Αναλύσεις

Κύπρος και IMEC: Στρατηγική πρόκληση ανάπτυξης

Η Κύπρος πρέπει να προχωρήσει με τόλμη, σύνεση και όραμα. Να επενδύσει στις υποδομές της, να ενισχύσει τις διεθνείς της συμμαχίες, να διαπραγματευτεί με στρατηγική διορατικότητα και να επιλέξει τις μάχες που αξίζουν

Η γεωπολιτική σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου επαναχαράσσεται ταχύτατα, και η Κύπρος καλείται να αποφασίσει να διεκδικήσει ενεργό ρόλο σε μιαν από τις σημαντικότερες γεωοικονομικές πρωτοβουλίες του 21ου αιώνα: τον Οικονομικό Διάδρομο Ινδίας–Μέσης Ανατολής–Ευρώπης (IMEC). Η πρωτοβουλία αυτή, η οποία παρουσιάστηκε με επισημότητα στη Σύνοδο Κορυφής της G20 το 2023, αποτελεί μια συμμαχία κρατών που φιλοδοξεί να μετασχηματίσει τον τρόπο με τον οποίο διακινούνται εμπορεύματα, ενέργεια και ψηφιακές υποδομές μεταξύ Ασίας και Ευρώπης, μέσω του Περσικού Κόλπου και της Ανατολικής Μεσογείου. Δεν είναι απλώς μια νέα διαδρομή εφοδιαστικής αλυσίδας· είναι μια στρατηγική παρέμβαση με βαθιές γεωπολιτικές, ενεργειακές και τεχνολογικές διαστάσεις.

Στον πυρήνα του IMEC βρίσκονται οικονομικοί και γεωστρατηγικοί στόχοι: η Ινδία, αναδυόμενη υπερδύναμη της Ασίας, επιδιώκει να αποκτήσει ταχύτερη και πιο ασφαλή πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές· τα κράτη του Κόλπου αναζητούν διαφοροποίηση των οικονομιών τους και αξιοποίηση της θέσης τους ως κόμβων συνδεσιμότητας· η Ευρωπαϊκή Ένωση, εν μέσω της κρίσης στην Ουκρανία και της αποδιάρθρωσης της εμπιστοσύνης προς τη Ρωσία, αναζητεί νέες πηγές ενέργειας και εμπορικές διαδρομές. Η Ανατολική Μεσόγειος, επομένως, μετατρέπεται σταδιακά από γεωγραφικό σύνορο σε ενεργό γέφυρα και η Κύπρος βρίσκεται –δυνητικά– στο επίκεντρο αυτού του σχεδίου.

Η θεσμική αναβάθμιση του ρόλου της περιοχής επιβεβαιώθηκε με τις πρόσφατες πρωτοβουλίες στο αμερικανικό Κογκρέσο. Συγκεκριμένα, σε διμερές νομοσχέδιο που κατατέθηκε στις αρχές Μαΐου από Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους, προβλέπεται η ενίσχυση των συνεργασιών των ΗΠΑ με χώρες-κλειδιά της Ανατολικής Μεσογείου για την υποστήριξη και ανάπτυξη του IMEC. Η Κύπρος, αν και δεν κατονομάζεται ρητά, εντάσσεται νοητά στο γεωγραφικό και στρατηγικό πλαίσιο της πρότασης αυτής, μαζί με το Ισραήλ και την Ελλάδα. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν η Κύπρος μπορεί να συμμετάσχει, αλλά αν θα κινηθεί έγκαιρα και με επάρκεια για να καταστήσει τον εαυτό της αναπόσπαστο κρίκο αυτής της νέας αλυσίδας.

Προς αυτήν την κατεύθυνση, διαφαίνονται ήδη ενδείξεις στρατηγικής κινητικότητας. Ένα από τα πλέον ελπιδοφόρα έργα, πέραν του προγραμματιζόμενου αγωγού «EastMed», είναι ο Great Sea Interconnector, ένα υποθαλάσσιο καλώδιο ηλεκτρικής διασύνδεσης μεταξύ Ισραήλ, Κύπρου και Ελλάδας, προϋπολογισμού σχεδόν δύο δισεκατομμυρίων ευρώ. Το έργο αυτό, χρηματοδοτούμενο και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στοχεύει να εξαλείψει την ενεργειακή απομόνωση της Κύπρου και να δημιουργήσει έναν σταθερό διάδρομο μεταφοράς πράσινης ενέργειας προς την Ευρώπη. Οι δυσκολίες που προβάλλει η Τουρκία αναφορικά με τη θαλάσσια δικαιοδοσία δεν ακυρώνουν τη στρατηγική του σημασία· απλώς υπενθυμίζουν τις διαρκείς γεωπολιτικές τριβές που οφείλει να διαχειριστεί η Λευκωσία με διπλωματική επιδεξιότητα. Παράλληλα, σε διμερές επίπεδο, Κύπρος και Ισραήλ επιταχύνουν τις διαπραγματεύσεις για την υλοποίηση υποθαλάσσιας ηλεκτρικής σύνδεσης μεταξύ των δύο χωρών, με στόχο την ανταλλαγή ενεργειακών πόρων και την ενίσχυση της ασφάλειας εφοδιασμού. Ο Κύπριος Υπουργός Ενέργειας δήλωσε ρητά ότι το Ισραήλ επιθυμεί πρόσβαση στις κυπριακές υποδομές και αποθέματα για σκοπούς έκτακτης ανάγκης, ενδεικτικό της αυξανόμενης εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο κρατών στον τομέα της ενέργειας. Πρόκειται για μια ευκαιρία όχι μόνο ενεργειακής αλλά και γεωπολιτικής εμβάθυνσης της συνεργασίας. Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η πρόταση του Ισραηλινού Πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου για την κατασκευή ενός καλωδίου οπτικών ινών, που θα διασχίζει Ασία, Αραβική Χερσόνησο και Ανατολική Μεσόγειο με κατάληξη την Ευρώπη, μέσω Ισραήλ και Κύπρου. Πρόκειται για μια πρόταση που ενισχύει περαιτέρω τη θέση της Κύπρου ως κόμβου όχι μόνο ενέργειας αλλά και ψηφιακής συνδεσιμότητας – τομέας ιδιαίτερης σημασίας για την ασφάλεια δεδομένων, τις νέες τεχνολογίες και τη μετάβαση στην οικονομία της γνώσης.

