Πολιτιστική δημιουργία και διπλωματία χωρίς θεσμικά κενά

Η πρόσφατη υπόθεση που ξέσπασε με την έκδοση του βιβλίου της κυπριακής συμμετοχής στη 19η Διεθνή Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής στη Βενετία συνιστά ένα ηχηρό καμπανάκι για την ανάγκη επαναπροσδιορισμού του τρόπου με τον οποίο η Κύπρος ασκεί πολιτιστική διπλωματία και διαχειρίζεται ζητήματα που άπτονται της εθνικής της ταυτότητας και της συλλογικής ιστορικής μνήμης. Το βιβλίο με τίτλο «Στες Πέτρες», που εντάσσεται στο πλαίσιο του επίσημου εθνικού περιπτέρου και χρηματοδοτήθηκε με δημόσιο χρήμα μέσω του Υφυπουργείου Πολιτισμού, προκάλεσε σάλο και αντιδράσεις τόσο για το περιεχόμενό του όσο και για τις διαδικασίες έγκρισης και εποπτείας που οδήγησαν στην κυκλοφορία του. Οι αναφορές του βιβλίου σε «πολεμική σύγκρουση» αντί της αναγνωρισμένης ορολογίας της τουρκικής εισβολής του 1974, η αναγωγή της κατοχής και διαίρεσης της Κύπρου σε «υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών», και άλλα, αποτέλεσαν κόκκινο πανί για την πολιτική ηγεσία, ιστορικούς, δημοσιογράφους, αλλά και για την κοινωνία των πολιτών, που είδαν σ’ αυτές τις διατυπώσεις μια προσπάθεια εξωραϊσμού ή σχετικοποίησης της ιστορικής αλήθειας, αν όχι μια ευθεία πρόκληση απέναντι στα εθνικά συμφέροντα της χώρας.
Η αρχική στάση του Υφυπουργείου Πολιτισμού, που φαίνεται να αγνοούσε το περιεχόμενο του βιβλίου παρά τη χρηματοδότησή του, αποκάλυψε ένα βαθύ έλλειμμα θεσμικής εποπτείας και διαφάνειας. Το γεγονός ότι ένα κείμενο με τόσο βαρύνουσες ιστορικές και πολιτικές αναφορές κατάφερε να εγκριθεί χωρίς να εξεταστεί επαρκώς, είτε από νομική είτε από ιστορική σκοπιά, αποτελεί σοβαρό ζήτημα διοικητικής ευθύνης. Η αντίδραση της Υφυπουργού Πολιτισμού, που έδωσε άμεσα εντολή για απόσυρση του βιβλίου και ζήτησε έκθεση γεγονότων, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο δεν αρκεί από μόνη της για να διορθώσει τις συστημικές αδυναμίες που επέτρεψαν την εκτύλιξη του ζητήματος.
Η συζήτηση που έχει ανοίξει γύρω από το θέμα δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο στην κριτική για το συγκεκριμένο βιβλίο και τους δημιουργούς του, ούτε να εγκλωβιστεί στη λογική της πολιτικής εκμετάλλευσης ενός πολιτιστικού σφάλματος. Αντίθετα, είναι ευκαιρία για μια ουσιαστική και ώριμη αναμέτρηση με τα ερωτήματα που εδώ και δεκαετίες παραμένουν ανοιχτά: Ποια είναι η πολιτιστική στρατηγική της Κυπριακής Δημοκρατίας; Πώς ορίζεται η σχέση μεταξύ καλλιτεχνικής ελευθερίας και κρατικής ευθύνης; Ποιοι είναι οι θεσμοί που αποφασίζουν για τη διεθνή πολιτιστική εκπροσώπηση της χώρας και με ποια κριτήρια λειτουργούν; Και κυρίως, πώς διασφαλίζεται ότι ο πολιτισμός υπηρετεί και ενισχύει την εθνική υπόθεση χωρίς να γίνεται εργαλείο προπαγάνδας ή εθνικιστικής αναπαραγωγής;
Η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας δεν είναι απλώς μια έκθεση αρχιτεκτονικής. Είναι ένας θεσμός διεθνούς ακτινοβολίας όπου κάθε χώρα έχει τη δυνατότητα να αρθρώσει έναν πολιτιστικό και πολιτικό λόγο που αντανακλά την ταυτότητά της και την πολιτισμική της αυτοαντίληψη. Η κυπριακή συμμετοχή στην έκθεση αυτή δεν μπορεί να είναι ουδέτερη ή «αποπολιτικοποιημένη» με την ψευδαίσθηση ενός τεχνητού ουμανισμού ή ενός ασαφούς «αντιπολεμικού» αφηγήματος που εξισώνει θύτες και θύματα. Κάθε πολιτιστική παρέμβαση σε διεθνή φόρα, όταν χρηματοδοτείται και τελεί υπό την αιγίδα του κράτους, φέρει ευθέως πολιτικό και ιστορικό φορτίο. Η άγνοια αυτής της πραγματικότητας δεν είναι απλώς αφέλεια· είναι επικίνδυνη αμέλεια.
