση, μετά από συγχωνεύσεις και εξαγορές που ευνοήθηκαν από το καθεστώς. Η κρατική ραδιοτηλεόραση TRT και το ρυθμιστικό συμβούλιο RTÜK ελέγχονται ασφυκτικά από το κυβερνών κόμμα, εξασφαλίζοντας ότι η πληροφόρηση κυριαρχείται από τη γραμμή Ερντογάν.
Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα και στις πρόσφατες εκλογές του 2023, όταν η κρατική τηλεόραση και τα περισσότερα μεγάλα κανάλια προέβαλλαν μονομερώς τις θέσεις του Ερντογάν, συμβάλλοντας σε μια προεκλογική εκστρατεία με εμφανή μεροληψία υπέρ του. Η πρακτική αυτή συνεχίστηκε και κλιμακώθηκε μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016: κατά τη διάρκεια της διετούς κατάστασης έκτακτης ανάγκης που κηρύχθηκε τότε, η Τουρκία έγινε “η μεγαλύτερη φυλακή δημοσιογράφων στον κόσμο” το 2018, με δεκάδες συλλήψεις σε μέσα όπως οι εφημερίδες Cumhuriyet, Sözcü, Özgür Gündem κ.ά.
Νόμοι φίμωσης και διώξεις
Οι συλλήψεις και οι δίκες αποτελούν πάγια τακτική εκφοβισμού: από το 2014, που ο Ερντογάν ανέλαβε την προεδρία, έχουν προσαχθεί 131 δημοσιογράφοι και τουλάχιστον 40 εξ αυτών έχουν καταδικαστεί, πολλοί με την κατηγορία της «προσβολής του Προέδρου». Η κυβέρνηση δεν περιορίζεται μόνο στις διώξεις ανθρώπινου δυναμικού του Τύπου, αλλά χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να φιμώσει την ανεξάρτητη ενημέρωση. Τα λίγα ανεξάρτητα ή αντιπολιτευόμενα μέσα που απομένουν υφίστανται συστηματικά πρόστιμα, λογοκρισία ή και κλείσιμο με εντολές του RTÜK.
Το 2022 ψηφίστηκε νόμος περί «ψευδών ειδήσεων» στο διαδίκτυο, που προβλέπει φυλάκιση έως 3 ετών για αναρτήσεις που οι Αρχές θεωρούν παραπληροφόρηση – μια διάταξη με αόριστο περιεχόμενο, που οργανώσεις δημοσιογράφων προειδοποίησαν ότι θα λειτουργήσει ως νέο εργαλείο φίμωσης της κριτικής φωνής. Πράγματι, με βάση αυτόν τον νόμο, μέσα στο 2023 συνελήφθησαν δεκάδες πολίτες για αναρτήσεις τους, ενώ δημοσιογράφοι οδηγήθηκαν στα κρατητήρια επειδή επέκριναν την κυβερνητική διαχείριση της φονικής σεισμικής τραγωδίας του Φεβρουαρίου.
Υπό διωγμόν οι ερευνητές δημοσιογράφοι
Οι ρεπόρτερ που ασχολούνται με ευαίσθητα θέματα -όπως η διαφθορά κυβερνητικών στελεχών ή οι σχέσεις αξιωματούχων με το οργανωμένο έγκλημα- συχνά αντιμετωπίζουν φυσικές επιθέσεις ή δικαστικές διώξεις. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ερευνητή δημοσιογράφου, Μπαρίς Πεχλιβάν, ο οποίος αποκάλυψε σκάνδαλα που αφορούσαν τον πρώην Υπουργό Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού: από το 2020 έχει φυλακιστεί πέντε φορές εξαιτίας των αποκαλύψεών του, με πιο πρόσφατη φυλάκιση τον Αύγουστο του 2023.