Διεθνή

Ισραήλ – Ιράν: Σύγκρουση που ανασυνθέτει τη Μέση Ανατολή

Η κλιιμάκωση της στρατιωτικής σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν τις τελευταίες μέρες εγκαινιάζει μια νέα εποχή αστάθειας για τη Μέση Ανατολή, ανατρέποντας ισορροπίες που, έστω εύθραυστες, είχαν διατηρηθεί για δεκαετίες. Οι αλλεπάλληλες αεροπορικές επιθέσεις, οι μαζικές εκτοξεύσεις πυραύλων, οι κυβερνοεπιθέσεις και οι επιθέσεις ακριβείας μέσω UAVs, συνθέτουν ένα σκηνικό πολεμικής αναμέτρησης που έχει πλέον υπερβεί τα όρια της «σκιάς» και του παρασκηνίου. Η ιστορική αντιπαλότητα μεταξύ Ιράν και Ισραήλ, που επί χρόνια εκδηλωνόταν μέσω πληρεξουσίων, συγκαλυμμένων επιχειρήσεων και περιφερειακών ανταγωνισμών, μετατρέπεται τώρα σε άμεση, μετωπική και απροκάλυπτη σύγκρουση. Η ενεργός εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών στο πλευρό του Ισραήλ, και η σταδιακή εμπλοκή περιφερειακών δυνάμεων, ενισχύει περαιτέρω τη γεωπολιτική σοβαρότητα της κατάστασης, μετατρέποντας την σε μια από τις κρισιμότερες εξελίξεις της μεταψυχροπολεμικής περιόδου για τη διεθνή ασφάλεια.

Η σύγκρουση δεν αποτελεί ξαφνική έκρηξη, αλλά σταδιακή κορύφωση της σύγκρουσης συμφερόντων, στρατηγικών επιδιώξεων και ιδεολογικών αντιθέσεων που διαπερνούν ολόκληρη την περιοχή. Από τη μια πλευρά, το Ισραήλ επιδιώκει με κάθε μέσο να αποτρέψει την απόκτηση πυρηνικών όπλων από το Ιράν, να εξουδετερώσει την ικανότητά του να στηρίζει και να συντονίζει τις λεγόμενες «αντιστασιακές» δυνάμεις —Χεζμπολάχ, Χαμάς, Χούθι, σιιτικές πολιτοφυλακές στο Ιράκ και στη Συρία— και να διασφαλίσει τη στρατηγική του υπεροχή στο περιφερειακό σύστημα. Από την άλλη, η Τεχεράνη θεωρεί την παρουσία του Ισραήλ στην περιοχή, ιδίως μετά τις Συμφωνίες του Αβραάμ και την ενίσχυση των σχέσεών του με τα κράτη του Κόλπου, ως υπαρξιακή απειλή. Αντιλαμβάνεται την ισραηλινή επιθετικότητα ως απόπειρα στραγγαλισμού του στρατηγικού της χώρου και ως μέρος μιας ευρύτερης αμερικανικής επιχείρησης περιορισμού.

Η συμμετοχή ή όχι των ΗΠΑ βρίσκεται στο επίκεντρο ταυτόχρονα δημόσιων δηλώσεων και ενδοκυβερνητικών διεργασιών. Ο Αμερικανός πρόεδρος υποστηρίζει ανοιχτά το Ισραήλ, χαρακτηρίζοντας τις επιχειρήσεις του «δικαιολογημένες» και απευθύνοντας «τελευταίο τελεσίγραφο» προς το Ιράν για παράδοση, με επιθετική αντίδραση από τον Ιρανό ηγέτη. Ταυτόχρονα, ενώ το Πεντάγωνο απέστειλε αμερικανικά πολεμικά πλοία, βομβαρδιστικά αεροσκάφη, αεροσκάφη ανεφοδιασμού καλι άλλες στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή, παραμένει το ερώτημα, παρά την βεβαιότητα πολλών αναλυτών, άμεσης αμερικανικής συμμετοχής στις επιθέσεις κατά του Ιραν. Σε εσωτερικό επίπεδο, στο Κογκρέσο κατατέθηκαν νομοθετικές πρωτοβουλίες που προβλέπουν την απαίτηση άμεσης έγκρισης του Κονγκρέσου προτού οι ΗΠΑ εμπλακούν σε εκστρατεία εναντίον του Ιράν . Η πολιτική αντιπαράθεση είναι εμφανής στο εσωτερικό των ΗΠΑ, με αριθμό Ρεπουμπλικάνων να ζητούν «ολοκληρωμένη υποστήριξη» προς το Ισραήλ, και άλλους να αντιστέκονται στην επέκταση της συμμετοχής .

