Δημοκρατικά διλήμματα και ζητήματα λογοδοσίας από τον αποκλεισμό Λεπέν
Αυτή η ετυμηγορία είναι πιθανό να παρουσιαστεί ως περαιτέρω απόδειξη του «υπέρμετρου επεμβατισμού της Ευρώπης και της δημοκρατικής της παρακμής»

Με ανάμεικτα συναισθήματα και αντίρροπες προσεγγίσεις υποδέχτηκαν τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, οι αναλυτές και οι πολιτικές προσωπικότητες την απόφαση του δικαστηρίου του Παρισιού για στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι στη Μαρίν Λεπέν. Εύλογα υπάρχουν φόβοι για ξέσπασμα της λαϊκής οργής, ενώ την ίδια ώρα δεν αποκλείεται η απόφαση του δικαστηρίου να ανοίξει τον δρόμο για την «τραμπικοποίηση» του δημόσιου διαλόγου, σε μια εποχή κατά την οποία καταγράφεται αυξανόμενη έλλειψη εμπιστοσύνης στο σύστημα δικαιοσύνης. Όπως παρατηρούν πολιτικοί αναλυτές, από την αρχή, το λεξιλόγιο που χρησιμοποιήθηκε ήταν «επίθεση στη δημοκρατία», «συμμορία». Σε αυτό το πλαίσιο τίθεται το ερώτημα για τα όρια της δημοκρατίας αλλά και της λογοδοσίας των πολιτικών προσώπων. Σε κάθε περίπτωση, ο δρόμος για την προεδρία της Γαλλίας δεν έχει φράξει τελείως για τη Λεπέν, ενώ, παράλληλα, θέλοντας και μη, προετοιμάζεται για το σχέδιο Β.
Χάος στην πολιτική σκηνή της Γαλλίας
Δίχως αμφιβολία, η Μαρίν Λεπέν είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα και δημοφιλή πρόσωπα στη γαλλική πολιτική. Το κόμμα της είναι το μεγαλύτερο στο γαλλικό κοινοβούλιο και κατέκτησε το μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων στις περσινές ευρωεκλογές. Γι’ αυτόν τον λόγο, η καταδίκη της για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος, με πενταετή φυλάκιση και πενταετή στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, η οποία της στερεί το δικαίωμα να είναι υποψήφια στις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας, το 2027, αναμένεται ότι θα προκαλέσει ισχυρούς κραδασμούς στην εύθραυστη πολιτική σκηνή της χώρας.
Βραχυπρόθεσμα, η κυβέρνηση του Προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν μπορεί να υποστεί το μεγαλύτερο πλήγμα. Αμέσως μετά την ανακοίνωση της απόφασης, κορυφαία στελέχη του Εθνικού Συναγερμού απείλησαν ότι θα την ανατρέψουν την κυβέρνηση με αφορμή την ενεργειακή πολιτική. Η κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του κεντρώου πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού, διατηρεί προς τον παρόν τον εύθραυστο έλεγχο της εξουσίας. Το ακροδεξιό κόμμα θα μπορούσε να καταθέσει πρόταση μομφής με αφορμή την ενεργειακή πολιτική, η οποία έχει πιθανότητες να επιτύχει εάν και άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένης της Αριστεράς, αποφάσιζαν να την υπερψηφίσουν. Σημειώνεται ότι ο Εθνικός Συναγερμός δεν αποπειράθηκε να ρίξει την κυβέρνηση από τότε που ο Μπαϊρού ανέλαβε καθήκοντα τον Δεκέμβριο.
Ειδικοί εξηγούν ότι η Λεπέν ενδέχεται να ακολουθήσει το παράδειγμα του Αμερικανού Προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είχε μετατρέψει σε πολιτική εκστρατεία τις νομικές διαδικασίες που κινήθηκαν εναντίον του. Θα μπορούσε να παρουσιάσει την απόφαση ως πολιτική εκδίκηση των αντιπάλων της και να προσπαθήσει να κινητοποιήσει τους υποστηρικτές της ενάντια στο λεγόμενο «πολιτικό κατεστημένο». Με αυτόν τον τρόπο, θα ευθυγραμμιζόταν με τις δηλώσεις που έκανε ο σύμμαχος του Τραμπ, Έλον Μασκ, ο οποίος είπε ότι «όταν η ριζοσπαστική Αριστερά δεν μπορεί να κερδίσει με δημοκρατική ψήφο, καταχράται το νομικό σύστημα για να φυλακίσει τους αντιπάλους της».