Δεν τίθεται εδώ θέμα περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης των καλλιτεχνών. Αντιθέτως, οι καλλιτέχνες οφείλουν να είναι ελεύθεροι να εκφραστούν, να αμφισβητούν και να αναζητούν νέες ερμηνείες της ιστορίας. Όμως, όταν το έργο τους τελεί υπό τη θεσμική ομπρέλα του κράτους και παρουσιάζεται ως πολιτιστική εκπροσώπηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, τότε η ελευθερία αυτή συνυπάρχει και με την ευθύνη. Κανένας δεν απαγορεύει σε δημιουργούς να εκδώσουν το δικό τους βιβλίο, να εκθέσουν τη δική τους άποψη, ακόμη και να προτείνουν ριζοσπαστικές ή εναλλακτικές προσεγγίσεις του Κυπριακού. Όμως δεν είναι ανεκτό τέτοιες θέσεις να προβάλλονται με κρατική χρηματοδότηση και υπό τον μανδύα της πολιτιστικής εξωτερικής πολιτικής της χώρας.
Η πολιτιστική διπλωματία δεν είναι μια παραλλαγή της ιδιωτικής καλλιτεχνικής έκφρασης. Είναι εργαλείο εξωτερικής πολιτικής και πρέπει να σχεδιάζεται με στρατηγικό ορίζοντα και θεσμική υπευθυνότητα. Η Κύπρος, λόγω του άλυτου πολιτικού προβλήματος, δεν έχει την πολυτέλεια να στέλνει αντιφατικά ή συγκεχυμένα μηνύματα στις διεθνείς σκηνές, πόσω μάλλον σε χώρους όπου η πολιτιστική αφήγηση συνιστά έναν από τους πλέον άμεσους και αποτελεσματικούς διαύλους επικοινωνίας με το διεθνές κοινό.
Η λύση στο πρόβλημα που αναδείχθηκε δεν μπορεί να είναι απλώς η απόσυρση του βιβλίου. Αυτό είναι το πρώτο βήμα. Η πολιτεία πρέπει άμεσα να θεσμοθετήσει ένα διαφανές και λειτουργικό πλαίσιο εποπτείας, έγκρισης και αξιολόγησης των πολιτιστικών έργων που χρηματοδοτεί. Πρέπει να συγκροτηθεί μόνιμη διεπιστημονική επιτροπή με τη συμμετοχή ιστορικών, ειδικών της πολιτιστικής πολιτικής, εκπροσώπων του ΥΠΕΞ, του Υφυπουργείου Πολιτισμού, αλλά και της κοινωνίας των πολιτών, η οποία θα εξετάζει όχι μόνο την καλλιτεχνική ποιότητα, αλλά και τη συνολική στρατηγική συνάφεια κάθε συμμετοχής. Παράλληλα, η καλλιτεχνική κοινότητα πρέπει να ενισχυθεί με εκπαιδευτικά και ενημερωτικά προγράμματα που θα ευαισθητοποιούν για τα ιστορικά και πολιτικά συμφραζόμενα της κυπριακής πραγματικότητας. Ο διάλογος μεταξύ τέχνης και πολιτικής δεν μπορεί να είναι συγκρουσιακός. Πρέπει να είναι διαλεκτικός και παραγωγικός.
Η συζήτηση για την πολιτιστική εκπροσώπηση της Κύπρου στο εξωτερικό είναι μια συζήτηση για το πώς αντιλαμβανόμαστε την ίδια την ταυτότητά μας. Δεν μπορούμε να διεκδικούμε λύση του Κυπριακού στη βάση του διεθνούς δικαίου και την ίδια στιγμή να επιτρέπουμε την κυκλοφορία λόγων που παραγνωρίζουν ή διαστρεβλώνουν το γεγονός της κατοχής, της προσφυγιάς και των εγκλημάτων πολέμου που συντελέστηκαν στην Κύπρο το 1974 και συνεχίζονται έκτοτε. Ούτε μπορούμε να παραμένουμε παθητικοί όταν η πολιτιστική μας παρουσία στο διεθνές στερέωμα αποδυναμώνει αντί να ενισχύει τις θέσεις μας.
Συμπερασματικά, η κρίση με το βιβλίο «Στες Πέτρες» ως Κυπριακή συμμετοχή στη 19η Διεθνή Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής στη Βενετία είναι μια υπενθύμιση ότι ο πολιτισμός δεν είναι περιθωριακή υπόθεση. Είναι βασικό πεδίο πολιτικής. Και όπως σε κάθε πεδίο πολιτικής, απαιτείται στρατηγικός σχεδιασμός, υπευθυνότητα, συνέπεια και λογοδοσία. Αν η Κύπρος επιθυμεί πραγματικά να αξιοποιήσει την πολιτιστική της δημιουργία ως δύναμη διεθνούς προβολής, ενότητας και αξιοπρέπειας, τότε πρέπει να πράξει όσα χρειάζονται για να μη ξαναζήσει τέτοια φαινόμενα. Η αποκατάσταση της υπόθεσης πρέπει να είναι συνολική, δίκαιη, διαφανής και κυρίως να οδηγήσει σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Όχι για λόγους εντυπώσεων, αλλά για λόγους δημοκρατίας και εθνικής συνέπειας.
*Καθηγητής-ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην πρύτανης.