Οι πόλεις σε κίνηση... βραδείας κυκλοφορίας
Αλλάζει το όριο ταχύτητας σε δρόμους - Ραντάρ σε κάθε στροφή

Στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης βρίσκεται η μείωση του ορίου ταχύτητας εντός των πόλεων και η τοποθέτηση ραντάρ ταχύτητας κοντά σε κυκλικούς κόμβους, με φόντο την αύξηση των τροχαίων δυστυχημάτων.
Την ίδια ώρα, στο προσκήνιο έρχονται εκ νέου οι δύο απενεργοποιημένες κάμερες ταχύτητας στη Λεωφόρο Γρίβα Διγενή στη Λευκωσία, έναν δρόμο που στο παρελθόν έχει «ματώσει» από θανατηφόρες συγκρούσεις.
Απαντώντας σε επικρίσεις για ελέγχους ταχύτητας κοντά σε κυκλικούς κόμβους, o Διευθυντής της Τροχαίας στο Αρχηγείο Αστυνομίας, Χάρης Ευριπίδου, ανέφερε ότι δεν υπάρχει σημείο όπου δεν μπορεί να προκληθεί τροχαία σύγκρουση, τονίζοντας ότι σε οποιοδήποτε σημείο, σε οποιαδήποτε ώρα, έχουν προκληθεί θανατηφόρα.
Ανέφερε πως οι έλεγχοι δεν γίνονται στο σημείο αλλαγής του ορίου ταχύτητας, κάτι που απαγορεύεται, αλλά σε ευθείες με αυξημένη ταχύτητα ανάμεσα σε κόμβους.
Σημείωσε ότι στόχος είναι η πρόληψη και όχι η καταστολή, προσθέτοντας πως ο έλεγχος πρέπει να είναι συνεχής και απρόβλεπτος. «Δεν θα σταματήσουμε να ελέγχουμε και θα το κάνουμε με τον σωστό τρόπο», επεσήμανε.
Υπενθύμισε πως υπήρξε καταγραφή ακόμη και 141 χιλιομέτρων σε όριο 65. «Αντιληφθείτε τις συνέπειες που μπορεί να έχει κάτι τέτοιο. Σε πρόσφατο θανατηφόρο, η ταχύτητα μέσα στην κατοικημένη περιοχή ήταν πάνω από 100 και χάνονται ζωές».
Με αυτά τα κριτήρια επιλέγονται τα σημεία ελέγχου
O κ. Ευριπίδου ξεκαθάρισε ότι η εγκατάσταση των ραντάρ δεν γίνεται αυθαίρετα, αλλά στηρίζεται σε εμπεριστατωμένες μελέτες και διεθνώς τεκμηριωμένες πρακτικές.
Όπως ανέφερε, η τοποθέτηση ραντάρ πλησίον των κυκλικών κόμβων δεν γίνεται στα κουτουρού, αλλά στη βάση επιστημονικής προσέγγισης και εμπειρίας δεκαετιών.
Διευκρίνισε ότι τα σημεία αυτά επιλέγονται κυρίως λόγω της επικινδυνότητάς τους και της συχνότητας των τροχαίων.
Ο ίδιος σημείωσε ότι τα «μελανά» σημεία, στα οποία καταγράφονται συχνά δυστυχήματα και δη θανατηφόρα, καθώς και δρόμοι που θεωρούνται υψηλής επικινδυνότητας, επιλέγονται ως επί το πλείστον από την Τροχαία. Πρόσθεσε ότι τα σχετικά κριτήρια προκύπτουν μέσα από έρευνες πανεπιστημίων και διεθνείς πρακτικές.
Υπογράμμισε, επίσης, ότι εξετάζονται τα λεγόμενα «μελανά σημεία», δηλαδή περιοχές όπου έχουν καταγραφεί τουλάχιστον τρία τροχαία δυστυχήματα σε ένα έτος. Αν και τέτοια σημεία δεν υπάρχουν αυτήν τη στιγμή στην Κύπρο, εντοπίζονται περίπου 25 επικίνδυνα σημεία που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής.
Σε αυτά τα σημεία, σύμφωνα με τον κ. Ευριπίδου, τοποθετούνται κάμερες και γίνονται έλεγχοι με ραντάρ, καθώς και σε τμήματα του αυτοκινητόδρομου όπου παρατηρούνται υψηλές ταχύτητες. Λαμβάνεται υπόψη και η διαμόρφωση του δρόμου, ώστε να είναι εφικτός ο ασφαλής έλεγχος των οχημάτων.
