H πράσινη μετάβαση και ανταγωνιστικότητα
H εφαρμογή της μέσω πράσινων φορολογιών δημιουργεί ερωτήματα ως προς την ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη.

Η πράσινη μετάβαση αποτελεί αναμφίβολα μιαν από τις πιο σημαντικές και επιτακτικές προκλήσεις της εποχής μας. Η ανάγκη για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και για μετάβαση σε ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης είναι αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο, η εφαρμογή αυτής της μετάβασης μέσω πράσινων φορολογιών δημιουργεί εύλογα ερωτήματα ως προς την ανταγωνιστικότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη στρατηγική κατεύθυνση της Ευρώπης γενικότερα.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών, η επιβολή των πράσινων φόρων αναμένεται να αυξήσει άμεσα τις τιμές στα καύσιμα και σε σειρά προϊόντων και υπηρεσιών, γεγονός που μεταφράζεται σε μείωση της αγοραστικής δύναμης, ιδιαίτερα για τα ευάλωτα νοικοκυριά.
Η λογική τους είναι ότι, με την αύξηση των τελικών τιμών, οι καταναλωτές θα μειώσουν τη ζήτηση του συγκεκριμένου προϊόντος και επομένως η λιγότερη χρήση του θα μειώσει και τις εκπομπές άνθρακα. Αυτό θα πρέπει να περιμένουμε να το δούμε και στην πράξη, λαμβάνοντας υπόψη και τις εναλλακτικές επιλογές που θα έχουν επιχειρήσεις και καταναλωτές
Η επιβολή φορολογιών από μόνη της δεν μπορεί να οδηγήσει στην πράσινη μετάβαση, εφόσον απαιτούνται επενδύσεις σε υποδομές, πιο «καθαρές» πηγές ενέργειας και δημιουργία ανάλογης κουλτούρας από όλους.
Το ζήτημα, όμως, δεν περιορίζεται σε εθνικό επίπεδο. Η Κύπρος είναι απλώς ένα μικρό παράδειγμα της ευρύτερης ευρωπαϊκής πολιτικής, που χαρακτηρίζεται από έντονη ρυθμιστική παρέμβαση (overregulation) σε θέματα περιβάλλοντος, τη στιγμή που οι παγκόσμιοι ανταγωνιστές –ΗΠΑ και Κίνα– ακολουθούν ριζικά διαφορετικές πορείες.
Ηνωμένες Πολιτείες
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, μετά από μια φάση δηλώσεων υπέρ της πράσινης πολιτικής, φαίνεται ότι δίνουν προτεραιότητα στην εθνική τους ασφάλεια και στη διατήρηση της βιομηχανικής και τεχνολογικής τους υπεροχής έναντι της Κίνας. Η κυβέρνηση Tραμπ, με πολιτικές όπως οι εμπορικοί περιορισμοί, οι κυρώσεις και η επανατοποθέτηση παραγωγικών δραστηριοτήτων εντός ΗΠΑ, επιδιώκει να ενισχύσει την αμερικανική οικονομία εις βάρος της πράσινης προσαρμογής. Στην ουσία, η πράσινη μετάβαση έρχεται σε δεύτερη μοίρα.
Ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Κίνας. Αν και προβάλλεται ως «πρωταθλητής» της πράσινης ενέργειας (με επενδύσεις σε ηλιακά και αιολικά), στην πράξη η χώρα συνεχίζει να εξαρτάται από τον άνθρακα για την κάλυψη σημαντικού μέρους της ενεργειακής της ζήτησης, ενώ παράλληλα χρησιμοποιεί τις τεράστιες υποδομές και τα αποθέματά της για να διατηρήσει χαμηλό κόστος παραγωγής. Το αποτέλεσμα; Τα κινεζικά προϊόντα είναι εξαιρετικά ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές, ενώ οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν ασφυκτικές πιέσεις κόστους λόγω των αυστηρών ρυθμίσεων και των περιβαλλοντικών φόρων.
Παγιδευμένη η Ευρώπη
Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από τον ευρύτερο γεωπολιτικό μετασχηματισμό. Η σύγκρουση στην Ουκρανία, η επαναχάραξη των συμμαχιών, η ενεργειακή κρίση και η προσπάθεια των αναδυόμενων οικονομιών (BRICS) να αμφισβητήσουν την κυριαρχία του δολαρίου συνθέτουν ένα νέο σκηνικό, στο οποίο η Ευρώπη μοιάζει παγιδευμένη. Χωρίς ισχυρές ενεργειακές πηγές, με περιορισμένο γεωπολιτικό βάρος και δεμένη στο άρμα των αμερικανικών κυρώσεων, χάνει σταδιακά μέρος της ανταγωνιστικότητάς της.
Η Ευρώπη φαίνεται να «τιμωρεί» τις δικές της επιχειρήσεις, επιβάλλοντας αυστηρότατες απαιτήσεις περιβαλλοντικής συμμόρφωσης, τη στιγμή που οι ανταγωνιστές της τις παρακάμπτουν ή τις αγνοούν. Αυτό δημιουργεί ένα περιβάλλον άνισου ανταγωνισμού, στο οποίο οι ευρωπαϊκές εταιρείες καλούνται να παράγουν με υψηλό κόστος, περιορισμένη κρατική στήριξη και μικρότερες αγορές εξαγωγών – αφού αρκετές αγορές, όπως η Ρωσία και η Κίνα, έχουν περιοριστεί από τις κυρώσεις ή τις εμπορικές εντάσεις.
