Διατλαντικές σχέσεις: Προκλήσεις και προοπτικές
Το μέλλον της διατλαντικής σχέσης θα εξαρτηθεί από την ικανότητα των δύο πλευρών να διαχειριστούν τις διαφωνίες τους και να βρουν νέους τρόπους συνεργασίας, διαμορφώνοντας ένα νέο πλαίσιο στρατηγικής διαχείρισης που ν’ ανταποκρίνεται στις προκλήσεις του 21ου αιώνα.

Η διατλαντική σχέση ανάμεσα σε Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις, ιδιαίτερα μετά την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Η πολιτική του έναντι της Ευρώπης συνεχίζει να βασίζεται σε μια πραγματιστική προσέγγιση, που δίνει προτεραιότητα στα αμερικανικά συμφέροντα, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την παραδοσιακή συνεργασία των δύο πλευρών. Το εμπόριο, η ασφάλεια και η ενεργειακή πολιτική αποτελούν βασικά σημεία τριβής, ενώ η ανάγκη για μιαν ανανεωμένη στρατηγική διαχείριση της διατλαντικής σχέσης γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει μεγαλύτερη αυτονομία, όμως η διατήρηση μιας λειτουργικής συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες παραμένει ζωτικής σημασίας για την παγκόσμια σταθερότητα.
Οι εμπορικές εντάσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές ενισχύονται από τη συνεχιζόμενη εφαρμογή της πολιτικής “Πρώτα η Αμερική”, η οποία ενθαρρύνει την προστασία της αμερικανικής βιομηχανίας μέσω δασμολογικών φραγμών. Η αυτοκινητοβιομηχανία, η γεωργία και ο τομέας της τεχνολογίας αποτελούν βασικά πεδία διαφωνιών, με την Ουάσιγκτον να απαιτεί ευνοϊκότερους όρους για τις αμερικανικές εταιρείες. Οι Βρυξέλλες από την πλευρά τους αντιστέκονται στην πίεση, προσπαθώντας να διαφυλάξουν το ευρωπαϊκό οικονομικό μοντέλο που στηρίζεται στη ρύθμιση της αγοράς και στην προστασία των καταναλωτών. Οι μονομερείς αποφάσεις των ΗΠΑ για επιβολή δασμών σε ευρωπαϊκά προϊόντα προκαλούν αναστάτωση και δοκιμάζουν την αντοχή της διατλαντικής σχέσης. Η πρόσφατη ανακοίνωση του Τραμπ για νέους δασμούς σε βασικούς ευρωπαϊκούς τομείς προκάλεσε έντονη αντίδραση από την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία προειδοποίησε ότι οι συνέπειες θα είναι “τρομερές για όλους”. Οι Βρυξέλλες εξετάζουν αντίμετρα, γεγονός που ενδέχεται να οδηγήσει σε έναν νέο κύκλο εμπορικών συγκρούσεων. Παράλληλα, οι αμερικανικές πιέσεις για αλλαγές στη ρύθμιση των ψηφιακών κολοσσών συναντούν αντίσταση από την ΕΕ, η οποία επιδιώκει να διατηρήσει τον έλεγχο στην πολιτική ανταγωνισμού και προστασίας των δεδομένων.