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η Λεπέν έχει προσπαθήσει να κάνει τον Εθνικό Συναγερμό πιο «μετριοπαθή» και να διευρύνει την εκλογική του βάση. Πάντα δήλωνε ότι θα αγωνιζόταν για να διαφυλάξει τους θεσμούς της Γαλλικής Δημοκρατίας, όμως η εκρηκτική εξέλιξη με τη δικαστική απόφαση αλλάζει τα πάντα. Η γαλλική πολιτική σκηνή υπήρξε διχασμένη τα τελευταία χρόνια, με πολλά αυθόρμητα πολιτικά κινήματα να αναδύονται με το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα να είναι οι διαδηλώσεις των «Κίτρινων Γιλέκων» το 2018 κατά του Μακρόν, οι οποίες οδήγησαν σε βίαιες συγκρούσεις.
Αν και η Λεπέν είναι πιθανό να αποφύγει να καλέσει προσωπικά σε βία, η απόφαση του δικαστηρίου μπορεί να τροφοδοτήσει ακόμα περισσότερη δυσαρέσκεια σε μια χώρα όπου οι ψηφοφόροι είναι ήδη απογοητευμένοι με τον τρόπο που κυβερνάται, δημιουργώντας χαώδεις καταστάσεις.
Η κρίση στην πίστη των θεσμών
Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση για τη Λεπέν αναμένεται ότι θα ενισχύσει το αφήγημα πολλών, κυρίως ακροδεξιών, πολιτικών ότι οι φιλελεύθερες ελίτ σε όλον τον κόσμο υπονομεύουν τη Δημοκρατία, χρησιμοποιώντας τη δικαιοσύνη ως όπλο κατά πολιτικών αντιπάλων που δεν θέλουν να δουν στην εξουσία.
Σύμφωνα με ειδικούς, η απόφαση ανοίγει την ευρεία συζήτηση σχετικά με τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τη νομιμότητα της εξουσίας. Στις ΗΠΑ, όπου ο Τζ. Ντ. Βανς και ο Ντόναλντ Τραμπ έχουν επανειλημμένα καταδικάσει τη «δημοκρατία μέσω δικαστικών αποφάσεων», αυτή η ετυμηγορία είναι πιθανό να παρουσιαστεί ως περαιτέρω απόδειξη του «υπέρμετρου επεμβατισμού της Ευρώπης και της δημοκρατικής της παρακμής». Οι Αμερικανοί συντηρητικοί είναι πιθανό να εκμεταλλευτούν την καταδίκη της Λεπέν για να υποστηρίξουν ότι οι κεντρώες ελίτ στην Ευρώπη χρησιμοποιούν νομικούς μηχανισμούς για να καταπνίξουν την αντιπολίτευση.
Υπενθυμίζεται ότι η απόφαση αποκλεισμού της Λεπέν ήρθε μόλις λίγους μήνες μετά την ακύρωση των αποτελεσμάτων του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών στη Ρουμανία από τα δικαστήρια της χώρας, με τη δικαιολογία ότι ο ακροδεξιός νικητής, Καλίν Γκεοργκέσκου, επωφελήθηκε τη ρωσική επιρροή μέσω της καμπάνιάς του στο TikTok. Οι εκλογικές Αρχές αργότερα απαγόρευσαν στον Γκεοργκέσκου να συμμετάσχει στις επαναληπτικές εκλογές του Μαΐου. Ο ίδιος έχει αρνηθεί οποιαδήποτε σύνδεση με το Κρεμλίνο και χαρακτήρισε την απόφαση πολιτικό κυνήγι μαγισσών.
Πολλοί «συστημικοί» πολιτικοί δήλωσαν ότι ήταν σημαντικό να διαφυλαχθεί το κράτος δικαίου στην υπόθεση της Λεπέν. Και, σε γενικές γραμμές, μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος συμφωνεί. Δημοσκόπηση του think tank Destin Commun τον Ιανουάριο, στην οποία συμμετείχαν 3.025 Γάλλοι πολίτες, διαπίστωσε ότι το 59% των ερωτηθέντων συμφωνούσαν ότι η δίωξη της Λεπέν, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας απαγόρευσης, αποσκοπούσε στην «προστασία της δημοκρατίας».
Το γεγονός ότι ισχυροί πολιτικοί μπορούν να ηττηθούν στα δικαστήρια θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ξεκάθαρο σημάδι ότι κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου, δήλωσε ο Στέφαν Μάρσαλ, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Χάινριχ Χάινε στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας. Όμως πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες βλέπουν πολιτική σκοπιμότητα στην υπόθεση. «Άνθρωποι που φοβούνται την κρίση των ψηφοφόρων συχνά νιώθουν ανακούφιση από την κρίση των δικαστηρίων», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της Ιταλίας, Ματέο Σαλβίνι.
Αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ψηφοφόροι αποδέχονται πως οι πολιτικοί πρέπει να υπόκεινται σε περιορισμούς μέσω της δικαστικής οδού, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ισπανία και η Ιταλία, οι οποίες βίωσαν δικτατορίες στο πρόσφατο παρελθόν. Η ελευθερία του λόγου, αν και αναγνωρίζεται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, είναι επίσης υπό όρους στη Γαλλία, τη Γερμανία και άλλες χώρες που απαγορεύουν τη ρητορική μίσους και περιορίζουν ακόμα και τη χρήση συμβόλων, όπως η σβάστικα.
