Αναλύσεις

Έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση ανάγκη την Τουρκία;

Η Τουρκία θα συνεχίσει ν’ αποτελεί έναν σημαντικό γείτονα και εταίρο της Ευρώπης, τόσο λόγω της γεωγραφικής της θέσης όσο και εξαιτίας του οικονομικού και γεωπολιτικού της βάρους. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να πάψει να λειτουργεί ως το κεντρικό άλλοθι για τις διαρκείς αδυναμίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η συζήτηση για τη σχέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) με την Τουρκία τείνει να εγκλωβίζεται σε στερεότυπα και απλουστευτικές αναγνώσεις. Η φράση «Η Τουρκία είναι απαραίτητη» επαναλαμβάνεται συνεχώς, τόσο από τον Τούρκο Πρόεδρο, ως μοχλός πίεσης και επιβεβαίωσης του γεωπολιτικού ρόλου της χώρας του, όσο και από Ευρωπαίους αξιωματούχους και αναλυτές, σχεδόν μηχανικά, κάθε φορά που ανακύπτει κρίση: στο προσφυγικό, στην ενεργειακή ασφάλεια, στη διαχείριση περιφερειακών συγκρούσεων ή σε ζητήματα ναυσιπλοΐας και ασφάλειας. Ωστόσο, η απλή επανάληψη ενός επιχειρήματος δεν το καθιστά αυτομάτως αληθινό ή αδιαμφισβήτητο. Αντίθετα, ενδέχεται να λειτουργεί ως κάλυψη για τη στρατηγική αδράνεια και την έλλειψη σαφούς, ενιαίας και μακροπρόθεσμης ευρωπαϊκής πολιτικής έναντι της Τουρκίας. Η ΕΕ φαίνεται συχνά ν’ αντιδρά παθητικά, ετεροκαθοριζόμενη από τις τουρκικές πρωτοβουλίες, αντί να διαμορφώνει δικές της πρωτοβουλίες στη βάση των αξιών, των συμφερόντων και της στρατηγικής της αυτονομίας. Η επαναξιολόγηση της σχέσης ΕΕ-Τουρκίας απαιτεί μια περισσότερο ρεαλιστική και λιγότερο φοβική προσέγγιση: αναγνώριση της σημασίας της Τουρκίας, χωρίς υπερβολές ή εξαρτήσεις, και διαμόρφωση μιας ενεργητικής πολιτικής που θα εξασφαλίζει την ευρωπαϊκή σταθερότητα, αυτονομία και αξιοπρέπεια στις διεθνείς σχέσεις.

Η Τουρκία διαθέτει πράγματι γεωπολιτικά πλεονεκτήματα, που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει. Ελέγχει κρίσιμους διαδρόμους μεταξύ Ανατολής και Δύσης, φιλοξενεί στο έδαφός της στρατηγικής σημασίας ενεργειακούς αγωγούς και λειτουργεί ως ανασχετικός παράγοντας μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη. Σε μια περίοδο κατά την οποία η ΕΕ προσπαθεί να αναθεωρήσει τις ενεργειακές της εξαρτήσεις και να ενισχύσει τα εξωτερικά της σύνορα, η Τουρκία εμφανίζεται εκ πρώτης όψεως ως απαραίτητος εταίρος. Ωστόσο, τα γεγονότα των τελευταίων ετών υποδεικνύουν ότι η εξάρτηση της Ευρώπης από την Τουρκία δεν είναι στρατηγική επιλογή, αλλά αποτέλεσμα έλλειψης εναλλακτικών και πολιτικής βούλησης. Η Τουρκία δεν έχει διστάσει να χρησιμοποιήσει τη θέση της για να εκβιάσει την Ένωση: απειλές για άνοιγμα των συνόρων και αποστολή προσφύγων, μονομερείς στρατιωτικές επεμβάσεις στη Συρία και τη Λιβύη, αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων κρατών-μελών όπως της Ελλάδας και της Κύπρου. Σε καμιάν από αυτές τις περιπτώσεις η ΕΕ δεν κατάφερε ν’ αντιδράσει με αποφασιστικότητα ή να χαράξει ένα συνολικό σχέδιο διαχείρισης των σχέσεων με την Άγκυρα.

