Η σφαγή των Κοντεμενιωτών από κανίβαλους του Κιόνελι
Δράστες, αιμοσταγείς κανίβαλοι Κιονελίτες της ΤΜΤ του Ντενκτάς και ηθικοί αυτουργοί, πραιτωριανοί του Φουτ

Μέρος Α
Το πιο αποτρόπαιο και ειδεχθέστατο έγκλημα των Αγγλοτούρκων διαπράχθηκε μέρα μεσημέρι στον κάμπο του Κιόνελι, στις 12 Ιουνίου 1958. Δράστες, αιμοσταγείς κανίβαλοι Κιονελίτες της ΤΜΤ του Ντενκτάς και ηθικοί αυτουργοί, πραιτωριανοί του Φουτ. Ήταν Πέμπτη απόγευμα, όταν άρχισαν να κτυπούν οι καμπάνες του μεικτού χωριού Σκυλλούρα. Ο ήχος έφθανε μέχρι το γειτονικό χωριό Κοντεμένος. Μαζί με τον ήχο έφτασε και το μήνυμα: «Οι Τούρκοι εξαπέλυσαν επίθεση εναντίον των Ελλήνων της Σκυλλούρας και άρχισαν εμπρησμούς, λεηλασίες και σφαγές». Οι Κοντεμενιώτες στο άκουσμα του φοβερού μηνύματος μαζεύτηκαν, όσοι ήταν στο χωριό εκείνη τη στιγμή, αφού πρώτα άρπαξαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, επιβιβάστηκαν σε δυο αυτοκίνητα και έσπευσαν σε βοήθεια των Ελλήνων της Σκυλλούρας. Το ίδιο μήνυμα για την επίθεση των Τούρκων στη Σκυλλούρα δόθηκε και στον γειτονικό Γερόλακκο, όπου υπήρχε αστυνομικός σταθμός επανδρωμένος από Βρετανούς και Τούρκους αστυνομικούς, μ’ επικεφαλής έναν Άγγλο λοχία, επονομαζόμενο Γκιλς. Αυτός πήρε μερικούς ένοπλους άνδρες του σταθμού και με αυτοκίνητο Λαντ-ρόβερ κατευθύνθηκε στη Σκυλλούρα. Στον δρόμο, έξω από το χωριό, συνάντησε τα αυτοκίνητα με τους Κοντεμενιώτες, τα ανέκοψε και τα οδήγησε στον Γερόλακκο. Εκεί, τους κατηγόρησε ότι πήγαν στη Σκυλλούρα για να διαταράξουν την τάξη και συνέλαβε 30 από αυτούς. Πολλοί άλλοι Κοντεμενιώτες, που είχαν πληροφορηθεί τα διατρέξαντα, συγκεντρώθηκαν έξω από τον αστυνομικό σταθμό, ζητώντας την απόλυση των συγχωριανών τους. Ο φιλότουρκος Γκιλς, όμως, στάθηκε ανένδοτος και επειδή δεν είχε χώρο ο σταθμός για την κράτηση των 30 συλληφθέντων, αποφάσισε να τους μεταφέρει στη Λευκωσία. Σε 15 λεπτά, περίπου, ο αιμοχαρής λοχίας τέθηκε επικεφαλής στρατιωτικής συνοδείας, που οδήγησε τους Κοντεμενιώτες στη Λευκωσία, ενημερώνοντας στο μεταξύ σχετικά τους ανωτέρους του.

Το δεύτερο μέρος της τραγωδίας
Από τη στιγμή αυτή αρχίζει το δεύτερο μέρος της τραγωδίας, που φανέρωσε την υπουλότητα, την ατιμία και τον μισελληνισμό των Βρετανών. Ο Άγγλος αστυνόμος Τσάσλερ και ο υφιστάμενός του, Τουρκοκύπριος επιθεωρητής, Μεχμέτ Ασίμ Ερόλ, γνωστός μισέλληνας, στέλεχος της ΤΜΤ, επικοινώνησαν με τον διαβόητο αστυνόμο Μπερτζ, τον γνωστό αρχιβασανιστή των αγωνιστών της ΕΟΚΑ. Με δικές του υποδείξεις οι Κοντεμενιώτες οδηγήθηκαν στο Κιόνελι, κοντά στο γεφύρι του Πεδιαίου. Εκεί τους αποβίβασαν από το αυτοκίνητο και τους υπέδειξαν να μεταβούν στο χωριό τους πεζοί, από τον Κάμπο του Κιόνελι. Ανύποπτοι οι Κοντεμενιώτες, νηστικοί, διψασμένοι και ταλαιπωρημένοι ξεκίνησαν για το χωριό τους. Πού να ’ξεραν τι τους περίμενε; Ποιος να τους το ’λεγε ότι ο αιμοδιψής Ερόλ είχε ειδοποιήσει τον Ντενκτάς και εκείνος τους κανίβαλους της ΤΜΤ του Κιόνελι, οι οποίοι οπλίστηκαν με τσεκούρια, χασαπομάχαιρα, μπαλτάδες, δρεπάνια, δικράνια και σιδηρολοστούς και τους έστησαν καρτέρι στην κοίτη ενός χειμάρρου.
