Αναλύσεις

Κυβέρνηση, εξαγγελίες, πράξεις και κόστος

Αναμένεται από τον Πρόεδρο να επαναβεβαιώσει τον ρόλο του ως πολιτικού ανανεωτή και ν’ αποδείξει έμπρακτα ότι μπορεί να κυβερνά όχι μόνο με βάση το πολιτικό του όραμα, την πολιτική σταθερότητα και την καινοτομία, αλλά και με πολιτικές πράξεις που να εξυπηρετούν αποκλειστικά και μόνον το καλώς νοούμενο συμφέρον τού λαού

Όταν ο Νίκος Χριστοδουλίδης εξελέγη Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας το 2023, η νίκη του σηματοδότησε για πολλούς την απαρχή μιας υπόσχεσης: ότι ένα νέο πολιτικό ήθος, αποδεσμευμένο από τις παραδοσιακές κομματικές παθογένειες, θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει την άσκηση εξουσίας στην Κύπρο. Από την προεκλογική του εξαγγελία περί ανεξάρτητης και αξιοκρατικής κυβέρνησης, μέχρι τη δέσμευση για ανανέωση, εκσυγχρονισμό, κοινωνική αντιπροσώπευση και συμμετοχικότητα, ο Χριστοδουλίδης εμφανίστηκε ως ο φορέας μιας πολιτικής αλλαγής που θα άγγιζε πρώτα τη σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου, και εν γένει της ομάδας συνεργατών και συμβούλων του. Πέραν των δύο χρόνων μετά, η πραγματικότητα έρχεται να μετρήσει τις υποσχέσεις με τις πράξεις. Και όπως συμβαίνει συνήθως στην πολιτική, το τίμημα κάθε απόκλισης από τις εξαγγελίες δημιουργεί φαινομενικές, σε αρκετό βαθμό, εικόνες με μείωση της δημοτικότητας και εμπιστοσύνης των πολιτών. Ήδη, οι δημοσκοπήσεις αντανακλούν αυτήν την πορεία: η δημοτικότητα του Προέδρου δείχνει τάσεις υποχώρησης, με σημαντικό μέρος της κοινωνίας να εκφράζει απογοήτευση για την κατεύθυνση που έχει λάβει η διακυβέρνηση.

Η σύνθεση της ομάδας συνεργατών και συμβούλων, που ανακοίνωσε ο Νίκος Χριστοδουλίδης αμέσως μετά την εκλογή του, αποτέλεσε το πρώτο πραγματικό τεστ. Οι προσδοκίες είχαν καλλιεργηθεί συστηματικά: συμμετοχή ακομμάτιστων προσώπων εγνωσμένου κύρους και τεχνοκρατών και – κυρίως – αποδέσμευση από τις κλασικές κομματικές "προίκες". Ωστόσο, από την πρώτη κιόλας ημέρα, η ισορροπία ανάμεσα στην πολιτική ανανέωση και στις απαιτήσεις των κομμάτων που στήριξαν την υποψηφιότητά του αποδείχθηκε δύσκολη. Η συμμετοχή προσώπων με σαφή κομματική προέλευση έπληξε την εικόνα της «ανεξαρτησίας». Ενώ κάποιες καίριες θέσεις στελεχώθηκαν από πρόσωπα με εγνωσμένο και τεχνοκρατικό κύρος, άλλες κατελήφθησαν από επιλογές που ερμηνεύθηκαν ως προϊόντα πολιτικών συμβιβασμών.

Η αντίφαση αυτή έγινε γρήγορα αντιληπτή από την κοινή γνώμη και τους αναλυτές: παρόλο που ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης είχε πρόθεση να συνθέσει μια κυβέρνηση ευρύτερων ισορροπιών, η σύνθεση δεν διέφερε ουσιαστικά από παλαιότερες. Η εξαγγελία της «αλλαγής» δεν απέδωσε την προσδοκώμενη δυναμική. Η λέξη-κλειδί της προεκλογικής καμπάνιας ήταν η «αξιοκρατία». Ωστόσο, οι τοποθετήσεις σε σειρά υπουργικών και υφυπουργικών, καθώς και θέσεων άλλων αξιωματούχων και συνεργατών δημιούργησαν ερωτηματικά: ποια ήταν τα αντικειμενικά κριτήρια επιλογής με βάση τις προεκλογικές προδιαγραφές; Σε ποιες περιπτώσεις προηγήθηκε διαδικασία αξιολόγησης; Και, τελικά, πόσες από αυτές τις επιλογές εκπλήρωναν την υπόσχεση μιας κυβέρνησης έμπειρων και ικανών με έσωθεν και έξωθεν μαρτυρία;

Η αμφισβήτηση αυτή τροφοδοτήθηκε περαιτέρω από επικοινωνιακές αστοχίες και χειρισμούς σε επίπεδο διακυβέρνησης, που έδωσαν αφορμή και τροφοδότησαν μια συνεχή και έντονη επικριτική και επιθετική τακτική από την αντιπολίτευση. Οι ελλείψεις συντονισμού, η αδυναμία προβολής ενιαίας κυβερνητικής ταυτότητας και οι καθυστερήσεις στην παραγωγή έργου υπονόμευσαν την εικόνα του σχήματος, ενώ η απουσία στρατηγικού αφηγήματος για την ίδια την κυβέρνηση ενίσχυσε την αίσθηση αμηχανίας. Επιπλέον, παρόλες τις θετικές και καινοτόμες πρωτοβουλίες, πολιτικές και δράσεις της Κυβέρνησης, η εκ των πραγμάτων φυσιολογική έλλειψη άμεσων αποτελεσμάτων, που να ικανοποιούν τις τρέχουσες οικονομικές ανάγκες των πολιτών, ενισχυμένες από τις αυτόματες αντιπολιτευτικές επικρίσεις, επηρέασε αρνητικά τη δημοτικότητα της Κυβέρνησης. Οι δημοσκοπικές μετρήσεις αντανακλούν αυτά τα φαινόμενα. Η αρχική περίοδος «μέλιτος», που απολαμβάνει κάθε νέος Πρόεδρος, έδωσε τη θέση της σε αυξανόμενη κριτική, με το ποσοστό ικανοποίησης να παρουσιάζει φθίνουσα πορεία. Σύμφωνα με στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας, η δημοτικότητα του Προέδρου υποχώρησε δραματικά, ενώ οι αρνητικές γνώμες αυξήθηκαν αισθητά μεταξύ των νέων ψηφοφόρων και των μορφωμένων στρωμάτων.

