Νέα στρατηγική στο Κυπριακό: Από άμυνα σε πολυεπίπεδη δράση
Η Κύπρος δεν μπορεί να είναι επ’ αόριστον όμηρος της τουρκικής αδιαλλαξίας. Ούτε μπορεί να παραμένει παθητικός αποδέκτης των διεθνών εξελίξεων. Η νέα στρατηγική δεν είναι επιλογή πολυτελείας. Είναι ζήτημα επιβίωσης του κράτους και της κοινωνίας

Η τουρκική πολιτική έναντι της Κύπρου δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Όλο και πιο συστηματικά, η Άγκυρα επιβεβαιώνει τη σταθερή της επιδίωξη να μονιμοποιήσει τα τετελεσμένα της εισβολής και να μετατρέψει τα κατεχόμενα σ’ ένα de facto, διεθνώς αναγνωρισμένο «τουρκικό κρατίδιο». Η δήθεν «πολιτική ισότητα» που προβάλλεται μέσω της ρητορικής των δύο κρατών αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου στρατηγικού σχεδίου εδραίωσης της τουρκικής παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο και εμπέδωσης μιας νέας περιφερειακής τάξης πραγμάτων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η επιδίωξη λύσης εκ μέρους της τουρκικής πλευράς δεν είναι τίποτε άλλο από προσχηματική. Η ουσία της πολιτικής της είναι η στασιμότητα και η μεθοδευμένη εδραίωση της διχοτόμησης. Επομένως, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί να συνεχίσει να επενδύει στη λογική της υπομονής και της τυπικής διπλωματικής προσήλωσης σε σχήματα που εξαντλούνται χωρίς αντίκρισμα.
Αυτό που επιβάλλεται σήμερα δεν είναι μια ακόμη δήλωση καλών προθέσεων, ούτε απλώς η επανάληψη γνωστών εθνικών τοποθετήσεων. Επιβάλλεται μια νέα στρατηγική, ριζικά διαφορετική από τις προηγούμενες: μια πολυεπίπεδη, δυναμική προσέγγιση, που ν’ αξιοποιεί με συντονισμένο τρόπο κάθε εργαλείο ισχύος που διαθέτει η Κυπριακή Δημοκρατία – νομικό, διπλωματικό, γεωπολιτικό και οικονομικό. Όχι ως αποσπασματικές κινήσεις, αλλά ως συγκροτημένη πολιτική πρόταση με ξεκάθαρο στόχο: την ανατροπή της τουρκικής στρατηγικής μέσω της ενίσχυσης της διεθνούς θέσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της διαρκούς κινητοποίησης και παρέμβασης της διεθνούς κοινότητας υπέρ των αρχών του διεθνούς δικαίου. Η πολυεπίπεδη αυτή στρατηγική απαιτεί σαφή πολιτική βούληση, θεσμικό συντονισμό και εθνική ενότητα. Δεν μπορεί να είναι έργο ενός υπουργείου ή μιας κυβέρνησης. Χρειάζεται διακομματική συνεννόηση, κοινωνική συμμετοχή και συναίνεση, και εθνική στρατηγική συνείδηση. Χρειάζεται, επίσης, η συμβολή και η συμμετοχή ώριμων και έμπειρων με επιστημονικό και κοινωνικό εκτόπισμα προσωπικοτήτων, καθώς και μια νέα γενιά στελεχών στη δημόσια διοίκηση και τη διπλωματική υπηρεσία, με επαγγελματισμό, διεθνή εμπειρία και ικανότητα να κινηθούν σε παγκόσμιο επίπεδο.
Πυρήνας αυτής της στρατηγικής πρέπει να είναι η νομική της διάσταση. Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι το μόνο διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος στην Κύπρο, μέλος των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πλήρη κρατικά δικαιώματα. Αυτή η νομική υπόσταση, ωστόσο, παραμένει υποαξιοποιημένη. Η λογική των μεμονωμένων καταγγελιών ή των περιορισμένων νομικών ενεργειών πρέπει να δώσει τη θέση της σε μια γενικευμένη νομική αντεπίθεση. Η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί και πρέπει να καταγγείλει την Τουρκία για συνεχιζόμενες κρατικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κυριαρχικών δικαιωμάτων, όχι μόνο ενώπιον του ΕΔΑΔ αλλά και σε διεθνή φόρα όπως το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Παράλληλα, πρέπει να θεσμοθετηθεί μόνιμος μηχανισμός τεκμηρίωσης, καταγραφής και διεθνοποίησης όλων των παράνομων ενεργειών στην κατεχόμενη Κύπρο: από τον εποικισμό και την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς, μέχρι τη συστηματική αλλοίωση του πληθυσμιακού χαρακτήρα και τις παράνομες εμπορικές δραστηριότητες. Το διεθνές δίκαιο είναι εργαλείο εξουσίας όταν εφαρμόζεται και υποστηρίζεται ενεργά. Και η Κυπριακή Δημοκρατία έχει κάθε λόγο -και κάθε νομιμοποίηση- να το μετατρέψει σε πυλώνα της στρατηγικής της.
