Ισραήλ - Τουρκία: Σύγκρουση ή γεωπολιτική μπλόφα;
Παρά την ένταση, ένας άμεσος πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας δεν είναι το πιθανότερο σενάριο. Το ΝΑΤΟ, στο οποίο ανήκει η Τουρκία, δύσκολα θα επέτρεπε μια πολεμική αναμέτρηση μεταξύ δύο στρατηγικών του συμμάχων

Η κλιμάκωση της έντασης μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας αποτελεί ένα από τα πιο ανησυχητικά ζητήματα της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Οι σχέσεις των δύο χωρών, που παλαιότερα χαρακτηρίζονταν από στρατηγική συνεργασία, έχουν επιδεινωθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια. Τα πρόσφατα γεγονότα, ιδιαίτερα μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία τον Δεκέμβριο του 2024, έχουν οδηγήσει ορισμένους αναλυτές να εκτιμούν ότι οι δύο χώρες ενδέχεται να βρεθούν στα πρόθυρα στρατιωτικής αντιπαράθεσης. Ωστόσο, πόσο πιθανή είναι μια τέτοια εξέλιξη και ποιες είναι οι ευρύτερες προεκτάσεις μιας ενδεχόμενης σύγκρουσης;
Για πολλές δεκαετίες, το Ισραήλ και η Τουρκία διατηρούσαν στενή συνεργασία, ιδιαίτερα σε στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο. Από τη δεκαετία του 1990, η στρατηγική τους σχέση ενισχύθηκε μέσω στρατιωτικών συμφωνιών, ανταλλαγής πληροφοριών και κοινών στρατιωτικών ασκήσεων. Ωστόσο, η άνοδος του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην εξουσία το 2003 και η σταδιακή στροφή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής προς μια περισσότερο ισλαμιστική και παρεμβατική προσέγγιση επέφεραν σημαντικές αλλαγές στις διμερείς σχέσεις. Η ρήξη μεταξύ των δύο χωρών έγινε πιο εμφανής το 2010, όταν το επεισόδιο του «Mavi Marmara» οδήγησε σε πάγωμα των διπλωματικών δεσμών. Η ισραηλινή επιδρομή στο πλοίο που μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο Τούρκων ακτιβιστών, γεγονός που προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση της Άγκυρας. Παρότι υπήρξαν κατά καιρούς προσπάθειες εξομάλυνσης, η επιδείνωση των σχέσεων συνεχίστηκε λόγω των διαφορών τους στο ζήτημα της Παλαιστίνης και της Λωρίδας της Γάζας. Με την πάροδο των ετών, οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή επιδείνωσαν περαιτέρω τις σχέσεις των δύο χωρών. Η συριακή κρίση, οι ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή και οι ενεργειακοί ανταγωνισμοί στην Ανατολική Μεσόγειο ενίσχυσαν την αντιπαράθεση, με την Τουρκία να αναπτύσσει φιλοδοξίες περιφερειακής ηγεμονίας και το Ισραήλ να ανησυχεί για τις τουρκικές στρατηγικές κινήσεις.
Η σημερινή ένταση μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας δεν οφείλεται σε μία μόνο αιτία αλλά σε ένα σύνολο γεωπολιτικών, στρατηγικών και οικονομικών παραμέτρων. Η πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία δημιούργησε ένα κενό εξουσίας, το οποίο τόσο η Τουρκία όσο και το Ισραήλ προσπαθούν να εκμεταλλευτούν. Η Άγκυρα υποστηρίζει ισλαμιστικές ομάδες και έχει αυξήσει την επιρροή της στα βόρεια της χώρας. Αντίθετα, το Ισραήλ ανησυχεί για την ενίσχυση της τουρκικής παρουσίας και προβαίνει σε αεροπορικές επιδρομές για ν’ αποτρέψει τη δημιουργία νέων απειλών. Επίσης, η Άγκυρα υποστηρίζει ανοιχτά τη Χαμάς, μια οργάνωση που το Ισραήλ θεωρεί τρομοκρατική. Οι επανειλημμένες δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου κατά του Ισραήλ και η διπλωματική του στήριξη στην παλαιστινιακή υπόθεση επιβαρύνουν τις σχέσεις των δύο χωρών. Από την άλλη, το Ισραήλ έχει αναπτύξει στενές σχέσεις με την Ελλάδα και την Κύπρο, συμμετέχοντας σε ενεργειακές συνεργασίες και αγωγούς μεταφοράς φυσικού αερίου. Αντίθετα, η Τουρκία διεκδικεί ζωτικό χώρο στην περιοχή και προχωρεί σε προκλητικές ενέργειες, όπως οι επεμβάσεις σε χωρικά ύδατα γειτονικών χωρών.