Η πρόθεση του Προέδρου να κρατήσει «ανοικτές γραμμές» με το Κοινοβούλιο, στηριζόμενος στις κομματικές δυνάμεις που τον στήριξαν, ήταν θεμιτή. Ωστόσο, ο τρόπος που αυτές οι ισορροπίες αποτυπώθηκαν στο Υπουργικό Συμβούλιο υπήρξε άτεχνος και ερμηνεύθηκε από πολλούς ως «πισωγύρισμα» σε κομματικές πρακτικές. Αυτό το πολιτικό μήνυμα επιβάρυνε την επικοινωνιακή εικόνα του Προέδρου. Η αντίφαση μεταξύ των εξαγγελιών και της πράξης παρείχε εύκολο πεδίο αντιπολίτευσης για πολιτικούς αντιπάλους, ενώ επέτρεψε σε ΜΜΕ και σχολιαστές να τον καταγγείλουν για ασυνέπεια ή για διατήρηση του «παλαιού καθεστώτος».

Ο Πρόεδρος, που αναμφισβήτητα έχει τις αρετές, τις εμπειρίες και τις ικανότητες ενός χαρισματικού ηγέτη, έχει ακόμη τον χρόνο – και διαφαίνεται ότι έχει και την πρόθεση – να ανατρέψει αυτήν τη φαινομενικά αρνητική εικόνα. Ο αναμενόμενος αναπόφευκτος ανασχηματισμός και η αναδόμηση των συνεργατών και συμβούλων του τού προσφέρει τη δυνατότητα όχι μόνο για διόρθωση λανθασμένων επιλογών, αλλά και για αποκατάσταση του βασικού αφηγήματος της διακυβέρνησης: την υπέρβαση του κομματικού παρελθόντος μέσα από ικανότητες, διαφάνεια, κοινωνική συμμετοχή και αποτελεσματικό κυβερνητικό έργο, που να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των πολιτών. Το ερώτημα είναι αν ο ίδιος είναι διατεθειμένος να αναλάβει το πολιτικό κόστος της αποστασιοποίησης από κομματικές ιδιοτελείς επιδιώξεις και απαιτήσεις. Μια κυβέρνηση που θα στηριχθεί σε πραγματικά ανεξάρτητες, αξιόπιστες εγνωσμένου κύρους προσωπικότητες, με έσωθεν και έξωθεν μαρτυρίες για την πείρα, ικανότητες και δεξιότητές τους, θα μπορούσε να επανασυνδέσει τον Πρόεδρο με την κοινωνική του βάση, ν’ ανταποκριθεί θετικά στις προσδοκίες των πολιτών, να αναχαιτίσει την πτωτική πορεία της δημοτικότητάς του, και να επενδύσει ουσιαστικά για το πολιτικό του μέλλον.

Τα δύο και πλέον πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Χριστοδουλίδη δείχνουν ότι η απόσταση μεταξύ πολιτικής εξαγγελίας και εφαρμοσμένης πολιτικής είναι σημαντική. Η σύνθεση της Κυβέρνησης και της ομάδας συνεργατών και συμβούλων του αποτέλεσε το πρώτο κρας τεστ – και η συνολική του εικόνα δεν δικαίωσε, σε μεγάλο βαθμό, τις προσδοκίες του. Το τίμημα αυτής της απόκλισης καταγράφεται ήδη στις δημοσκοπήσεις. Πτώση της δημοτικότητας, στροφή μέρους της κοινής γνώμης προς την αποστασιοποίηση, και πολιτική φθορά που απειλεί να παγιωθεί αν δεν αναληφθούν τολμηρές πρωτοβουλίες. Η ανάγκη για επανανοηματοδότηση, αναδόμηση και επανεκκίνηση της διακυβέρνησης είναι, πλέον, επιτακτική. Αναμένεται από τον Πρόεδρο να επαναβεβαιώσει τον ρόλο του ως πολιτικού ανανεωτή και ν’ αποδείξει έμπρακτα ότι μπορεί να κυβερνά όχι μόνο με βάση το πολιτικό του όραμα, την πολιτική σταθερότητα και την καινοτομία, αλλά και με πολιτικές πράξεις που να εξυπηρετούν αποκλειστικά και μόνον το καλώς νοούμενο συμφέρον τού λαού. Η ομάδα συνεργατών και συμβούλων του, σ’ αυτήν την πορεία, δεν μπορεί να είναι απλώς το μέσο συντήρησης της εξουσίας. Πρέπει να γίνει εργαλείο ουσιαστικής και ποιοτικής αλλαγής και, κυρίως, εργαλείο ανάκτησης της αρμόζουσας εμπιστοσύνης και καταξίωσης.

*Πανεπιστημιακός καθηγητής-ανθρωπολόγος, πρώην Πρύτανης