Διεθνή

Οι απειλές Τραμπ έσυραν το Ιράν πίσω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων

Η μεταστροφή του Χαμενεΐ ουσιαστικά καταδεικνύει τις προτεραιότητές του, με τη διατήρηση του καθεστώτος ν’ αποτελεί την ύψιστη των αναγκαιοτήτων

Οι απειλές του Αμερικανού Προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, έφεραν το Ιράν πίσω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ουσιαστικά, η Ουάσιγκτον επιδιώκει μια νέα συμφωνία που θα περιορίζει τον εμπλουτισμό ουρανίου από την Τεχεράνη με αντάλλαγμα την άρση των κυρώσεων, έπειτα από την αποχώρηση από την προηγούμενη συμφωνία κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ. Βασικό βήμα για την έναρξη των διαπραγματεύσεων ήταν η μεταστροφή του ανώτατο ηγέτη του Ιράν, αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, ο οποίος το προηγούμενο διάστημα ούτε που ήθελε ν’ ακούσει για συζητήσεις με τις ΗΠΑ. Σε κάθε περίπτωση, μπορεί οι απειλές να έφεραν την Τεχεράνη στις διαπραγματεύσεις, αλλά η οικονομική κρίση θα την κρατήσει στο τραπέζι για να συζητήσει μια ενδεχόμενη συμφωνία. Την ίδια ώρα καταγράφεται μια μικρή μετατόπιση στη θέση του Τραμπ, η οποία δύναται να δημιουργήσει ρήξη στις σχέσεις ΗΠΑ - Ισραήλ.

Πώς έπεισαν τον Χαμενεΐ

Το παρασκήνιο της «μεταμόρφωσης» του Χαμενεΐ έφεραν στη δημοσιότητα οι New York Times. Όπως αναφέρουν, στην επείγουσα συνάντηση, στην οποία θα εξεταζόταν η επιστολή του Τραμπ, με την οποία ζητούσε διαπραγματεύσεις για τα πυρηνικά, ο Πρόεδρος της χώρας, μαζί με τους επικεφαλής της Δικαιοσύνης και του Κοινοβουλίου, επιχείρησαν να αλλάξουν γνώμη στον ανώτατο ηγέτη του Ιράν.

Ως γνωστόν, ο Χαμενεΐ είχε δημοσίως και επανειλημμένως απαγορεύσει οποιαδήποτε συζήτηση με την Ουάσιγκτον, χαρακτηρίζοντάς την απερίσκεπτη και ανόητη. Ωστόσο, οι ανώτεροι αξιωματούχοι, με μιαν ασυνήθιστη συντονισμένη προσπάθεια, τον πίεσαν να «αλλάξει μυαλά», προειδοποιώντας τον ότι, αν δεν επέτρεπε στην Τεχεράνη να διαπραγματευτεί με την Ουάσιγκτον, η εξουσία της Ισλαμικής Δημοκρατίας κινδύνευε να καταρρεύσει.

Η χώρα ήδη βρίσκεται αντιμέτωπη με οικονομική κατάρρευση, με το νόμισμα να βυθίζεται έναντι του δολαρίου, την ώρα που καταγράφονται σημαντικές ελλείψεις σε καύσιμα, ηλεκτρικό ρεύμα και νερό. Η απειλή πολέμου με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ ήταν εξαιρετικά σοβαρή, προειδοποίησαν οι αξιωματούχοι. Αν το Ιράν αρνιόταν τις συνομιλίες ή αν οι διαπραγματεύσεις αποτύγχαναν, σύμφωνα με τις προειδοποιήσεις τους προς τον Χαμενεΐ, οι στρατιωτικές επιθέσεις στους δύο βασικούς πυρηνικούς σταθμούς του Ιράν, στο Νατάνζ και στο Φορντόου, θα ήταν αναπόφευκτες.

Σε αυτό το σενάριο, «αναγκαστικά» το Ιράν θα έπρεπε να απαντήσει, αυξάνοντας ξανά τις πιθανότητες μιας γενικευμένης σύγκρουσης. Αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να πλήξει ακόμη περισσότερο την οικονομία και να προκαλέσει εσωτερικές αναταραχές, όπως διαδηλώσεις και απεργίες, με τους αξιωματούχους να υποδεικνύουν ότι ένας αγώνας σε δύο μέτωπα θα αποτελούσε υπαρξιακή απειλή για το καθεστώς.

Σύμφωνα πάντα με το δημοσίευμα, στο τέλος της πολύωρης αυτής συνάντησης, ο Χαμενεΐ υπαναχώρησε. Έδωσε την άδειά του για την έναρξη διαπραγματεύσεων, αρχικά έμμεσων, μέσω ενός μεσολαβητή, και, εφόσον εξελίσσονταν θετικά, για άμεσες συνομιλίες μεταξύ Αμερικανών και Ιρανών διαπραγματευτών.

