Επίσκεψη του Προέδρου στο Ισραήλ: Στρατηγική γέφυρα στην Ανατολή
Η επίσκεψη Χριστοδουλίδη στο Ισραήλ μπορεί να μην επίλυσε άμεσα μεγάλα προβλήματα. Αλλά σίγουρα τα αναδιατύπωσε, τα επανατοποθέτησε και, κυρίως, εξόπλισε την Κυπριακή Δημοκρατία με τα εφόδια που χρειάζεται για να συνεχίσει να υπάρχει και να ενεργεί ως υπολογίσιμος, σοβαρός και σταθερός παίκτης στην Ανατολική Μεσόγειο

Η πρόσφατη επίσκεψη του Προέδρου της Δημοκρατίας Νίκου Χριστοδουλίδη στο Ισραήλ, παρά τις αντικρουόμενες κομματικές και άλλες τοποθετήσεις, εγγράφεται σ’ ένα ευρύτερο γεωπολιτικό κάδρο, που η Λευκωσία επιχειρεί να διαμορφώσει και όχι απλώς να παρακολουθήσει. Σε μια περιοχή όπου οι ισορροπίες επαναπροσδιορίζονται υπό την πίεση πολεμικών συγκρούσεων, ενεργειακών ανταγωνισμών και περιφερειακών μετατοπίσεων, η Κύπρος επιχειρεί να κεφαλαιοποιήσει τον ρόλο της ως σταθερoύ, αξιόπιστου και λειτουργικού εταίρου – όχι μόνο για το Ισραήλ αλλά και για τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση και εν δυνάμει τρίτους παίκτες.
Η επίσκεψη δεν ήταν ούτε εθιμοτυπική ούτε τυπική. Έρχεται ως συνέχεια ενός συστηματικού διπλωματικού σχεδιασμού που επιδιώκει να μετατρέψει τη Λευκωσία σε σταθμό καινοτομίας, ενεργειακής διασύνδεσης και πολιτικής σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι δεσμοί με το Ισραήλ δεν οικοδομούνται τώρα. Έχουν μακρά ιστορία, με επίκεντρο τον τομέα της ενέργειας, της άμυνας και της τεχνολογίας. Ωστόσο, σήμερα είναι περισσότερο από ποτέ κρίσιμο να παγιωθούν θεσμικά, με τρόπο που να αντέχει στις αλλαγές κυβερνήσεων και στρατηγικών προτεραιοτήτων.
Το ενεργειακό στοιχείο παραμένει πρωταγωνιστικό. Το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης EuroAsia Interconnector, που φιλοδοξεί να ενώσει τα δίκτυα Ισραήλ, Κύπρου και Ελλάδας, δεν είναι μόνο τεχνολογικό εγχείρημα. Είναι πράξη στρατηγικής κυριαρχίας, με την Κύπρο να τοποθετείται ως κόμβος μεταξύ Μέσης Ανατολής και Ευρώπης. Στην τρέχουσα συγκυρία, με την ΕΕ να αναζητεί εναλλακτικές ενεργειακές πηγές και δίκτυα, το έργο αυτό προσλαμβάνει ευρωπαϊκή διάσταση, ενώ το Ισραήλ το εξετάζει υπό το πρίσμα της ενεργειακής του ασφάλειας αλλά και της δυνατότητας να προβληθεί ως εξαγωγέας σταθερότητας. Εξίσου σημαντική είναι και η συμφωνία για την κατανομή του κοιτάσματος φυσικού αερίου «Αφροδίτη-Γισάι».
Παράλληλα, η ανθρωπιστική πρωτοβουλία Amalthea, με θαλάσσιο διάδρομο από τη Λάρνακα προς τη Γάζα, έχει προσδώσει στην Κύπρο διεθνές κύρος. Η Λευκωσία κατάφερε, σε μια συνθήκη ακραίας πόλωσης, να καταστεί ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής: ένας ουδέτερος δρων, που προσφέρει βοήθεια χωρίς να εκτεθεί στρατηγικά. Αυτή η στάση αναγνωρίζεται από το Τελ Αβίβ ως πολύτιμη και αναμένεται να δημιουργήσει νέα περιθώρια συνεργασίας και πολιτικού διαλόγου – ακόμη και πέραν της διμερούς σχέσης.