Στην περιοχή, τα κράτη του Κόλπου –Σαουδική Αραβία, ΗΑΕ, Μπαχρέιν, Κουβέιτ– και η Ιορδανία ανανεώνουν τις στρατηγικές συμπράξεις τους με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Η Σαουδική Αραβία, που μόλις το 2023 είχε προχωρήσει σε κινεζικής μεσολάβησης επαναπροσέγγιση με την Τεχεράνη, έχει πεισμώσει στους φόβους της για ιρανική εξοπλιστική υπερδύναμη –ιδίως πυρηνικού τύπου–, φοβούμενη ότι αυτό θα αναθερμάνει τις προσπάθειες των πολυπρόσωπων σιιτικών πολιτοφυλακών στην Υεμένη και τη Συρία. Η αναζήτηση ισορροπίας μεταξύ οικονομικών δεσμών και γεωπολιτικών απειλών τη φέρνει επικίνδυνα κοντά σε σιωπηρά αντι-ιρανικές ευθυγραμμίσεις.

Το Ιράκ παραμένει υπό την πίεση ενός ενδοεθνικού διχασμού. Οι σιιτικές παραστρατιωτικές ομάδες, που ήδη έχουν προειδοποιήσει πως μια επίθεση κατά του Ιράν θα θεωρηθεί ως επίθεση στη Βαγδάτη, συνεχίζουν να συνιστούν ενεργό απειλή προς τις αμερικανικές βάσεις και προσωπικό στο βόρειο τμήμα της χώρας. Οι σημερινές συνθήκες θυμίζουν την περίοδο έντασης 2005–2010. Το κράτος εμφανίζεται αποδυναμωμένο και έτοιμο να μετατραπεί σε νέο πεδίο αντιπαλότητας.

Στον Λίβανο, η κατάσταση είναι ακόμη πιο τεταμένη. Η Χεζμπολάχ παρόλο που ακολουθεί στρατηγική πλήρους ευθυγράμμισης με το Ιράν, δεν έχει μέχρι στιγμής ενεργοποιηθεί, συμμορφούμενη με την πολιτική γραμμή της κυβέρνησης Salam προς αποφυγή νέων συγκρούσεων. Ωστόσο, οι ιρανικές επιθέσεις σε ισραηλινά εδάφη, θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν ευρύτερη κλιμάκωση.

Η Δυτική Ευρώπη, μέσω της κοινοπραξίας Γερμανίας, Γαλλίας και Ηνωμένου Βασιλείου (E3), επιχειρεί να διαμεσολαβήσει, ενώ οι G7 υιοθετούν μια κοινή γραμμή στήριξης στο Ισραήλ και καταδίκης του Ιράν, καλώντας ταυτόχρονα σε «μέτριες» και ελεγχόμενες στρατιωτικές επιχειρήσεις, εξασφαλίζοντας παράλληλα την ασφάλεια των διεθνών λιμένων, ιδιαίτερα του Στενού του Χορμούζ. Ταυτόχρονα, πιέζουν για άμεση συνάντηση με τον Ιρανό ΥΠΕΞ φιλοδοξώντας να ξεμπλοκάρουν τη διπλωματία.

Σ’ αυτό το εκρηκτικό πλαίσιο, η ενεργή στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή και η επαγρύπνηση με ενισχυμένα μέσα ανεφοδιασμού, φθάνει σε επίπεδο τακτικής υποστήριξης και συνέργειας με το Ισραήλ. Η κυβέρνηση Τραμπ αντιμετωπίζει το μέτωπο Ιράν–Ισραήλ ως ευκαιρία στρατηγικής ανασύνταξης της αμερικανικής παρουσίας, και ετοιμάζεται για δυναμική συμμετοχή στις επιθέσεις κατά του Ιραν. Η ρητορική περί αποφασιστικής ισχύος και η απόρριψη του κατευνασμού οδηγούν τον Λευκό Οίκο στην υιοθέτηση μιας πολιτικής «στρατιωτικής παραμονής και εμπλοκής» στη Μέση Ανατολή. Ήδη, αμερικανικά αεροπλανοφόρα και βομβαρδιστικά αεροπλάνα έχουν μετακινηθεί στην Ανατολική Μεσόγειο και στον Κόλπο, ενώ ομάδες κρούσης μεγάλου αριθμού πεζοναυτών ενισχύουν τις δυνάμεις σε Ιορδανία και Κουβέιτ.