Σήμερα, Μεγάλο Σάββατο, το Ιράν και οι Ηνωμένες Πολιτείες πραγματοποιούν τον πρώτο γύρο συνομιλιών στο Ομάν. Αν αυτές οδηγήσουν σε απευθείας συναντήσεις, θα αποτελέσει ένδειξη μιας σημαντικής παραχώρησης από πλευράς Ιράν, το οποίο έως τώρα επέμενε ότι δεν επιθυμεί άμεση επαφή με Αμερικανούς αξιωματούχους. Σύμφωνα με αναλυτές, η μεταστροφή του Χαμενεΐ ουσιαστικά καταδεικνύει τις προτεραιότητές του, με τη διατήρηση του καθεστώτος ν’ αποτελεί την ύψιστη των αναγκαιοτήτων.

Σημειώνεται ότι οι συνομιλίες πραγματοποιούνται σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο παγκόσμιο σύστημα, το οποίο κλυδωνίζεται από τις περιφερειακές ανακατατάξεις, τους δασμούς και τις ασταθείς συμμαχίες. Οι πολιτοφυλακές που υποστηρίζονται από το Ιράν στην περιοχή, όπως η Χαμάς και η Χεζμπολάχ, έχουν αποδυναμωθεί σοβαρά από το Ισραήλ, ενώ το Ιράν έχασε έναν βασικό του σύμμαχο στη Συρία μετά την πτώση του Προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ τον Δεκέμβριο.

Το αγκάθι της οικονομίας

Μπορεί η απειλή για στρατιωτική επέμβαση από τις ΗΠΑ να ήταν ο λόγος που αναγκάστηκε το Ιράν να επιστρέψει το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, εντούτοις η αποδυναμωμένη του οικονομία θα το κρατήσει στις συνομιλίες με τον Ντόναλντ Τραμπ.

Οικονομικοί αναλυτές σημειώνουν ότι τη δεδομένη στιγμή το ιρανικό νόμισμα είναι ένα από τα πιο αδύναμα στον κόσμο. Ο πληθωρισμός παραμένει πάνω από το 30%, οι νέοι δυσκολεύονται να βρουν εργασία, ενώ η απογοητευμένη μεσαία τάξη δεν έχει πλέον τη δυνατότητα ν’ αγοράζει εισαγόμενα αγαθά.

Με τη δεύτερη θητεία Τραμπ τα οικονομικά αυτά ζητήματα όχι μόνο δεν θα επιλυθούν, αλλά αναμένεται να ενταθούν, καθώς ο πλανητάρχης με κάθε ευκαιρία εφαρμόζει τη στρατηγική της «μέγιστης πίεσης» για να αναγκάσει φίλους και εχθρούς να υποκύψουν στις επιταγές του. Ειδικοί θεωρούν μάλιστα ότι η εξαντλημένη από τις κυρώσεις και τη διαχρονική διαφθορά, ιρανική κοινωνία θα μπορούσε να φτάσει στα όριά της, εάν η οικονομία επιδεινωθεί περαιτέρω. Γι’ αυτό, το endgame του Ιράν εκτιμάται ότι είναι η άρση των κυρώσεων, θεωρώντας ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ίσως να είναι σε θέση να το πετύχει με τρόπο που δεν κατάφερε η κυβέρνηση Μπάιντεν.

Για τον Τραμπ, μια συμφωνία με το Ιράν θα ενίσχυε την εικόνα του ως ειρηνοποιού, καθώς η κυβέρνησή του έχει σημειώσει ελάχιστη πρόοδο ως προς τον τερματισμό των πολέμων στην Ουκρανία και τη Γάζα, όπως είχε υποσχεθεί. Για την Τεχεράνη, όμως, υπάρχουν πιο ουσιαστική λόγοι. Η άρση των κυρώσεων θα μπορούσε ν’ αναστρέψει μια πολυετή οικονομική ύφεση, η οποία, αν δεν αντιμετωπιστεί, θα μπορούσε να απειλήσει το αυταρχικό καθεστώς του Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ.

Όπως έχει αναφερθεί, υπάρχουν ενδείξεις ότι η Τεχεράνη ανησυχεί για κοινωνική αναταραχή σε μια πολιτικά ευαίσθητη περίοδο. Σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές, το καθεστώς προετοιμάζεται σιωπηλά για μια επικείμενη αλλαγή ηγεσίας, αφού ο Χαμενεΐ είναι 85 ετών και έχει ιστορικό προβλημάτων υγείας. Την ίδια ώρα, καταγράφεται σημαντική μείωση της στρατιωτικής επιρροής του Ιράν στο εξωτερικό. Η εκλογή δε του μεταρρυθμιστή Προέδρου, Μασούντ Πεζεσκιάν, για κάποιους καταδεικνύει ότι ο μηχανισμός ασφαλείας του Ιράν είναι ανοιχτός, σε κάποιο βαθμό, σε αλλαγές.