Η οικονομική διάσταση της σχέσης είναι επίσης συχνά παρανοημένη. Παρά τη σημαντική αλληλεξάρτηση, είναι σαφές ότι η Τουρκία εξαρτάται πολλαπλάσια από την ευρωπαϊκή αγορά απ’ ό,τι η ΕΕ από την τουρκική οικονομία. Αυτό δεν σημαίνει ότι μια ρήξη δεν θα είχε συνέπειες, αλλά σίγουρα σημαίνει ότι η πραγματική ισχύς βρίσκεται περισσότερο στην ευρωπαϊκή πλευρά, εφόσον υπάρχει η βούληση να ασκηθεί. Πέρα, όμως, από τα οικονομικά και γεωπολιτικά επιχειρήματα, τίθεται και ένα ζήτημα αρχών. Η ΕΕ οικοδομήθηκε πάνω σε αξίες δημοκρατίας, κράτους δικαίου και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Τουρκία απομακρύνεται σταθερά από καθένα από αυτά τα θεμέλια. Οι διώξεις αντιφρονούντων, ο έλεγχος της δικαιοσύνης, η φίμωση των μέσων ενημέρωσης, συνθέτουν μια εσωτερική κατάσταση που ελάχιστα συμβαδίζει με τα ευρωπαϊκά ιδεώδη. Κάθε άκριτη συνεργασία με ένα καθεστώς αυταρχικής διολίσθησης, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, θέτει σε κίνδυνο την ίδια την ηθική νομιμοποίηση της ΕΕ στο εσωτερικό της και στον κόσμο.

Το πραγματικό δίλημμα, επομένως, δεν είναι αν η ΕΕ έχει ανάγκη την Τουρκία. Είναι αν μπορεί να διαμορφώσει μια σχέση που να βασίζεται σε αμοιβαίο σεβασμό και σαφείς κανόνες, ή αν θα συνεχίσει να λειτουργεί υπό το καθεστώς διαρκούς εκβιασμού και παραχωρήσεων. Η απάντηση σ’ αυτό δεν είναι απλή. Απαιτεί μακροπρόθεσμη στρατηγική, επενδύσεις σε νέες και εναλλακτικές πηγές ενέργειας, συμφωνίες με τρίτες χώρες για τη διαχείριση της μετανάστευσης, και -ίσως το πιο δύσκολο- μιαν αλλαγή νοοτροπίας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς: από την πολιτική του κατευνασμού στη στρατηγική της αυτονομίας. Η Ευρώπη δεν μπορεί να οικοδομήσει το μέλλον της στηριζόμενη σε καθεστώτα που εργαλειοποιούν ανθρώπινες ζωές, που κατέχουν έδαφος κράτους-μέλους της, που αμφισβητούν το διεθνές δίκαιο και που υπονομεύουν σταθερά το δημοκρατικό κεκτημένο. Ούτε μπορεί να συνεχίσει να παραχωρεί στρατηγικό έδαφος επειδή δεν τολμά να αναμετρηθεί με τη δική της αδυναμία οραματισμού και δράσης.

Η Τουρκία θα συνεχίσει ν’ αποτελεί έναν σημαντικό γείτονα και εταίρο της Ευρώπης, τόσο λόγω της γεωγραφικής της θέσης όσο και εξαιτίας του οικονομικού και γεωπολιτικού της βάρους. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να πάψει να λειτουργεί ως το κεντρικό άλλοθι για τις διαρκείς αδυναμίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ΕΕ δεν μπορεί να στηρίζει τη στρατηγική της απραξία ή τις εσωτερικές της αντιφάσεις σε εξωτερικούς παράγοντες. Πρωτίστως, έχει ανάγκη από έναν εσωτερικό αναπροσδιορισμό: μια Ευρωπαϊκή Ένωση με στρατηγικό βάθος, πραγματική αυτονομία στη λήψη αποφάσεων και αταλάντευτη προσήλωση στις ιδρυτικές της αξίες - στη δημοκρατία, στο κράτος δικαίου και στα ανθρώπινα δικαιώματα. Μόνο μέσα από αυτήν την ενδυνάμωση θα μπορέσει να διαχειριστεί τη σχέση της με την Τουρκία σε όρους ισοτιμίας και αμοιβαίου σεβασμού, αντί να κινείται υπό το βάρος εξαρτήσεων ή πιέσεων. Η επιλογή αυτή δεν είναι απλώς πολιτική ή διαχειριστική. Είναι βαθιά υπαρξιακή, καθώς αγγίζει την ίδια τη φύση και το μέλλον της Ευρώπης ως ανεξάρτητης και αξιόπιστης παγκόσμιας δύναμης.

*Καθηγητής-Ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην Πρύτανης