Η στρατιωτική συνεργασία είχε, προφανώς, προεξέχουσα θέση στις συνομιλίες. Τα τελευταία χρόνια, Κύπρος και Ισραήλ έχουν πραγματοποιήσει κοινές ασκήσεις, μοιράζονται τεχνογνωσία και επιχειρούν συντονισμένες δράσεις σε περιοχές κοινού ενδιαφέροντος. Η χρήση κυπριακών υποδομών σε καταστάσεις κρίσης, όπως ο λιμένας Λεμεσού ή η βάση Πάφου, ενισχύει το προφίλ της Κύπρου ως εταίρου πρώτης γραμμής.
Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική δεν κρίνεται μόνο στα στρατιωτικά ή στα ενεργειακά πεδία. Το Ισραήλ επενδύει παγκοσμίως στην καινοτομία, στη γεωργική τεχνολογία, στην ψηφιοποίηση της οικονομίας. Αν η Κύπρος θελήσει να υπερβεί την ταυτότητα της «μικρής χώρας» και να αναδειχθεί σε κόμβο υψηλής εξειδίκευσης, τότε η μεταφορά τεχνογνωσίας και η πρόσβαση στο ισραηλινό οικοσύστημα καινοτομίας αποτελούν κομβικά ζητήματα. Η ενίσχυση συνεργασιών σε πανεπιστημιακό και ερευνητικό επίπεδο, η σύναψη διμερών συμφωνιών στους τομείς τεχνολογίας και startup ανάπτυξης, και η προσέλκυση επενδύσεων μπορούν να μετασχηματίσουν δομικά την κυπριακή οικονομία.
Στον πυρήνα της στρατηγικής παραμένει, βεβαίως, το Κυπριακό. Αν και δεν αποτελεί αντικείμενο πρώτης γραμμής στο διμερές επίπεδο, η στάση του Ισραήλ ως συμμάχου των ΗΠΑ και μέλους των περιφερειακών τριμερών σχημάτων μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά στο να διατηρηθεί η Κύπρος στον διεθνή χάρτη ενδιαφέροντος. Η Λευκωσία γνωρίζει ότι χωρίς στρατηγικούς συμμάχους –όχι μόνο ρητορικούς– δεν είναι εφικτή η επαναφορά του ζητήματος σε ρεαλιστική διαπραγματευτική βάση. Η επίσκεψη στο Τελ Αβίβ πρόσφερε ευκαιρία επιβεβαίωσης πολιτικής αλληλεγγύης και πιθανής μεσολάβησης, έστω και άτυπης, σε κρίσιμες διεθνείς πρωτεύουσες. Δεν πρέπει επίσης να διαφεύγει της προσοχής η σχέση Ισραήλ–Τουρκίας. Παρά τις προστριβές, οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ Τελ Αβίβ και Άγκυρας παραμένουν ανοιχτοί. Εάν η Κύπρος επιθυμεί να μην παρακαμφθεί σε μελλοντικές διευθετήσεις ενεργειακού ή στρατηγικού χαρακτήρα, οφείλει να παγιώσει δεσμούς με τρόπο θεσμικό, μέσα από κοινά συμβούλια, μόνιμους μηχανισμούς και συμφωνίες που αντέχουν στον χρόνο. Η απλή διμερής συνεργασία δεν αρκεί εφόσον η περιοχή αλλάζει με ταχύτητα και συμμαχίες αναδιαμορφώνονται.
Η επίσκεψη Χριστοδουλίδη στο Ισραήλ μπορεί να μην επίλυσε άμεσα μεγάλα προβλήματα. Αλλά σίγουρα τα αναδιατύπωσε, τα επανατοποθέτησε και, κυρίως, εξόπλισε την Κυπριακή Δημοκρατία με τα εφόδια που χρειάζεται για να συνεχίσει να υπάρχει και να ενεργεί ως υπολογίσιμος, σοβαρός και σταθερός παίκτης στην Ανατολική Μεσόγειο. Και αυτό από μόνο του αποτελεί κέρδος – σε μια εποχή που τίποτε δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Η επίσκεψη Χριστοδουλίδη μπορεί, υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις, να καταστεί αφετηρία μιας βαθύτερης, περισσότερο στρατηγικής αναδιάταξης της κυπριακής εξωτερικής πολιτικής. Ο πολιτικός χρόνος στην περιοχή είναι συμπιεσμένος. Η Κύπρος οφείλει να κινείται πριν οι ευκαιρίες ανακατανομής κλείσουν.
*Καθηγητής-Ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην Πρύτανης