Η στρατιωτική ηγεσία του Ισραήλ δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μιας μελλοντικής σύγκρουσης με την Τουρκία. Οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις έχουν ήδη αυξήσει τις περιπολίες τους στα σύνορα με τη Συρία και έχουν ενισχύσει την παρουσία τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Σύμφωνα με πληροφορίες από την ισραηλινή Επιτροπή Nagel, το Ισραήλ εξετάζει το ενδεχόμενο προληπτικών στρατιωτικών μέτρων σε περίπτωση που η τουρκική επιθετικότητα συνεχιστεί. Οι ισραηλινές Αρχές έχουν επίσης επενδύσει στην ενίσχυση του αεροπορικού τους στόλου, με νέα F-15 και drones, ενώ η στρατιωτική συνεργασία με τις ΗΠΑ παραμένει σε υψηλό επίπεδο. Παράλληλα, η Ιερουσαλήμ έχει ενισχύσει τις αμυντικές της συμφωνίες με την Κύπρο και την Ελλάδα, δημιουργώντας έναν στρατηγικό άξονα που λειτουργεί ως αντίβαρο στις τουρκικές φιλοδοξίες.
Ο Τούρκος Πρόεδρος επιδιώκει να ενισχύσει τον ρόλο της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης και να εμφανιστεί ως ο κύριος υπερασπιστής του μουσουλμανικού κόσμου. Στο πλαίσιο αυτό υποστηρίζει στρατιωτικά τους ισλαμιστές μαχητές στη Συρία, συνεχίζει να προκαλεί εντάσεις στη Λιβύη και στη Βόρεια Αφρική, εντείνει τη ναυτική του παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο και χρησιμοποιεί την Παλαιστίνη ως διπλωματικό εργαλείο πίεσης κατά του Ισραήλ. Εν τούτοις, παρά τις φιλοδοξίες της Άγκυρας, η τουρκική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες. Οι κυρώσεις, η υποτίμηση της λίρας και οι εσωτερικές κοινωνικές εντάσεις καθιστούν μιαν άμεση σύγκρουση με το Ισραήλ ένα ριψοκίνδυνο σενάριο για την τουρκική κυβέρνηση.
Παρά την ένταση, ένας άμεσος πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας δεν είναι το πιθανότερο σενάριο. Το ΝΑΤΟ, στο οποίο ανήκει η Τουρκία, δύσκολα θα επέτρεπε μια πολεμική αναμέτρηση μεταξύ δύο στρατηγικών του συμμάχων. Επιπλέον, οι οικονομικές και στρατιωτικές συνέπειες μιας τέτοιας σύγκρουσης θα ήταν καταστροφικές και για τις δύο πλευρές. Αντί για έναν ανοιχτό πόλεμο, οι δύο χώρες ενδέχεται να συνεχίσουν να εμπλέκονται σε έμμεσες αντιπαραθέσεις μέσω «αντιπροσώπων», όπως οι ένοπλες ομάδες στη Συρία. Το Ισραήλ θα συνεχίσει να ενισχύει τις περιφερειακές του συμμαχίες, ενώ η Τουρκία θα επιχειρεί να προωθεί την επιρροή της μέσω πολιτικών και στρατιωτικών παρεμβάσεων. Σε κάθε περίπτωση, η Μέση Ανατολή εισέρχεται σε μια νέα περίοδο γεωπολιτικής αβεβαιότητας, με τις εξελίξεις να είναι ρευστές και απρόβλεπτες.
*Καθηγητής-Ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην Πρύτανης και πρώην Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ιδρυμάτων Ανώτερης Εκπαίδευσης (EURASHE).