Η νομική και δικαστική διάσταση, αν και σημαντική, δεν αρκεί από μόνη της για την επίλυση του Κυπριακού. Χρειάζεται μια πολυεπίπεδη, δυναμική διπλωματική στρατηγική, που υπερβαίνει την παραδοσιακή προσέγγιση των διαβημάτων και δηλώσεων. Η Κύπρος πρέπει να εντάξει το Κυπριακό στα μεγάλα διακυβεύματα της ΕΕ, παρουσιάζοντας την τουρκική στάση ως απειλή κατά της εδαφικής ακεραιότητας της Ένωσης και των αξιών της. Παράλληλα, απαιτείται η σαφής σύνδεση της τουρκικής συμπεριφοράς στο Κυπριακό με την πρόοδο των ευρωτουρκικών σχέσεων, διεκδικώντας από τις Βρυξέλλες πολιτικά αντανακλαστικά και όχι μόνο τυπικές καταδίκες. Επιπλέον, η Κύπρος πρέπει να ενισχύσει με νομικές συμφωνίες τις στρατηγικές της σχέσεις με χώρες-κλειδιά, όπως η Γαλλία, οι ΗΠΑ, το Ισραήλ, η Ινδία, η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ώστε να οικοδομήσει ένα δίκτυο υποστήριξης που βασίζεται σε κοινές αξίες, γεωπολιτικά συμφέροντα και έμπρακτη στήριξη. Η διπλωματική ισχύς δεν προκύπτει παθητικά, αλλά απαιτεί συνεχείς πρωτοβουλίες, ισχυρές αφηγήσεις και στρατηγικό σχεδιασμό. Η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει ν’ αξιοποιήσει τη γεωπολιτική της θέση ως γέφυρα διαλόγου και να περάσει από την αμυντική προσκόλληση στο παρελθόν σε μια ενεργητική εξωτερική πολιτική.
Η νέα στρατηγική δεν μπορεί, όμως, ν’ αγνοήσει τη γεωπολιτική πραγματικότητα. Η αποτροπή είναι βασικός άξονας κάθε σοβαρής πολιτικής. Η Κυπριακή Δημοκρατία χρειάζεται να ενισχύσει την Εθνική Φρουρά της με τρόπο που να ενισχύει την αποτρεπτική της ισχύ και να της επιτρέπει να λειτουργεί ως αξιόπιστος παράγοντας σταθερότητας στην περιοχή. Η στρατηγική σχέση με την Ελλάδα, το Ισραήλ και τη Γαλλία, η συμμετοχή σε περιφερειακές αμυντικές δομές και η παρουσία στις κοινές ασκήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, δεν είναι μόνο κινήσεις στρατιωτικού ενδιαφέροντος. Είναι και πολιτικά μηνύματα ισχύος. Η Κύπρος οφείλει να εδραιώσει την εικόνα της ως προπύργιου της Δύσης και της δημοκρατίας στην περιοχή, ενισχύοντας ταυτόχρονα την ενεργειακή και κυβερνοασφάλειά της. Η γεωπολιτική της θέση δεν είναι αδυναμία, αλλά πλεονέκτημα, εφόσον αξιοποιηθεί με στρατηγικό βάθος και όχι με φοβικά σύνδρομα.
Το τελευταίο επίπεδο αυτής της στρατηγικής είναι η οικονομία. Η οικονομική ισχύς, όταν διοχετεύεται με πολιτική στόχευση, μετατρέπεται σε εργαλείο επιρροής. Η Κύπρος πρέπει να ενισχύσει το ενεργειακό της πρόγραμμα, να προχωρήσει στον αγωγό «EastMed» και στον «Great Sea Interconnector», και να αξιοποιήσει τις συμφωνίες με Αίγυπτο και Ισραήλ για την εξαγωγή φυσικού αερίου. Η δημιουργία τετελεσμένων μέσω ενεργειακών συνεργασιών, που αποκλείουν την Τουρκία από το τραπέζι των αποφάσεων, είναι κρίσιμη. Παράλληλα, η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να χρησιμοποιήσει την αναβαθμισμένη προσέλκυση στρατηγικών επενδύσεων και την ισχυρή της ναυτιλιακή και χρηματοοικονομική βάση ως μοχλούς ενίσχυσης των πολιτικών της θέσεων. Μπορεί επίσης να επιβάλει περιορισμούς ή αντικίνητρα σε εταιρείες που συνεργάζονται με το κατοχικό καθεστώς, αξιοποιώντας τη δύναμη της αγοράς της και το καθεστώς κράτους-μέλους της ΕΕ.
Η Κύπρος δεν μπορεί να είναι επ’ αόριστον όμηρος της τουρκικής αδιαλλαξίας. Ούτε μπορεί να παραμένει παθητικός αποδέκτης των διεθνών εξελίξεων. Η νέα στρατηγική δεν είναι επιλογή πολυτελείας. Είναι ζήτημα επιβίωσης του κράτους και της κοινωνίας. Και απαιτεί μετάβαση από την πολιτική άμυνας στη στρατηγική αντεπίθεση. Μέσα από το δίκαιο, τη διπλωματία, την αποτροπή και την οικονομία. Μέσα από τη σοβαρότητα, τη συνέπεια και τη θέληση ν’ αλλάξουμε αφήγημα και δράση. Όχι μόνο εντός, αλλά και εκτός συνόρων.
*Καθηγητής-ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην Πρύτανης