Μόλις οι ενεδρεύοντες Κιονελίτες είδαν τους Κοντεμενιώτες να τους πλησιάζουν, σηκώθηκαν από την κοίτη του χειμάρρου και εξαπέλυσαν λυσσαλέα επίθεση εναντίον τους αλαλάζοντας. Η ανθρωποσφαγή είχε αρχίσει. Ήταν 200 περίπου οι κανίβαλοι της ΤΜΤ και 30 οι Κοντεμενιώτες. Ένας κατόρθωσε να διαφύγει και να φθάσει ασθμαίνοντας στον κοντινό Γερόλακκο, όπου ενημέρωσε τους κατοίκους και ζήτησε βοήθεια. Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Αστραπιαία δυο αυτοκίνητα γεμάτα Γερολακκίτες κινήθηκαν προς το σημείο της σφαγής. Οι Βρετανοί, όμως, που επιτηρούσαν την περιοχή και κάλυπταν τους άγριους δολοφόνους, εμπόδισαν τους Γερολακκίτες να προωθηθούν. Ένα τεθωρακισμένο «Μάρμορ Χάριγκτον» πλησίασε τα δυο αυτοκίνητα, στην τοποθεσία «Άσπρες» και τα σταμάτησε. Ο επικεφαλής αξιωματικός είπε στους Γερολακκίτες ότι οι πληροφορίες τους δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και τους υπέδειξε να επιστρέψουν στο χωριό τους. Εκείνοι όμως υπέδειξαν στους στρατιώτες ότι στον Κάμπο μπροστά τους σηκώνονται κουρνιαχτοί, σημάδι ότι κάτι συμβαίνει. Οι Άγγλοι τούς είπαν ότι θα πήγαιναν να δουν και, αν συνέβαινε κάτι, θα επιλαμβάνονταν του θέματος. Οι Γερολακκίτες, όμως, έθεσαν όρο να παραμείνουν εκεί μέχρι να εξετάσουν την υπόθεση οι Άγγλοι. Μόλις το τεθωρακισμένο απομακρύνθηκε, κατάπληκτοι οι Γερολακκίτες είδαν να ξεπροβάλλουν μπροστά τους ομάδες Τούρκων οπλισμένων με δρεπάνια, σιδηρολοστούς, μπαλτάδες, μαχαίρια και άλλα φονικά όπλα. Αν και αιφνιδιάστηκαν, δεν πανικοβλήθηκαν. Αντιλήφθηκαν ότι υπήρχε σχέδιο των Αγγλοτούρκων για σφαγές Ελλήνων και άρχισαν να γυρίζουν οργανωμένοι προς το χωριό τους. Κατά την οπισθοχώρησή τους, το βρετανικό τεθωρακισμένο εμφανίστηκε πάλι μπροστά τους και ο επικεφαλής υπαξιωματικός τούς «διαβεβαίωσε» ότι δεν συνέβαινε τίποτε, πως ο κουρνιαχτός προκλήθηκε από κοπάδι αιγοπροβάτων και δεν έπρεπε να ανησυχούν. Έτσι, οι Άγγλοι με τις ψευδολογίες τους έδιωξαν του Έλληνες του Γερολάκκου, αλλά δεν συνέλαβαν κανέναν από τους Τούρκους, που τους είχαν επιτεθεί. Τους άφησαν να κινούνται εκεί πίσω από τα λατομεία της περιοχής.

Άνιση συμπλοκή
Η συμπλοκή στον κάμπο του Κιόνελι, όπου διαπράχθηκε καταμεσήμερα η πρωτοφανής στα κυπριακά χρονικά ανελέητη ανθρωποσφαγή, ήταν άνιση. Λίγοι, 30 απροστάτευτοι και άοπλοι ήταν οι δυστυχείς Κοντεμενιώτες. Πολλοί, 200 και πάνοπλοι με κάθε είδους μαχαίρια, τσεκούρια, αυτοσχέδιες πιστόλες, σιδηρολοστούς, μπαλτάδες, δρεπάνια και δικράνια οι κανίβαλοι του Ντενκτάς. Οκτώ Κοντεμενιώτες είχαν ήδη κατακρεουργηθεί, όταν έφτασαν οι Άγγλοι ηθικοί αυτουργοί στον τόπο του φοβερού εγκλήματος. Τέσσερεις από τους τραυματίες ήταν ακόμα ζωντανοί, αλλά υπέκυψαν στα πολλαπλά τραύματά τους κατά τη διακομιδή τους στο νοσοκομείο με στρατιωτικό ελικόπτερο. Οι υπόλοιποι γλύτωσαν από του χάρου τα δόντια και κυνηγημένοι έφτασαν κατάκοποι και έντρομοι στο χωριό τους, όπου μετέδωσαν το μαύρο μήνυμα της συμφοράς που τους έπληξε.