Η υπόθεση της Λεπέν όμως εξακολουθεί να εγείρει ακανθώδη ερωτήματα για τις δημοκρατίες. Πρέπει το κράτος δικαίου να ισχύει πάντα ή μόνο τις περισσότερες φορές; Και όταν πρόκειται για πολιτικούς, πώς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ο νόμος εφαρμόζεται χωρίς πολιτικές σκοπιμότητες; Για πολλούς η απάντηση έγκειται στην εμπιστοσύνη στους δημοκρατικούς θεσμούς. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτοί οι θεσμοί είναι αξιόπιστοι. Σε άλλες, όμως, μπορεί να είναι λιγότερο αξιόπιστοι, ειδικά σε νεότερες δημοκρατίες. Οι λαϊκιστές, τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς, συχνά προσπαθούν να απαξιώσουν θεσμούς ή νόμους που θεωρούν ότι παρεμβαίνουν στη «βούληση του λαού», ενώ οι περισσότεροι συστημικοί πολιτικοί βλέπουν τους θεσμούς ως ατελείς μεν, αλλά ως τη λιγότερο κακή επιλογή για την αποτροπή κατάχρησης εξουσίας από κάποιο κόμμα ή πολιτικό.
Ο δρόμος δεν έχει κλείσει
Σανίδα σωτηρίας για τη Λεπέν ενδέχεται ν’ αποτελέσει η απόφαση που αναμένεται ότι θα εκδώσει το εφετείο μέχρι το καλοκαίρι του επόμενου έτους. Αυτή η εξέλιξη σημαίνει ότι η πολιτικός του Εθνικού Συναγερμού, που θεωρείται φαβορί για να διαδεχθεί τον Εμμανουέλ Μακρόν το 2027, μπορεί να συνεχίσει τη μάχη της, παρά την απαγόρευση που της επιβλήθηκε να θέσει υποψηφιότητα για δημόσιο αξίωμα.
Η απόφαση απαγόρευσης θεωρήθηκε σχεδόν η ταφόπλακα στις βλέψεις της να συμμετάσχει στις επόμενες προεδρικές εκλογές, με την ίδια να αναγνωρίζει ότι η πορεία της θα είναι «δύσκολη», αλλά να δηλώνει αποφασισμένη να συνεχίσει τον αγώνα. Με τον Μακρόν να μην μπορεί να διεκδικήσει τρίτη θητεία, η Λεπέν φαινόταν ως η επικρατέστερη διάδοχός του. Στο παρελθόν, έχει ήδη πραγματοποιήσει τρεις ανεπιτυχείς προεδρικές εκστρατείες.
Φυσικά υπάρχει και το σχέδιο Β. Ο Ζορντάν Μπαρντελά είναι ο πρώτος στη σειρά για να διαδεχθεί τη Λεπέν ως υποψήφιος της ακροδεξιάς για την προεδρία, αλλά πολλοί αμφισβητούν την ικανότητά του όχι μόνο να πάρει την σκυτάλη της υποψηφιότητας για τις Προεδρικές αλλά και να ενώσει ένα κόμμα τόσο συνυφασμένο με την οικογένεια Λεπέν. Ο Μπαρντέλα σίγουρα δεν έχει στο βιογραφικό του ανάλογη πολιτική διαδρομή και κύρος. Πρόσφατα λάθη, όπως η αποτυχημένη του επίσκεψη στην Ουάσιγκτον για το Συνέδριο Συντηρητικής Πολιτικής Δράσης (CPAC), καθώς και η έλλειψη εμπειρίας στον απαιτητικό και μακροχρόνιο προεκλογικό αγώνα για την προεδρία, αναμένεται να δεχτούν σκληρή κριτική αν τελικά θέσει υποψηφιότητα.
Μέχρι τώρα, η επιτυχία του Μπαρντέλα αποδίδεται συχνά στην εγγύτητά του με τη Λεπέν, αφού ο φρέσκος και «καθωσπρέπει» τρόπος του, καθώς και η νεότητά του, έρχονται σε αντίθεση με την πιο αυστηρή προσωπικότητα και εμπειρία της. Όμως, από μόνος του, πολλοί αναλυτές αμφιβάλλουν για το αν μπορεί να ξεχωρίσει από πιο παραδοσιακούς δεξιούς υποψηφίους. Σε δημοσκόπηση του Ifop, ο Μπαρντέλα συγκεντρώνει μεν περίπου το ίδιο ποσοστό με τη Λεπέν στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2027, αλλά υπολείπεται ελαφρώς σε περίπτωση δεύτερου γύρου απέναντι σε έναν κεντρώο υποψήφιο.