Ενδεικτική της κατεύθυνσης αυτής είναι και η πορεία της γερμανικής βιομηχανίας, που παραδοσιακά βασιζόταν σε φθηνή ενέργεια από τη Ρωσία και σε εξαγωγές προς την Κίνα. Σήμερα, και οι δύο αυτές δυνατότητες έχουν συρρικνωθεί, οδηγώντας σε ύφεση, αποβιομηχάνιση και διαρροή επενδύσεων προς τρίτες χώρες.
Η διεθνής ναυτιλία διέρχεται μια μεταβατική περίοδο, με τις μεγαλύτερες αλλαγές να αφορούν την πράσινη μετάβαση και τον περιορισμό των ρύπων. Νέα πλοία, ενδεχομένως ακριβότερα στην κατασκευή τους, αντικαθιστούν τα παλαιότερα ρυπογόνα. Αυτό συμβαίνει σε μια περίοδο που το διεθνές εμπόριο και η ναυσιπλοΐα αντιμετωπίζουν τα δικά τους προβλήματα.
Η πράσινη μετάβαση, αν και απαραίτητη, δεν μπορεί να επιβάλλεται με τιμωρητικό τρόπο. Χρειάζεται ισορροπία. Χρειάζονται κίνητρα και όχι μόνο φορολογικά βάρη. Χρειάζεται ευελιξία και σεβασμός στην εθνική οικονομική πραγματικότητα. Και, πάνω απ’ όλα, χρειάζεται στρατηγική σκέψη σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο το περιβάλλον, αλλά και την οικονομία, την κοινωνία και την παγκόσμια σκακιέρα.
Διαφορετικά, η Ευρώπη –και κατ’ επέκτασιν η Κύπρος– θα συνεχίσει να επιβάλλει πράσινους φόρους στους πολίτες της, την ώρα που η Κίνα θα παράγει φθηνότερα, οι ΗΠΑ θα προστατεύουν τις δικές τους αγορές, και ο κόσμος θα μετασχηματίζεται ερήμην της.
Η πράσινη μετάβαση δεν πρέπει να γίνει μονοδιάστατη απορρύθμιση της αγοράς. Πρέπει να γίνει με σχέδιο, με ανταγωνιστικότητα και με κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα. Πέρα από τα άμεσα δημοσιονομικά ή γεωπολιτικά ζητήματα, η πράσινη μετάβαση πρέπει να ειδωθεί μέσα από το πρίσμα της πραγματικότητας. Ο κόσμος σήμερα κινείται σε δύο ταχύτητες: από τη μία η Ευρώπη, που επιχειρεί με αυστηρότητα και επιβαρύνσεις να «σώσει τον πλανήτη», και από την άλλη οι παγκόσμιες υπερδυνάμεις, που προτάσσουν τον ρεαλισμό και τον ανταγωνισμό.
Είναι πολλές οι φορές που γίνονται συζητήσεις οι οποίες αφορούν τον οικονομικό μετασχηματισμό και την αναγκαιότητα οι οικονομίες να αναπροσαρμόζονται στα νέα δεδομένα, λαμβάνοντας υπόψη την ταχύτητα με την οποία αναπτύσσεται η τεχνολογία.
Οπότε βασικό κριτήριο επιτυχίας ενός επιχειρηματικού ή δημοσιονομικού μοντέλου είναι η δυνατότητα της επιχείρησης ή του κρατικού μηχανισμού – διακυβέρνησης να αξιολογούν σωστά τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες και να λαμβάνουν εκείνα τα μέτρα που θα διατηρούν την ανταγωνιστικότητα.
Οι αναλύσεις πρέπει να βασίζονται σε τεχνοκρατικά δεδομένα, αν και είναι αναμενόμενο ότι οι πολιτικές ιδεολογίες / σκοπιμότητες πάντοτε θα διαδραματίζουν τον ρόλο τους. Συνταγή αποτυχίας αποτελεί η αδυναμία ν’ αντιληφθεί μια επιχείρηση ή ένα κράτος την αναγκαιότητα να υπάρξουν συγκεκριμένες αλλαγές ή, ακόμα χειρότερα, να μην υπάρχει η βούληση της διοίκησης της επιχείρησης ή της διακυβέρνησης να προχωρήσει στις απαραίτητες αλλαγές.
Έχει αναπτυχθεί ένας νέος κύκλος συζητήσεων σε σχέση με την πράσινη μετάβαση. Μπορεί, στην τελική, η καθαρή ενέργεια να μειώνει το κόστος, όμως η μετατροπή των βιομηχανιών και των πλοίων, ώστε να εναρμονιστούν με τις οδηγίες, προϋποθέτει τέτοιο μεγάλο κόστος, που βραχυπρόθεσμα τα προϊόντα που παράγονται δεν θα είναι ανταγωνιστικά. Φυσικά, όπως σε όλα τα πράγματα στη ζωή, υπάρχει το σημείο ισορροπίας.