Αναλύσεις

Μετά τις καταδίκες σφετεριστών… Τουρκικά αντίποινα

Η σημασία της καταδίκης και η ανάγκη για περαιτέρω ενέργειες

Ενώ το κυνηγητό σε βάρος των σφετεριστών ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα συνεχίζεται από τις Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της δικαστικής οδού, στο ψευδοκράτος γίνεται λόγος για αντίποινα που αφορούν την πλήρη διάνοιξη των Βαρωσίων. Η Κυπριακή Δημοκρατία από την πλευρά της μελετά, όπως τονίζεται, με σοβαρότητα τις πληροφορίες, αλλά, όπως επισημαίνεται, η εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και της νομιμότητας δεν μπορεί να υπόκειται σε απειλές και αντίποινα. Ήδη άρχισαν καταδικαστικές αποφάσεις από τα κυπριακά δικαστήρια σε βάρος σφετεριστών, αλλά, όπως εκτιμάται, οι ποινές είναι ακόμη ήπιες και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να αυξηθούν για να γίνει ουσιαστικότερη η αποτροπή.

Σε μιαν απόφαση-ορόσημο για την προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων των Ελληνοκυπρίων προσφύγων, το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας καταδίκασε δύο Ουγγαρέζες υπηκόους σε ποινές φυλάκισης 2,5 ετών και 15 μηνών αντίστοιχα, κρίνοντάς τις ένοχες για σφετερισμό ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα.

Πρόκειται για την πρώτη υπόθεση που κρίθηκε στη βάση του άρθρου 303Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, το οποίο αφορά δόλιες συναλλαγές σε σχέση με ακίνητη περιουσία που ανήκει σε άλλους, σε περιοχές που βρίσκονται εκτός του ελέγχου της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Οι δύο γυναίκες, οι οποίες ζούσαν και εργάζονταν στην Κύπρο ως μεσίτριες τα τελευταία 15 και 16 χρόνια αντίστοιχα, παραδέχθηκαν την ενοχή τους σε μέρος των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν. Η πρώτη σε 21 από τις 63 και η δεύτερη σε 6 από τις 63 κατηγορίες. Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, διαφήμιζαν και προωθούσαν, μέσω ιστοσελίδων και κοινωνικών δικτύων, συγκροτήματα κατοικιών τα οποία είχαν ανεγερθεί εντός περιουσιών Ελληνοκυπρίων εκτοπισμένων, χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Οι εν λόγω περιουσίες βρίσκονται σε χωριά της κατεχόμενης Αμμοχώστου και Κερύνειας.

Το Κακουργιοδικείο τόνισε ότι τα αδικήματα αυτά είναι ιδιαίτερα σοβαρά, όχι μόνο λόγω της οικονομικής διάστασης και της κερδοσκοπικής εκμετάλλευσης ξένης περιουσίας, αλλά και εξαιτίας του κινδύνου δημιουργίας τετελεσμένων σε σχέση με τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των προσφύγων. Στην απόφασή του, το Δικαστήριο επεσήμανε πως η αδυναμία της Κυπριακής Δημοκρατίας να ασκήσει αποτελεσματικό έλεγχο στις κατεχόμενες περιοχές επιτρέπει τον σφετερισμό περιουσιών από τρίτους, υπό τις ευλογίες της κατοχικής δύναμης.

Το Δικαστήριο απέρριψε αίτημα της υπεράσπισης για αναστολή της ποινής και διέταξε όπως αυτή εκτιθεί άμεσα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην απόφαση, τα Δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να επιβάλλουν αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές, ώστε να συμβάλουν στην προσπάθεια της Πολιτείας να προστατεύσει τα περιουσιακά δικαιώματα των πολιτών της και να ανακόψει τέτοιου είδους παράνομες ενέργειες.

