Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των δικηγόρων
Σε μια εποχή κατά την οποία η ανεξαρτησία των θεσμών, η ελευθερία της έκφρασης και τα ανθρώπινα δικαιώματα αμφισβητούνται ακόμα και σε δημοκρατικές χώρες, η θωράκιση των δικηγόρων είναι ζήτημα όχι μόνο επαγγελματικό, αλλά θεσμικό και δημοκρατικό
Το Συμβούλιο της Ευρώπης υιοθέτησε τη Σύμβαση για την προστασία του δικηγορικού επαγγέλματος, η οποία θ’ ανοίξει προς υπογραφή στις 13 Μαΐου 2025. Για να τεθεί σε ισχύ 8 κράτη, εκ των οποίων τουλάχιστον 6 κράτη - μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, θα πρέπει να υπογράψουν τη Σύμβαση, κάτι το οποίο αναμένεται να γίνει στο Λουξεμβούργο. Η Σύμβαση είναι η πρώτη στο είδος της σε διεθνές επίπεδο που αφορά στην προστασία του δικηγορικού επαγγέλματος, ανταποκρινόμενη σε αυξανόμενες αναφορές για επιθέσεις στην άσκηση του επαγγέλματος, υπό μορφή παρενόχλησης, απειλών ή επιθέσεων ή παρεμβάσεων στην άσκηση των επαγγελματικών καθηκόντων των δικηγόρων, όπως για παράδειγμα την επιβολή εμποδίων στην πρόσβαση σε πελάτες.
Η Σύμβαση για την προστασία του δικηγορικού επαγγέλματος αποτελείται από 24 άρθρα και ένα παράρτημα, τα οποία αναφέρονται στο πεδίο εφαρμογής της και τις βασικές έννοιες που διαλαμβάνει, τα ουσιαστικά δικαιώματα των δικηγόρων, την ανεξαρτησία των επαγγελματικών δικηγορικών συλλόγων και ενώσεων, την πειθαρχική ευθύνη και τις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης, τη θέσπιση προστατευτικών μέτρων έναντι απειλών και παρεμβάσεων, ενώ εγκαθιδρύει έναν συγκεκριμένο μηχανισμό εφαρμογής και παρακολούθησης (GRAVO – Ομάδα Εμπειρογνωμόνων για την Προστασία του Δικηγορικού Επαγγέλματος), που έχει αρμοδιότητα να παρακολουθεί την εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης και αποτελείται από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες.
Η νέα Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης προστίθεται στη φαρέτρα των Συμβάσεων του Συμβουλίου που οχυρώνουν και προωθούν το κράτος δικαίου. Υπερασπίζεται την ανεξαρτησία, την ασφάλεια και την επαγγελματική ελευθερία των δικηγόρων στην Ευρώπη, αναγνωρίζοντας τον κομβικό ρόλο των δικηγόρων στην εξασφάλιση πρόσβασης στη δικαιοσύνη και στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θωρακίζοντας το δικηγορικό επάγγελμα έναντι απειλών, παρενοχλήσεων και αυθαίρετων παρεμβάσεων.
Παρέχοντας νομική σαφήνεια και εγγυήσεις στη λειτουργία του επαγγέλματος, η νέα Σύμβαση προβλέπει ένα ευρύ φάσμα επαγγελματικών δικαιωμάτων, τα οποία τα συμβαλλόμενα κράτη οφείλουν να διασφαλίσουν εντός της επικράτειάς τους. Τα δικαιώματα αυτά περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα των δικηγόρων να παρέχουν νομική συμβουλή και υπεράσπιση χωρίς παρεμβάσεις, το δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης σε πελάτες, ακόμα και σε περιπτώσεις κράτησής τους, την πλήρη εμπιστευτικότητα στις επικοινωνίες με τους πελάτες, την απαγόρευση αναγνώρισης του δικηγόρου ως ταυτισμένου με την υπόθεση του πελάτη του, και την ελευθερία έκφρασης, με σκοπό την προώθηση του κράτους δικαίου και της δημόσιας συζήτησης. Στο ίδιο πνεύμα, κατοχυρώνεται και η απαγόρευση επιβολής κυρώσεων για δηλώσεις που έγιναν καλόπιστα και με επαγγελματική επιμέλεια στο πλαίσιο της άσκησης του λειτουργήματός τους.
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην ανεξαρτησία των επαγγελματικών ενώσεων και συλλόγων των δικηγόρων που οφείλουν να συμμετέχουν ενεργά στην εκπροσώπηση των συμφερόντων των δικηγόρων, στην προώθηση της επαγγελματικής δεοντολογίας, στην παροχή συνεχούς εκπαίδευσης και στην προστασία της ευημερίας των μελών τους. Επιπλέον, προβλέπεται η υποχρεωτική διαβούλευση των κυβερνήσεων με τις επαγγελματικές ενώσεις προτού προχωρήσουν σε οποιαδήποτε νομοθετική ή διοικητική αλλαγή που επηρεάζει τη δικηγορία.
Όσον αφορά την πειθαρχική ευθύνη των δικηγόρων, σύμφωνα με τη Σύμβαση, μπορεί να θεμελιωθεί μόνο σε νομικά κατοχυρωμένα και σαφώς ορισμένα επαγγελματικά πρότυπα, τα οποία συμβαδίζουν με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι πειθαρχικές διαδικασίες πρέπει να πληρούν τις προδιαγραφές της δίκαιης δίκης, να είναι ανεξάρτητες και αμερόληπτες, να κινούνται ταχέως και να είναι ανοιχτές σε ένδικα μέσα.
Η Σύμβαση για την Προστασία του Δικηγορικού Επαγγέλματος αποτελεί ένα εξαιρετικά επίκαιρο και αναγκαίο νομικό εργαλείο. Σε μια εποχή κατά την οποία η ανεξαρτησία των θεσμών, η ελευθερία της έκφρασης και τα ανθρώπινα δικαιώματα αμφισβητούνται ακόμα και σε δημοκρατικές χώρες, η θωράκιση των δικηγόρων είναι ζήτημα όχι μόνο επαγγελματικό, αλλά θεσμικό και δημοκρατικό. Ο δικηγόρος είναι λειτουργός της Δικαιοσύνης – και η Δικαιοσύνη, με τη σειρά της, προϋποθέτει την προστασία εκείνων που τη στηρίζουν.
*Λέκτορας Νομικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, LL.B Law (Bristol), Ph.D in Law – International Law and Human Rights (Kent), Διευθυντής Μονάδας Νομικής Κλινικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας