Τα όρια της Τέχνης και της ασυδοσίας στην Μπιενάλε
Απ’ όσα τουλάχιστον γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, οι συγγραφείς αυτού του ανοσιουργήματος ουδέποτε απολογήθηκαν, μεταμελήθηκαν ή έστω να εκφράσουν μιαν απλή συγγνώμη ή να δώσουν μια επεξήγηση.

Η Πολιτιστική Διπλωματία αποτελεί στα σύγχρονα κράτη την κυριότερη και επικρατέστερη μεθοδολογία και πρακτική άσκησης Πολιτικής Διπλωματίας, όπου οι κυβερνήσεις και οι λαοί προάγουν τον πολιτισμό, τα ήθη, τα έθιμα, τις πολιτιστικές τους αξίες και παραδόσεις και μέσω αυτών προάγουν τα εθνικά τους συμφέροντα.
Κραυγαλέα απόκλιση και εγκληματική αποστασιοποίηση από αυτές τις αρχές αποτέλεσε πρόσφατα το βιβλίο που κυκλοφόρησε στην Μπιενάλε με τίτλο «Στες πέτρες», όπου οι συντάκτες και οι εμπνευστές του καθυβρίζουν την ίδια τη χώρα τους -την Κύπρο και την Κυπριακή Δημοκρατία- που μοιραίως και ατυχώς επιχείρησαν να εκπροσωπήσουν σε μια σημαντική διεθνή διοργάνωση και κατόρθωσαν να την εκθέσουν ανεπανόρθωτα σε διεθνές επίπεδο, ρίχνοντας ταυτόχρονα μπόλικο νερό στον μύλο της τουρκικής προπαγάνδας.
Το βιβλίο, γραμμένο σε μιξοβάρβαρη και στρεβλωμένη κυπριακή διάλεκτο, επιχειρεί να υποβαθμίσει και/ή να καταργήσει την ελληνική γλώσσα ως την επίσημη -διά του Συντάγματος του 1960- γλώσσα της Κυπριακής Δημοκρατίας μαζί με την Τουρκική και Αγγλική, επιδιώκοντας να αναγάγει την κυπριακή διάλεκτο σε γλώσσα.
Εγκληματούν κατά των δικαίων της εθνικής μας υπόθεσης οι συγγραφείς του γραπτού τερατουργήματος, ισχυριζόμενοι ότι «.... τζαι οι δκυο πλευρές της πολιτικής σύρραξης επιμένουν να ακολουθούν τη δική τους ξεχωριστήν, διχοτομικήν, στενόμυαλην πολιτικά ναρκισσιστικήν πολιτικήν με τη δικαιολογία της παγοποιημένης γραμμής κατάπαυσης του πυρός», παραγράφοντας την τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή της μισής μας πατρίδας και υποσκάπτοντας το κυριότερη σύνθημα του αγώνα μας για την επανένωση της χώρας μας. Εξισώνοντας τη διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία με το παράνομο κατοχικό καθεστώς, αναφέροντας ότι υπάρχουν «δκυο πλευρές, η μια τυπικά αναγνωρισμένη τζαι η άλλη όι» (Κυπριακή Δημοκρατία και ψευδοκράτος αντίστοιχα).
Επιχειρούν ακόμα ασύστολα οι συγγραφείς του ρυπαρογραφήματος να εκθέσουν το κράτος μας ισχυριζόμενοι ότι «οδηγεί στον θάνατο πρόσφυγες που πνίουνται στη Μεσόγειο με την πολιτικήν που ασκεί με την Ε.Ε. τζαι τα λείψανά τους εν θα εντοπιστούν», παρομοιάζοντας την πολιτική μας με τη μέθοδο δολοφονίας που εφάρμοζε στη Χιλή ο Πινοσέτ.
Θα διατυπώσω την άποψη ότι το σύγγραμμα αυτό δεν ήταν καθόλου τυχαίο -ή ατυχές - αλλά ούτε και περιστασιακό ή αφελές. Το πνεύμα, το λεξιλόγιο, η επιχειρηματολογία, τα μηνύματα και τα συνθήματα που απορρέουν από το ευτελές βιβλίο των επίδοξων πολιτικάντηδων αποτελούν τη συνέχεια μιας, άλλοτε υπόγειας και άλλοτε φανερής, προσπάθειας αφελληνισμού και αποελληνικοποίησης της ιστορίας και των καταβολών του κυπριακού Ελληνισμού και εμπέδωσης μιας νεοκουλτούρας νεοκυπριακής συνείδησης που αφετηρία της απετέλεσε ο ιδρυθείς Νεοκυπριακός Σύνδεσμος, ο οποίος, αν και επισήμως διαλύθηκε, εντούτοις τα σπέρματά του εξακολουθούν να τρέφουν αρρωστημένες νοοτροπίες και νοσηρές συνειδήσεις.
Από την τουρκική εισβολή μέχρι και σήμερα, όλες ανεξαίρετα οι κυβερνήσεις της Κύπρου, όλος ο Πολιτιστικός Κόσμος και ο κυπριακός Ελληνισμός αγωνίζονται να ανατρέψουν τα δεδομένα της εισβολής και της κατοχής -την οποία οι θλιβεροί κονδυλοφόροι αποκαλούν «πολεμικές συρράξεις»- και να εκθέσουν την Τουρκία ως τον υπαίτιο της διαίρεσης του νησιού μας, αποτεινόμενοι κυρίως στη Διεθνή Κοινότητα, για την ειρηνική επίλυση του κυπριακού προβλήματος.
Ως εκ τούτου, είναι αυτονόητο ότι το περιεχόμενο του βιβλίου, το οποίο έχει ήδη κυκλοφορήσει διεθνώς και αποτελεί πολύτιμο υλικό για την τουρκική προπαγάνδα, συνιστά από μόνο του όχι μόνο ένα λογοτεχνικό ατόπημα, αλλά μια πράξη ενσυνείδητης σύμπλευσης με τον κατακτητή και τις προπαγανδιστικές διακηρύξεις του και δικαίωσης του εισβολέα που εξακολουθεί να διεκδικεί και την υπόλοιπη Κύπρο.
Η Υφυπουργός Πολιτισμού, ως η καθ’ ύλην αρμόδια για την επαίσχυντη αυτή ενέργεια των υπηρεσιών του υφυπουργείου της, αποποιήθηκε τις ευθύνες της ισχυριζόμενη ότι δεν γνώριζε -ως όφειλε- για το περιεχόμενο του συγγράμματος. Ούτε και οι Υπηρεσίες του Υφυπουργείου Πολιτισμού έδωσαν οποιεσδήποτε επεξηγήσεις για το απαράδεκτο και επαίσχυντο ατόπημά τους, που στοίχισε στον Κύπριο φορολογούμενο 300.000 ευρώ .
Απ’ όσα τουλάχιστον γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, οι συγγραφείς αυτού του ανοσιουργήματος ουδέποτε απολογήθηκαν, μεταμελήθηκαν ή έστω να εκφράσουν μιαν απλή συγγνώμη ή να δώσουν μια επεξήγηση.
Και αυτή η παράλειψή τους καταμαρτυρεί απλώς πως ό,τι έπραξαν, το έπραξαν με απόλυτη επίγνωση και με πλήρη συνείδηση των στόχων και των σκοπών του εγχειρήματός τους .
Να μου το θυμηθείτε: Έπεται συνέχεια. Όπως ακριβώς αυτό το ασυνείδητο ανοσιούργημα αποτελεί συνέχεια με το επονείδιστο «γλωσσάρι», που οι ίδιοι οι νεοκυπριακοί κύκλοι επεχείρησαν ατυχώς να επιβάλουν το 2018.
*Πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημογραφικής και Μεταναστευτικής Πολιτικής Κύπρου