Οι νεκροί στο πεδίο της σφαγής ήταν: Κώστας Μουρής, 34 χρονών, Ευριπίδης Κυριάκου 24, Πέτρος Σταύρου 21, Ιωάννης Σταύρου 31, Σωτήρης Λοΐζου 17, Γεώργιος Σταύρου 17, Χαράλαμπος Σταύρου 34 και Χριστόδουλος Σταύρου 34 χρονών. Μερικοί από αυτούς ήταν στενοί συγγενείς, έγγαμοι και πατέρες μικρών παιδιών, ενώ οι δυο δεκαεφτάχρονοι ήταν μαθητές..
Ο παλαίμαχος δημοσιογράφος Χρίστος Πέτσας, νεαρός τότε ρεπόρτερ, είχε επισκεφθεί τη σκηνή του εγκλήματος και αφηγήθηκε 39 χρόνια μετά, στον Γιάννη Σπανό: «Στη σκηνή του αποτρόπαιου εγκλήματος ήταν συγκεντρωμένοι πάνοπλοι, Άγγλοι στρατιώτες και Τούρκοι επικουρικοί. Στα ξηρά χόρτα, στις ποκαλάμες, στα χωράφια, κείτονταν πλάσματα κατακρεουργημένα, καταματωμένες άμορφες μάζες σκοτωμένων. Μορφές ππαλιασμένες και λιωμένες από πλήγματα ροπάλων. Τους έσφαξαν και δοκίμασαν να τους πολτοποιήσουν. Και ακούγονταν ρόγχοι επιθανάτιοι, οιμωγές ανθρώπων σφαγμένων. ‘‘Παναγία μου, βοήθεια…’’. Ήταν Έλληνες.
»Ένας, ήταν ππαλιασμένος από τον λαιμό ώς κάτω στην κοιλιά. Βαθιά η πληγή. Ζούσε ακόμα, ζητούσε βοήθεια. Τον μαχαίρωσαν με χασαπομάχαιρο. Κανείς δεν τον βοηθούσε…».
Και ως αυτόπτης μάρτυρας του εγκλήματος, ο Χρ. Πέτσας δεν διστάζει να αποφανθεί: «Το έγκλημα οφειλόταν σε συνωμοσία Εγγλέζων και Τούρκων. Το ‘‘Σπέσιαλ Μπραντς’’, οι Μυστικές Υπηρεσίες, οργάνωσαν τη σφαγή. Άλλωστε, οι ίδιοι έκαψαν τα σπαρτά των Τούρκων στα σύνορα Γερολάκκου- Κιόνελι, για να φορτίσουν την ατμόσφαιρα με μίσος…».
Από τους δολοφόνους της ΤΜΤ δεν συνελήφθη κανένας. Διότι, απλούστατα, εκτελούσαν διατεταγμένη αποστολή των Βρετανικών Μυστικών Υπηρεσιών και της ΤΜΤ. Οι συνένοχοί τους Βρετανοί τούς κάλυψαν.
Νέο έγκλημα στο Αυγόρου
Τις τουρκικές αυτές βαρβαρότητες ζήλεψαν οι πραιτωριανοί του στρατηγού Ντάρλινγκ, που είχε αντικαταστήσει τον αποχωρήσαντα ντροπιασμένο στρατάρχη Χάρτντινγκ. Και στις 4 Ιουλίου, χρησιμοποιώντας και τεθωρακισμένα «Μάρμορ Χάριγκτον», επέδραμαν στο Αυγόρου, όπου οι κάτοικοι τούς υποδέχθηκαν με ενωτικά και αντιβρετανικά συνθήματα και πετροβολισμούς. Οι Αυγορίτες, άντρες, γυναίκες, νέοι, γέροι και παιδιά, αφού έκοψαν τον δρόμο στους Βρετανούς, επιτέθηκαν εναντίον τους με πέτρες, ξύλα και ό,τι άλλο έβρισκαν μπροστά τους. Οι άνανδροι Βρετανοί, μ’ επικεφαλής έναν λοχαγό, άρχισαν να βάλλουν αδιάκριτα εναντίον των κατοίκων, με οπλοπολυβόλα, αυτόματα και τυφέκια. Από τα πυρά των θρασύδειλων στρατιωτών έπεσαν νεκροί η αγωνίστρια έγκυος Λουκία Παπανικολάου και ένας γέροντας, ενώ τραυματίστηκαν περισσότεροι από 50 κάτοικοι, από τους οποίους οι 13 σοβαρά.
Μπροστά σ’ αυτήν την απροκάλυπτη αγγλοτουρκική συνωμοσία, η ΕΟΚΑ οργάνωσε ομάδες πολιτοφυλακής σ’ όλες τις πόλεις και τα χωριά, για την προστασία του άμαχου πληθυσμού και των ελληνικών περιουσιών από τους εγκληματίες της ΤΜΤ και του Φουτ. Και το μέτρο αυτό στάθηκε αρκετά αποτελεσματικό, γιατί περιόρισε στο ελάχιστο τις επιδρομές του τουρκοκυπριακού όχλου σε βάρος των Ελλήνων και των περιουσιών τους.