Ανέφερε επίσης ένα παράδειγμα επικίνδυνου σημείου κοντά σε κυκλικό κόμβο, όπου είχε σημειωθεί θανατηφόρο τροχαίο έξω από το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.
Στο ερώτημα για τη στόχευση της Αστυνομίας, σε σχέση με τις καταγγελίες πλησίον κυκλικών κόμβων, ο κ. Ευριπίδου ξεκαθάρισε πως η στόχευση της Αστυνομίας δεν είναι να καταγγέλλει φιλήσυχους πολίτες, επισημαίνοντας παράλληλα ότι στην Κύπρο υπάρχει, καλώς ή κακώς, μια ανοχή, η οποία δεν υφίσταται σε άλλες χώρες.
Ειδικότερα, εξήγησε ότι στους αυτοκινητόδρομους ισχύει «όριο ανοχής» 20%, ενώ στις κατοικημένες περιοχές η ανοχή καθορίζεται σε 10% συν 2 χιλιόμετρα. «Αν το όριο είναι 30 χλμ, όπως συμβαίνει πλησίον των κυκλικών κόμβων, τότε ο οδηγός μπορεί να κινηθεί μέχρι και με 35 χλμ», ανέφερε.
Παράλληλα, χαρακτήρισε ως ψευδείς, ανακριβείς και παντελώς ανυπόστατες τις καταγγελίες πολιτών για υπερβολικές καταγγελίες λόγω μικρής υπέρβασης του ορίου. «Είμαι έντονος, γιατί έχουμε τέσσερα θανατηφόρα σε μια μέρα και δυστυχώς υπάρχουν συμπολίτες μας, οι οποίοι, αντί να σκέφτονται ότι πρέπει να πηγαίνουν 10 χιλιόμετρα πιο κάτω, σκέφτονται πώς να τρέχουν με 10 χιλιόμετρα πιο πάνω και να μην καταγγέλλονται», υπογράμμισε.
Απαντώντας σε αναφορές για ελέγχους ταχύτητας από αστυνομικούς χωρίς εμφανή παρουσία, ο κ. Ευριπίδου ανέφερε πως οι αστυνομικοί όντως το κάνουν και ότι θα συνεχίσουν να το κάνουν. Διευκρίνισε ότι οι αστυνομικοί πρέπει να στέκονται κάπου. Είτε στην άκρη είτε στη μέση είτε στην αντίθετη πλευρά είτε να είναι κρυμμένοι είτε καλυμμένοι μέσα σε ένα αυτοκίνητο, που είναι χωρίς νούμερα, χωρίς φάρους αναμμένους, ώστε να ελέγχουν την ταχύτητα. Συμπλήρωσε δε ότι η πρακτική αυτή προκύπτει από τεκμηριωμένες έρευνες διεθνών πανεπιστημίων.
Ο Διευθυντής Τροχαίας ανέφερε ακόμη ότι τα ραντάρ δεν τοποθετούνται επί μονίμου βάσεως σε συγκεκριμένα σημεία, αλλά στήνονται τακτικά και κυρίως σε ώρες που θεωρείται ότι καταγράφονται αυξημένες ταχύτητες.
Από την 1η Ιανουαρίου του 2025, όπως ανέφερε, η Τροχαία έχει καταγράψει πάνω από 15 χιλιάδες παραβάσεις για υπερβολική ταχύτητα, με ημερήσιο μέσο όρο 150 καταγγελίες.
Διαφωνίες από πρώην αξιωματούχους
H όλη συζήτηση προέκυψε μετά από αντιδράσεις πρώην αξιωματούχων της Τροχαίας, οι οποίοι εξέφρασαν έντονο προβληματισμό για την τοποθέτηση ραντάρ πλησίον των κυκλικών κόμβων. Ο τέως Υπαρχηγός της Αστυνομίας και πρώην Διευθυντής Τροχαίας, Δημήτρης Δημητρίου, χαρακτήρισε την πρακτική αυτή «απαράδεκτη».
Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι είναι απαράδεκτο να στήνονται ραντάρ πλησίον των κυκλικών κόμβων, προσθέτοντας ότι, όταν πλησιάζεις κυκλικούς κόμβους ή όταν αλλάζουν τα όρια ταχύτητας, δεν πρέπει να τοποθετούνται ραντάρ, γιατί αυτό αποτελεί παγίδα για τον οδηγό.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο πρώην Αστυνομικός Διευθυντής Τροχαίας, Αντρέας Παπάς, αφού επισήμανε πως είναι πολύ δύσκολο να τηρηθεί το όριο από τον οδηγό, όταν αλλάζουν τα όρια ταχύτητας, πόσω μάλλον όταν εισέρχεται ή εξέρχεται ενός κυκλικού κόμβου.
