Απόφαση καθόδου
Τα πρώτα βήματα του Αγώνα της ΕΟΚΑ.
Οι επαφές του Γρίβα στην Αθήνα και την Κύπρο κατά τα έτη 1952-53.

Στο περασμένο μας σημείωμα είδαμε πώς άρχισε η προπαρασκευή του Απελευθερωτικού μας Αγώνα καθ’ όλη τη διάρκεια του 1952, κάτω από άκρα μυστικότητα, και στις 7 Μαρτίου 1953 δόθηκε ο Όρκος των 12 πρωτοπόρων αγωνιστών. Από τη στιγμή εκείνη άρχισε έντονη προσπάθεια μύησης γνωστών προσωπικοτήτων της Αθήνας, νομικών, πολιτικών, στρατιωτικών και άλλων επιστημόνων, που ήταν έτοιμοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για την απελευθέρωση της Κύπρου και την Ένωση με τη Μάνα Ελλάδα.
Παράλληλα και ταυτόχρονα, στην Κύπρο ο φλογερός Παπασταύρος πυρπολούσε τις καρδιές των νέων της ΟΧΕΝ, σε συνεννόηση με τον άλλο μεγάλο πατριώτη, Γιάννη Χατζηπαύλου Ιωαννίδη, κυπριακής καταγωγής -από τη Δρούσια της Πάφου- αδελφό του Γεώργιου Χατζηπαύλου, που είχε εξοριστεί από τους Βρετανούς ως ένας από τους ηγέτες του Κινήματος των Οκτωβριανών του 1931. Ο γιατρός Ιωαννίδης ήταν αρχηγός της πατριωτικής οργάνωσης ΚΑΡΗ (Κύπριοι Αγωνιστές Ριψοκίνδυνοι Ηγέτες), στην οποία είχαν ενταχθεί Κύπριοι φοιτητές που είχαν κι αυτοί ορκιστεί ν’ αγωνιστούν για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Οι φοιτητές της ΚΑΡΗ ενεργούσαν παράλληλα με τους 12 πρωτοπόρους αγωνιστές που έδωσαν τον Όρκο, με πρώτο τον Αρχιεπίσκοπο. Μάλιστα, οι φοιτητές της ΚΑΡΗ εκπαιδεύονταν στη χρήση των όπλων και των εκρηκτικών υλών από Κύπριους αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού και επιστήμονες - έφεδρους αξιωματικούς του Μηχανικού του Ελληνικού Στρατού. Επίσης, μια ομάδα από αυτούς πήγαν στην Κρήτη και εκπαιδεύτηκαν στον ανταρτοπόλεμο από Πρωτοκαπετάνιους του νησιού Μπαντουνάδες. Για τη δράση αυτών των φοιτητών, που κλήθηκαν αργότερα από τον Διγενή να κατέβουν στην Κύπρο για να στελεχώσουν την ΕΟΚΑ, θα γράψουμε αργότερα.
Ο Γρίβας, αφού ανέλαβε ομόφωνα από τους άλλους 11 Πρωτοπόρους, συμπεριλαμβανομένου και του Μακαρίου, ήρθε στην Κύπρο δύο φορές «για να επισκεφθεί τους συγγενείς του» και περιήλθε όλο το νησί για εκτίμηση του εδάφους και την επισήμανση στρατιωτικών στόχων, κυρίως τη Λευκωσία, την Αμμόχωστο, τη Δεκέλεια, την Επισκοπή και το Τρόοδος. Η πρώτη αναγνωριστική επίσκεψή του έγινε τον Ιούλιο του 1951, προτού ακόμα ληφθεί απόφαση για ένοπλο αγώνα, μετά από επαφές που είχε στην Αθήνα με τον διευθυντή της εφημερίδας «Εστία», Αχιλλέα Κύρου, τον επίσης Κύπριο δικηγόρο Χριστόδουλο Παπαδόπουλο και τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Στρατηγό Γεώργιο Κοσμά.