Είναι σαφές ότι ο IMEC δεν αφορά απλώς την εφοδιαστική ή την ενέργεια. Είναι εργαλείο γεωστρατηγικής επιρροής. Η Κύπρος έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως πυλώνας σταθερότητας και συνδεσιμότητας για τις χώρες της περιοχής, ενισχύοντας ταυτόχρονα τις σχέσεις της με αναδυόμενες παγκόσμιες δυνάμεις όπως η Ινδία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Αυτή η εμπλοκή δεν είναι δίχως προκλήσεις: η Τουρκία, η οποία συνειδητοποιεί ότι ο IMEC παρακάμπτει σκόπιμα την επικράτειά της, ήδη προτείνει εναλλακτικές διαδρομές μέσω Ιράκ και τουρκικού εδάφους, επιχειρώντας να ανακτήσει το στρατηγικό πλεονέκτημα. Η Λευκωσία οφείλει να διαχειριστεί αυτό το νέο σκηνικό με ρεαλισμό, χωρίς συγκρούσεις αλλά με σταθερότητα στη διεκδίκηση του ρόλου της.

Πέραν των γεωπολιτικών παραμέτρων, ο IMEC μπορεί ν’ αποτελέσει οικονομικό καταλύτη για την κυπριακή ανάπτυξη. Η Κύπρος μπορεί ν’ αναδειχθεί σε σταθμό μεταφόρτωσης προϊόντων από την Ασία προς την Ευρώπη, ενισχύοντας τις υποδομές της σε λιμάνια, logistics και μεταφορές. Παράλληλα, ο χρηματοοικονομικός και νομικός τομέας της χώρας, ήδη ανεπτυγμένος, μπορεί ν’ αποτελέσει εφαλτήριο για την εξυπηρέτηση επενδυτικών σχεδίων που σχετίζονται με τον IMEC. Οι τεχνολογικές υπηρεσίες, η τεχνική εκπαίδευση και η ενεργειακή καινοτομία είναι τομείς που μπορούν να ενισχυθούν σημαντικά, με άμεση θετική επίδραση στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στη βιωσιμότητα της κυπριακής οικονομίας. Ωστόσο, η ανάπτυξη αυτών των δυνατοτήτων δεν μπορεί να είναι άκριτη, ούτε περιβαλλοντικά αδιάφορη. Η Κύπρος, με τα ευαίσθητα οικοσυστήματά της και την ήδη βαριά πίεση στον παράκτιο και θαλάσσιο χώρο, οφείλει να ενσωματώσει περιβαλλοντικά κριτήρια στον στρατηγικό σχεδιασμό της. Οποιαδήποτε υποδομή πρέπει να συνοδεύεται από αυστηρές μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων και να εντάσσεται σε ένα γενικότερο σχέδιο βιώσιμης ανάπτυξης. Η ενεργειακή διασύνδεση ή η κατασκευή ψηφιακών υποδομών δεν μπορεί να γίνει σε βάρος των φυσικών πόρων, που αποτελούν επίσης στρατηγικό πλεονέκτημα της χώρας.

Η στιγμή είναι ιστορική. Η Κύπρος έχει μπροστά της μια μοναδική ευκαιρία να ενταχθεί, όχι ως θεατής αλλά ως πρωταγωνιστής, σε μια νέα αρχιτεκτονική παγκόσμιας συνδεσιμότητας. Ο IMEC δεν είναι ένας ακόμη χάρτης γεωοικονομικών σχεδίων – είναι η αντανάκλαση της μετατόπισης του παγκόσμιου κέντρου βάρους προς τα ανατολικά και η επιβεβαίωση ότι η Ανατολική Μεσόγειος επιστρέφει στο προσκήνιο ως κεντρικός γεωστρατηγικός διάδρομος. Η Κύπρος πρέπει να προχωρήσει με τόλμη, σύνεση και όραμα. Να επενδύσει στις υποδομές της, να ενισχύσει τις διεθνείς της συμμαχίες, να διαπραγματευτεί με στρατηγική διορατικότητα και να επιλέξει τις μάχες που αξίζουν. Ο IMEC είναι ένα εργαλείο. Αν η Κύπρος το αξιοποιήσει σωστά, μπορεί να αναβαθμίσει τον γεωπολιτικό και οικονομικό της ρόλο στο διεθνές σύστημα για τις επόμενες δεκαετίες. Αν όχι, θα παραμείνει θεατής σ’ ένα παιχνίδι που θα παίζεται ερήμην της.

*Καθηγητής-ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην Πρύτανης