Για τον ίδιο, όπως δήλωσε, είναι απαράδεκτο να τοποθετείται ραντάρ σε σημείο, το οποίο εγκλωβίζεις ένα οδηγό, μετά την αλλαγή του ορίου ταχύτητας.
Ωστόσο, και οι δύο αναγνώρισαν τη σημασία των στοιχείων που διαθέτει η Αστυνομία για τον εντοπισμό των «μελανών» σημείων, αλλά τόνισαν ότι τα ραντάρ θα πρέπει να τοποθετούνται μόνο σε περιοχές με ιστορικό σοβαρών τροχαίων δυστυχημάτων, και όχι σε σημεία που ενδέχεται να προκαλούν σύγχυση ή ακούσια παραβίαση των ορίων.
Εκτός λειτουργίας κάμερες σε δρόμο με «μαύρο» παρελθόν
Ο κ. Ευριπίδου επιβεβαίωσε ότι οι δύο κάμερες στη Λεωφόρο Γρίβα Διγενή παραμένουν εκτός λειτουργίας για περίπου 2,5 χρόνια, σημειώνοντας ότι λειτουργούσαν με ξεχωριστό συμβόλαιο και δεν εντάχθηκαν στο υπόλοιπο πρόγραμμα που έχει λειτουργήσει μεταγενέστερα. Με τη λήξη του συμβολαίου, σταμάτησε και η λειτουργία τους.
Πρόσθεσε πως υπήρχαν εκκρεμότητες τόσο σε σχέση με το συμβόλαιο όσο και με καταγεγραμμένες παραβάσεις, που πλέον έχουν διευθετηθεί. Πλέον, όπως είπε, «βρισκόμαστε στη διαδικασία μετακίνησης», σημειώνοντας ότι η εταιρεία που τις εγκατέστησε είναι διαφορετική από αυτήν που έχει τοποθετήσει τις υπόλοιπες.
Ο ίδιος τόνισε τη σημασία της συνεχούς επιτήρησης, δεδομένης της επικινδυνότητας του δρόμου. «Είναι ένας δρόμος όπου πολλοί νεαροί μοτοσικλετιστές και αυτοκινητιστές τρέχουν με υπερβολική ταχύτητα», είπε.
Επισήμανε ότι έχουν ήδη εφαρμοστεί κυκλοφοριακά μέτρα όπως κυκλοφοριακές νησίδες και κυκλικοί κόμβοι για τη μείωση των ταχυτήτων, ενώ με την αφαίρεση των καμερών θα γίνει παρακολούθηση, θα γίνονται έλεγχοι και ότι μπορεί να χρησιμοποιηθούν και κινητές κάμερες.
Επιπλέον, ανέφερε ότι το όριο ταχύτητας στη λεωφόρο καθορίζεται στα 50 χιλιόμετρα την ώρα σε όλο της το μήκος, λόγω της αυξημένης χρήσης της περιοχής από πεζούς και ποδηλάτες.
Πόσα θανατηφόρα έχουν καταγραφεί μέχρι στιγμής
Προβληματισμό και ανείπωτη οδύνη προκαλούν τα θανατηφόρα τροχαία που σημειώθηκαν μέχρι στιγμής στην Κύπρο. Πρόσφατα, μέσα σε ένα μόνο 24ωρο σημειώθηκαν τέσσερεις θανατηφόρες τραγωδίες στους δρόμους.
Όπως ενημερώνεται η «Σ», φέτος έχουν καταγραφεί 11 θάνατοι, αριθμός ίδιος με πέρσι και πρόπερσι. Παλαιότερα τα δυστυχήματα ήταν λιγότερα, αλλά είχαν περισσότερα θύματα ανά περιστατικό.
Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία που έχει στην κατοχή της η «Σ», οι πιο ευάλωτες ομάδες στους δρόμους είναι οι μοτοσικλετιστές και οι πεζοί. Για παράδειγμα, πέρσι από τους 41 νεκρούς στην άσφαλτο, οι 11 ήταν μοτοσικλετιστές. Αυτό σημαίνει ότι, αν και αποτελούν μόλις το 7% των οδηγών, οι μοτοσικλετιστές αντιστοιχούν στο 25% των θυμάτων. Το ίδιο ισχύει και για τους πεζούς, οι οποίοι έχουν επίσης υψηλό ποσοστό θυμάτων, παρότι στην Κύπρο λίγοι περπατούν και, όσοι το κάνουν, καλύπτουν συνήθως μικρές αποστάσεις.