Στις 5 Ιουλίου 1951 ο Γεώργιος Θεοδώρου Γρίβας, απόστρατος Συνταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού, αναχώρησε από την Αθήνα με προορισμό τη γενέτειρά του Κύπρο για επαφές με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, τον Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό και άλλους αντιπροσωπευτικούς παράγοντες του κυπριακού Ελληνισμού. Κύριος σκοπός της επίσκεψής του εκείνης, όπως ο ίδιος θα γράψει μετά τον Αγώνα, «ήταν να διαμορφώση ιδίαν γνώμην κατά πόσο ηδύνατο να επιτύχη απελευθερωτικόν κίνημα».
Στις 10 Ιουλίου ο Γρίβας συναντιέται με τον Μακάριο, για να γνωρίσει τις απόψεις του, δεδομένου ότι οι βραχύβιες κεντρώες ελληνικές κυβερνήσεις ήταν εναντίον ενός τέτοιου εγχειρήματος. Ευνοούσαν όλοι την εξεύρεση λύσης του Κυπριακού διά της διπλωματικής οδού. Από τους στρατιωτικούς παράγοντες της Αθήνας, μόνον ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Στρατηγός Γεώργιος Κοσμάς, υποστήριζε ένθερμα ένοπλο αγώνα και υποσχέθηκε στον Γρίβα κάθε δυνατή βοήθεια, ηθική και υλική, παρά τις αντιδράσεις του Παπάγου και στενών συνεργατών του.
Στη συνάντηση εκείνη Μακαρίου - Γρίβα, ο Αρχιεπίσκοπος ήταν πολύ διστακτικός και επιφυλακτικός. Ήταν φανερό ότι γνώριζε και τις αρνητικές θέσεις της Ελλαδικής πολιτικής ηγεσίας. Θα γράψει αργότερα ο Διγενής για τη συνάντηση εκείνη: «Ούτος εφάνη λίαν συντηρητικός και με σκεπτικισμόν ήκουσε την πρότασίν μου, διότι αμφέβαλλε διά την δυνατότητα επιτυχίας μαχητικής δράσεως εν Κύπρω. Του είπα ότι θα έκαμνα αναγνώρισιν επί των δυνατοτήτων οργανώσεως ανταρτοπόλεμου και θα του ανέφερα σχετικώς».
Ο Γρίβας, χωρίς ν’ απογοητευτεί από την αρνητική στάση του Μακαρίου, άρχισε τις αναγνωρίσεις και τις επαφές. Πήγε για δήθεν παραθερισμό στο Τρόοδος και στις 20 Ιουλίου είχε στον Καλοπαναγιώτη συνάντηση με τον Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό. Ο πατριδολάτρης εκείνος δεσπότης, ο εν παντί αγωνιστής, ο μέχρι θανάτου διαπρύσιος κήρυκας και ακατάβλητος μαχητής της Ενώσεως, μου ανέφερε για τη συνάντηση εκείνη ότι: Όχι μόνο ασπάστηκε απόλυτα τις θέσεις του Διγενή, αλλά τον προέτρεψε να επισπεύσει τις προσπάθειές του. Και του εξέφρασε απόλυτη συμπαράσταση στο εθνικό έργο που αναλάμβανε. Επίσης, έθεσε στη διάθεσή του όλα τα χρήματα και εισοδήματα της Μητροπολιτικής περιφέρειας. Τέλος, τον διαβεβαίωσε ότι θα συζητούσε σύντομα με τον Μακάριο το θέμα του ένοπλου αγώνα και θα τον έπειθε να διαλύσει τις επιφυλάξεις και τη διστακτικότητά του. Γράφει για τη συνάντηση εκείνη ο Διγενής: «Ούτος συμφώνησε μετ’ εμού και μου υπεσχέθη ότι θα συνεννοείτο σχετικώς μετά του Αρχιεπισκόπου». Από τις εξελίξεις που ακολούθησαν, συνάγεται καθαρά ότι ο Κυπριανός τήρησε την υπόσχεσή του στον Γρίβα. Διότι, κατά τη συνάντηση του Διγενή με τον Μακάριο 24 μέρες αργότερα, στις 3 Αυγούστου, ο Αρχιεπίσκοπος δεν ήταν επιφυλακτικός ούτε δισταχτικός για ένοπλο αγώνα, όπως ήταν στην πρώτη τους συνάντηση.