Πρώτη καταδίκη μετά το 2012

Αυτή είναι η δεύτερη φορά από την τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή ελληνοκυπριακών εδαφών, που καταγράφεται υπόθεση σφετερισμού ελληνοκυπριακής περιουσίας, η οποία καταλήγει σε καταδίκη και επιβολή ποινής.

Η πρώτη υπόθεση που έφτασε ενώπιον της Δικαιοσύνης ήταν εκείνη του Βρετανού Τζον Γκάρι Ρομπ, ο οποίος το 2012 καταδικάστηκε σε δέκα μήνες φυλάκισης. Παρόλο που άσκησε έφεση, αυτή απορρίφθηκε. Ο Ρομπ επρόκειτο να καταθέσει σε υπόθεση εναντίον Τουρκοκύπριου δικηγόρου, που είχε συλληφθεί στη Ρώμη, ωστόσο πριν φτάσει η υπόθεση στο Δικαστήριο, ο Ρομπ απεβίωσε, με αποτέλεσμα να αποσυρθούν οι κατηγορίες εναντίον του Τ/κ.

Σήμερα, βρίσκονται σε εκκρεμότητα ενώπιον των Δικαστηρίων τέσσερεις ακόμη παρόμοιες υποθέσεις, στις οποίες κατηγορούμενοι είναι δύο πολίτες του Ισραήλ, μία Γερμανίδα και ένας Ουκρανός.

Η σημασία της απόφασης

Ο νομικός Σίμος Αγγελίδης, κληθείς από τη «Σ» να σχολιάσει τη σημασία της καταδίκης των δύο Ουγγαρέζων, τόνισε πως πρόκειται για ένα ηχηρό μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση. «Η σημασία της καταδίκης είναι ξεκάθαρη, ότι δεν ανέχεται πλέον η Πολιτεία τους σφετερισμούς. Είναι ένα μήνυμα προς οποιονδήποτε αποκομίζει οικονομικό όφελος από την εκμετάλλευση περιουσιών σε κατεχόμενα εδάφη».

Ο κ. Αγγελίδης υπογράμμισε ότι «κανείς δεν είναι στο απυρόβλητο. Όλοι μπορούν να εμπλακούν στα δίχτυα της Δικαιοσύνης και σε ποινικές υποθέσεις. Αυτό είναι το πιο ουσιώδες μήνυμα της απόφασης».

Σημείωσε ότι η απόφαση έχει ήδη λειτουργήσει αποτρεπτικά, με πολλές εταιρείες να αφαιρούν τις διαφημίσεις τους για ακίνητα στα κατεχόμενα από το διαδίκτυο.

Ανάγκη περαιτέρω δράσης

Σημειώνεται ότι τον Φεβρουάριο υπήρξε διπλασιασμός των ποινών μετά από τροποποίηση της νομοθεσίας, ωστόσο οι ποινές αυτές παραμένουν «χάδι».

«Ένα άτομο μπορεί να αποκομίσει παράνομα 50-60 εκατομμύρια και να έχει ποινή φυλάκισης δύο χρόνων. Είναι απαραίτητο η Βουλή να επανεξετάσει και να αυξήσει τις ποινές, ώστε να επιτευχθεί ουσιαστική αποτροπή», τόνισε ο κ. Αγγελίδης.

Επεσήμανε επίσης τη δυνατότητα επέκτασης των διώξεων και εκτός συνόρων. «Οι νόμοι μας καλύπτουν και τις κατεχόμενες περιοχές και είναι δυνατό να εκδοθούν ευρωπαϊκά ή διεθνή εντάλματα. Όποιος κατηγορείται, μπορεί να συλληφθεί σε οποιαδήποτε χώρα όπου η Κυπριακή Δημοκρατία είναι αναγνωρισμένη».

Αναφερόμενος σε πλατφόρμες κρατήσεων διαμονής και ξένα ταξιδιωτικά πρακτορεία, δήλωσε πως «όσοι προωθούν ή διαφημίζουν ακίνητα σε σφετερισμένη γη είναι αυτουργοί και όχι απλοί συνεργοί. Αυτοί επιτρέπουν την τέλεση του αδικήματος και μπορούν να διωχθούν ή να λάβουν προειδοποιητικές επιστολές από το κράτος».