Υπάρχει η εκτίμηση ότι τα οικονομικά προβλήματα του Ιράν ίσως πλησιάζουν σε ένα σημείο καμπής. Οι οικονομολόγοι λένε ότι τα στοιχεία σκιαγραφούν μιαν ανησυχητική εικόνα, ιδιαίτερα για τους φτωχούς της υπαίθρου και της συρρικνωμένης μεσαίας τάξης. Για παράδειγμα, η τιμή των τροφίμων αυξήθηκε κατά 41% τον Μάρτιο σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα πέρυσι, σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα του Ιράν. Και ενώ η οικονομία στο σύνολό της επεκτείνεται, ο ρυθμός ανάπτυξης επιβραδύνεται και απειλείται περαιτέρω από ελλείψεις στην ενέργεια. Ο ανώτερος αναλυτής στην Eurasia Group, Gregory Brew, εξηγεί ότι «οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν από το 2018 δεν προκάλεσαν ξαφνική κατάρρευση, αλλά έναν αργό στραγγαλισμό της οικονομικής δραστηριότητας».

Παρά την πίεση, όμως, θεωρείται απίθανο η Τεχεράνη να κάνει μεγάλες υποχωρήσεις. Πιο πιθανό είναι το καθεστώς να δώσει όσα χρειάζονται για να κρατήσει τις συνομιλίες ζωντανές και να αποσπάσει μικρές οικονομικές παραχωρήσεις από τις ΗΠΑ, ενώ σταδιακά θα διαβρώνει τις απαιτήσεις της άλλης πλευράς.

Η αλλαγή στάσης των ΗΠΑ

Χωρίς να διευκρινίζεται εάν πρόκειται για διαπραγματευτική τακτική, διεφάνη μια χαλάρωση στη ρητορική των ΗΠΑ σε σχέση με το ζήτημα του εμπλουτισμού ουρανίου από το Ιράν. Ειδικότερα, ο ειδικός απεσταλμένος του Ντόναλντ Τραμπ για τη Μέση Ανατολή, Στιβ Γουίτκοφ, σημείωσε ότι η κυβέρνηση Τραμπ είναι διατεθειμένη να επιτρέψει στο Ιράν να εμπλουτίζει ουράνιο σε χαμηλό επίπεδο, εφόσον υπόκειται σε αυστηρούς ελέγχους, κάτι που αποτελεί σημαντική μετατόπιση από την αρχική απαίτηση του Λευκού Οίκου για πλήρη κατάργηση του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος.

Αν αυτή η θέση υιοθετηθεί στις συνομιλίες, θα επιτρέψει στο Ιράν να διατηρήσει το πυρηνικό του πρόγραμμα, θέτοντας τις ΗΠΑ απέναντι στους στόχους του Ισραήλ για το συγκεκριμένο ζήτημα. «Δεν χρειάζεται να εμπλουτίσουν πάνω από 3,67%. Το ζήτημα θα είναι κυρίως η επαλήθευση του προγράμματος εμπλουτισμού και τελικά η επαλήθευση της πιθανής προσπάθειας εξοπλισμού», ανέφερε ο Γουίτκοφ στο Fox News.

Υπενθυμίζεται ότι η αποδοχή του εμπλουτισμού από την κυβέρνηση Ομπάμα ήταν καθοριστική για την επίτευξη της πυρηνικής συμφωνίας του 2015. Η συμφωνία εκείνη έθετε επίσης το ανώτατο όριο εμπλουτισμού στο 3,67%, αλλά επέτρεπε στο Ιράν, σε βάθος χρόνου, να ξεπεράσει αυτό το επίπεδο. Ο Τραμπ είχε χαρακτηρίσει τη συμφωνία «αδύναμη» και αποχώρησε από αυτήν κατά την πρώτη του θητεία.

Αν και οι ιδέες που παρουσίασε ο Στιβ Γουίτκοφ στη συνέντευξή του στο Fox News μοιάζουν με εκείνες της συμφωνίας του 2015 επί Ομπάμα, καθώς επιτρέπουν στο Ιράν να εμπλουτίζει ουράνιο, διαφέρουν σημαντικά σε άλλα βασικά σημεία. Ο Γουίτκοφ φάνηκε να υπονοεί ότι η κυβέρνηση Τραμπ επιδιώκει το Ιράν να διατηρεί μόνιμα το επίπεδο εμπλουτισμού ουρανίου κάτω από το 3,67%. Αντίθετα, η συμφωνία του 2015 περιελάμβανε μια σειρά από λεγόμενες «ρήτρες λήξης» (sunset clauses), που επέτρεπαν στο Ιράν να αυξήσει σταδιακά τόσο το ποσοστό καθαρότητας όσο και τα αποθέματα εμπλουτισμένου ουρανίου. Μέχρι το 2031, το Ιράν θα ήταν ελεύθερο να εμπλουτίζει σε οποιοδήποτε ποσοστό και να αυξάνει το απόθεμά του απεριόριστα.

Ο Γουίτκοφ πρότεινε, επίσης, ότι μια μελλοντική συμφωνία θα πρέπει να καλύπτει και τα πυραυλικά συστήματα του Ιράν, που ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν ως φορείς πυρηνικών όπλων. Όπως είπε, τα μέτρα επαλήθευσης πρέπει να περιλαμβάνουν «τον τύπο των πυραύλων που έχουν αποθηκευμένους εκεί, αλλά και τον πυροδοτικό μηχανισμό μιας βόμβας».