Αφού συμπλήρωσε τις επαφές του στην Κύπρο, ο Γρίβας γύρισε στην Αθήνα και άρχισε νέο κύκλο επαφών και συσκέψεων με διάφορους παράγοντες. Από τον χώρο της επίσημης πλευράς η άρνηση ήταν γενική. Οι στενότεροι συνεργάτες και φίλοι του Παπάγου επικροτούσαν τη θέση του. Κι ο στρατάρχης, που είχε ορκιστεί Πρωθυπουργός στις 20 Δεκεμβρίου 1951, τήρησε σαφή θέση εναντίον της διεξαγωγής ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα στην Κύπρο. Οι περισσότεροι υπουργοί του και άλλοι πολιτικοί του σύμβουλοι, εκτός ελαχίστων, ήταν διστακτικοί στο εγχείρημα του Γρίβα. Μερικοί μάλιστα από αυτούς, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ήταν κάθετα ενάντιοι. Προτιμούσαν συνομιλίες με τη σύμμαχο Βρετανία για ειρηνική λύση. Ο αείμνηστος Σπύρος Παπαγεωργίου, στο βιβλίο του «Κυπριακή Θύελλα», γράφει σχετικά: «Εν σχέσει με την προσφοράν του Στρατάρχου Παπάγου εις την προπαρασκευήν του Αγώνος της ΕΟΚΑ, αι υπάρχουσαι μαρτυρίαι οδηγούν εις το συμπέρασμα ότι ούτος εκυμαίνετο μεταξύ της συγκατανεύσεως ν’ αρχίσει ο αγών και της πλήρους αντιδράσεως εις το εγχείρημα τούτο. Ο ίδιος ο Διγενής, κατά μεν την προπαρασκευήν του αγώνος αναφέρει ότι κατεβλήθησαν από πλευράς ελληνικής κυβερνήσεως προσπάθειαι αποτοπής του, κατά δε την πρώτην περίοδον της δράσεως γράφει (17 Ιουνίου 1955) σκληρούς λόγους διά τον Παπάγον: Ο Παπάγος ηρώτησεν τον Αρχιεπίσκοπον Μακάριον διατί εσταματήσαμεν!!! Άλλος που τα θέλει έτοιμα δι’ εκμετάλλευσιν».
Ο ίδιος ο Παπάγος, όπως θα δούμε αργότερα, είχε παραδεχθεί στον Μακάριο ότι ο ίδιος είχε δώσει εντολές σε υπουργούς και άλλους στενούς συνεργάτες του να μην υπόσχονται καμιά βοήθεια στον Γρίβα ή άλλους φίλους του. Τους είχε υποδείξει μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις να μη διστάσουν, ακόμη και να απειλούν με σύλληψη όποιον παράγοντα του Κλιμακίου του Γραφείου Εθναρχίας στην Αθήνα τούς πλησιάσει για βοήθεια στον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ. Την ίδια περίοδο οι Βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες της Αθήνας διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με υπουργούς της ελληνικής Κυβέρνησης και παρακολουθούσαν τις κινήσεις γνωστών συναγωνιστών του Γρίβα, που είχαν υπηρετήσει κάτω από τις διαταγές του στη γνωστή πατριωτική, αντικατοχική οργάνωση «Χ», της οποίας μέλος ήταν και ο Μακάριος κατά τη γερμανική κατοχή της Ελλάδας.