Ο κ. Αγγελίδης επανέλαβε πως πρόκειται για ένα σημαντικό πρώτο βήμα, αλλά πρόσθεσε πως απαιτείται συνέχιση και ενίσχυση της δράσης. «Η Κυβέρνηση πρέπει να χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα εργαλεία και να απευθυνθεί απευθείας στις μεγάλες διεθνείς ιστοσελίδες που προβάλλουν τέτοια ακίνητα. Είναι ένα ζήτημα εθνικής σημασίας και αποτροπής».

Κλείνοντας, υπογράμμισε ότι το μήνυμα της απόφασης είναι ξεκάθαρο. «Κανείς δεν θα μείνει στο απυρόβλητο. Ούτε ο επενδυτής, ούτε ο διαφημιστής, ούτε ο κατασκευαστής. Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει τη βούληση και τα μέσα να κινηθεί και στο εξωτερικό, για να διασφαλίσει την προστασία της περιουσίας των προσφύγων και την αποτροπή του σφετερισμού».

Αναβρασμός και απειλές για «αντίποινα»

Μετά την καταδικαστική απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, αναβρασμός επικρατεί στα κατεχόμενα και σε όσους ενεπλάκησαν σε αγοραπωλησίες ελληνοκυπριακής περιουσίας. Συγκεκριμένα, πολλές από τις παράνομες κτηματομεσιτικές και κατασκευαστικές εταιρείες έχουν αρχίσει να κατεβάζουν τις ιστοσελίδες τους και να αποσύρονται από οποιαδήποτε δραστηριότητα που αφορά ελληνοκυπριακές περιουσίες.

Τουρκοκυπριακά μέσα ενημέρωσης κάνουν λόγο για 270 «εταιρείες», οι οποίες αναμένεται να λάβουν ή έχουν ήδη λάβει ειδοποιήσεις, πιθανότατα εντάλματα, από την Κυπριακή Δημοκρατία, σε συνέχεια νομικών ενεργειών που αφορούν παράνομη εκμετάλλευση ε/κ περιουσιών.

Την ίδια ώρα, εντείνονται οι φωνές στα κατεχόμενα για την ανάγκη ενεργοποίησης της «Επιτροπής Ακίνητης Περιουσίας», προκειμένου να υπάρξει οργανωμένη αντίδραση στις αγωγές των Ε/κ ιδιοκτητών. Οι λεγόμενοι κτηματομεσίτες προειδοποίησαν ότι ολόκληρος ο τομέας βρίσκεται σε κρίση και ότι οι επαγγελματίες πλέον αποφεύγουν να περνούν προς τις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, υπό τον φόβο σύλληψης. Πρότεινε, μάλιστα, τη νομική αντεπίθεση με προσφυγές για τουρκικές περιουσίες στις ελεύθερες περιοχές.

Όπως ισχυρίζονται, ως αντίποινο στις κινήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, συζητείται πλέον σοβαρά και το ενδεχόμενο πλήρους ανοίγματος του Βαρωσίου. Υπενθυμίζεται ότι ήδη έχουν γίνει πωλήσεις ξενοδοχείων και καταλυμάτων εντός της περίκλειστης περιοχής.

Για τις φερόμενες ενέργειες του κατοχικού καθεστώτος, πάντως, η Κυβέρνηση διαμήνυσε πως οποιαδήποτε πληροφορία σχετική με αυτά τα θέματα αξιολογείται με σοβαρότητα.

Ωστόσο, υπογράμμισε πως η εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και της νομιμότητας δεν μπορεί να εξαρτάται από απειλές ή ενδεχόμενα αντίποινα, τονίζοντας ταυτόχρονα ότι οι δικαστικές υποθέσεις δεν προσφέρονται για πολιτικό σχολιασμό.