Η Κύπρος, ως κράτος-μέλος της ΕΕ και σύμμαχος του Ισραήλ και στενές σχέσεις με τον αραβικό κόσμο, εμφανίζει διπλό ρόλο: φιλοξενεί διπλωματικές πρωτοβουλίες και ανθρωπιστική βοήθεια, ενώ αναπόφευκτα λόγω των βρετανικών βάσεων, στρατιωτικά αποτελεί πύλη επιχειρησιακής στήριξης δυτικών δυνάμεων. Οι εγκαταστάσεις στο RAF Akrotiri είναι πιθανό να χρησιμοποιηθούν ως πλατφόρμα ανεφοδιασμού της αμερικανικής αεροπορικής δύναμης, με την κυβέρνηση στη Λευκωσία να καλείται να ισορροπήσει ευρωπαϊκές και περιφερειακές απαιτήσεις. Σ’ αυτό το μεταβαλλόμενο σκηνικό, η Κυπριακή Δημοκρατία αποκτά αυξανόμενη σημασία. Η θέση της ως κράτος-μέλος της ΕΕ, με παραδοσιακούς δεσμούς τόσο με το Ισραήλ όσο και με αραβικά κράτη, της προσδίδει στρατηγικό και διπλωματικό εκτόπισμα. Η Λευκωσία έχει ήδη λειτουργήσει ως κόμβος μεταφοράς ανθρωπιστικής βοήθειας, χώρος φιλοξενίας αποστολών και διπλωματικών επαφών και εκκένωσης ξένων πολιτών. Ταυτόχρονα, οι βάσεις στο Ακρωτήρι και η αυξημένη παρουσία αμερικανικών και γαλλικών δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο επαναπροσδιορίζουν το ρόλο της Κύπρου ως πύλης προς τη Μέση Ανατολή. Η πρόκληση για την Κυπριακή εξωτερική πολιτική είναι διπλή: διατήρηση εθνικής ασφάλειας και ευελιξία στην πλοήγηση ανάμεσα σε ευρωπαϊκές, δυτικές και περιφερειακές απαιτήσεις. Η Κύπρος δεν μπορεί να παραμείνει παθητικός θεατής. Οφείλει να κεφαλαιοποιήσει τη γεωγραφική και πολιτική της θέση με μια προσεκτική και ενεργητική διπλωματία.

Συμπεραματικά, η σύγκρουση Ιράν–Ισραήλ δεν είναι ένα τοπικό γεγονός αλλά το επίκεντρο ενός γεωπολιτικού σεισμού. Η στρατηγική ανάσχεσης που επιδιώκουν Ισραήλ και ΗΠΑ συγκρούεται με την επιμονή της Τεχεράνης για πυρηνική αυτονομία και περιφερειακή επιρροή. Τα κράτη της Μέσης Ανατολής δείχνουν έως τώρα να κινούνται ανάμεσα στην αποφυγή γενικευμένης έκρηξης και στην στρατηγική συνεργασία με τους ισχυρούς της περιοχής, διαμορφώνοντας ένα νέο πολιτικο-στρατιωτικό τοπίο όπου κάθε κίνηση είναι αποφασιστική και καθοριστική για τη συνέχεια. Η Μέση Ανατολή μπαίνει σε φάση ανακατατάξεων, όπου τα παραδοσιακά δόγματα ασφάλειας δοκιμάζονται και οι συμμαχίες ανασχηματίζονται. Η διεθνής κοινότητα οφείλει να αναλάβει πρωτοβουλίες αποκλιμάκωσης, διότι όσο η σύγκρουση συνεχίζεται, τόσο πλησιάζουμε σ’ ένα σημείο χωρίς επιστροφή. Και τότε, το κόστος δεν θα το επωμιστεί μόνο η περιοχή, αλλά ολόκληρη η διεθνής τάξη.

*Καθηγητής-ανθρωπολόγος στο Philips University και πρώην Πρύτανης.