Η ασφάλεια αποτελεί ένα σημαντικό σημείο τριβής, καθώς η στάση της Ουάσιγκτον απέναντι στο ΝΑΤΟ και τις ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες παραμένει επιθετική. Ο Τραμπ είχε επανειλημμένα επικρίνει τις ευρωπαϊκές χώρες για τη χαμηλή συνεισφορά τους στη συμμαχία, θέτοντας ακόμη και το ενδεχόμενο μείωσης της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ευρώπη. Στη δεύτερη θητεία του, αυτή η πίεση εντείνεται, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να ζητούν από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες. Η σύγκρουση στην Ουκρανία καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη για ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας, ωστόσο η προθυμία των ΗΠΑ να συνεχίσουν την οικονομική και στρατιωτική στήριξη της Ουκρανίας τίθεται υπό αμφισβήτηση. Η Ουάσιγκτον απαιτεί μεγαλύτερη συνεισφορά από την ΕΕ, ενισχύοντας τις ευρωπαϊκές συζητήσεις για στρατηγική αυτονομία, χωρίς όμως να παρέχει σαφείς εγγυήσεις για τη μακροπρόθεσμη αμερικανική δέσμευση στην ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Το ενεργειακό ζήτημα αποτελεί ένα ακόμη σημείο διαφοροποίησης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, προωθώντας την εγχώρια παραγωγή ορυκτών καυσίμων, υιοθετούν μια πολιτική που συγκρούεται με την πράσινη ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ουάσιγκτον αποφεύγει να δεσμευτεί σε αυστηρότερες περιβαλλοντικές ρυθμίσεις, προκαλώντας εντάσεις με τις Βρυξέλλες που πιέζουν για πιο φιλόδοξες κλιματικές πολιτικές. Παράλληλα, η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο έχει μειωθεί λόγω της αύξησης των αμερικανικών εξαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), γεγονός που ενισχύει τη στρατηγική σημασία των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια. Ωστόσο, η αμερικανική έμφαση σε βραχυπρόθεσμα οικονομικά οφέλη περιορίζει τις δυνατότητες μιας ευρύτερης συνεργασίας σε τομείς όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η τεχνολογία καθαρής ενέργειας.
Η προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ενισχύσει την αμυντική της βιομηχανία και να μειώσει την εξάρτησή της από εξωτερικούς προμηθευτές έχει προκαλέσει αντιδράσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι αμερικανικές εταιρείες εκφράζουν ανησυχίες ότι μπορεί να αποκλειστούν από ευρωπαϊκά αμυντικά συμβόλαια, με την Ουάσιγκτον να προειδοποιεί για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει μια τέτοια πολιτική στη διατλαντική συνεργασία. Το ΝΑΤΟ, μέσω του Γενικού Γραμματέα του, επισημαίνει ότι η δημιουργία παράλληλων αμυντικών δομών εντός της ΕΕ μπορεί να αποδυναμώσει τη συνοχή της συμμαχίας. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχουν εκ των πραγμάτων άλλη επιλογή από το να επανεξετάσουν τη διατλαντική σχέση, περιλαμβανομένης της βελτίωσης του διαλόγου και του συντονισμού μεταξύ τους. Είναι γεγονός ότι η διατήρηση ανοιχτών αγορών και η αποφυγή προστατευτικών πολιτικών που αποκλείουν αμερικανικές εταιρείες θα μπορούσε να διατηρήσει έναν υγιή ανταγωνισμό στον τομέα της άμυνας. Παράλληλα, η ανάπτυξη κοινών προγραμμάτων έρευνας και τεχνολογίας μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία νέων καινοτομιών, ενισχύοντας την αμοιβαία επωφελή συνεργασία.
Παρά τις προκλήσεις, η διατλαντική σχέση δεν έχει φτάσει σε σημείο πλήρους ρήξης. Τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρίζουν ότι η συνεργασία μεταξύ τους είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της διεθνούς σταθερότητας και της οικονομικής ανάπτυξης. Η ανάπτυξη κοινών πρωτοβουλιών στους τομείς της τεχνολογίας, της άμυνας και της ενεργειακής μετάβασης θα μπορούσε ν’ αποτελέσει έναν μηχανισμό εξισορρόπησης των εντάσεων. Επιπλέον, η διατήρηση ενός σταθερού διαλόγου και η αποφυγή μονομερών ενεργειών θα βοηθούσαν στη διατήρηση μιας λειτουργικής σχέσης, παρά τις εγγενείς διαφορές. Η πραγματικότητα είναι ότι, παρά τις προκλήσεις, ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να αντέξουν έναν πλήρη διαχωρισμό, καθώς τα συμφέροντά τους εξακολουθούν να είναι αλληλένδετα σε πολλά κρίσιμα ζητήματα. Το μέλλον της διατλαντικής σχέσης θα εξαρτηθεί από την ικανότητα των δύο πλευρών να διαχειριστούν τις διαφωνίες τους και να βρουν νέους τρόπους συνεργασίας, διαμορφώνοντας ένα νέο πλαίσιο στρατηγικής διαχείρισης που ν’ ανταποκρίνεται στις προκλήσεις του 21ου αιώνα.
*Καθηγητής-ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην πρύτανης.