Η πορεία του ευρώ και οι αποφάσεις της ΕΚΤ
Το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα ενισχύεται σημαντικά έναντι του δολαρίου και άλλων διεθνών νομισμάτων

Η πορεία της ισοτιμίας του ευρώ το 2025 προκαλεί έντονο ενδιαφέρον, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη νομισματική πολιτική που εφαρμόζεται και το πώς θα ανέμενε κάποιος ν’ αντιδράσει σε αυτή.
Ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει μειώσει αισθητά τα βασικά της επιτόκια, το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα ενισχύεται σημαντικά έναντι του δολαρίου και άλλων διεθνών νομισμάτων. Για ν’ αναλυθεί η συγκεκριμένη εξέλιξη, απαιτείται μια πιο σύνθετη ανάγνωση των συνθηκών, κατά την οποία παράγοντες όπως η επενδυτική εμπιστοσύνη, οι γεωπολιτικές ισορροπίες και οι δημοσιονομικές επιλογές διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο.
Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες έχουν και την πολιτική τους σημασία, εφόσον αναδεικνύουν πόσο ισχυρό ή αδύναμο είναι ένα κράτος ή ένας συνασπισμός κρατών, όπως η Ευρωζώνη, που χρησιμοποιεί κοινό νόμισμα.
Οι μειώσεις των επιτοκίων καθιστούν ένα νόμισμα λιγότερο ελκυστικό για επενδύσεις και διαφύλαξη κεφαλαίων εφόσον μειώνονται οι αποδόσεις. Όταν οι αποδόσεις πέφτουν, οι διεθνείς επενδυτές τείνουν να μεταφέρουν τα κεφάλαιά τους σε περιοχές όπου οι αποδόσεις είναι υψηλότερες, προκαλώντας πίεση στην ισοτιμία του νομίσματος που υποχωρεί.
Ωστόσο, η πρόσφατη συμπεριφορά του ευρώ φαίνεται να μην ακολουθεί τη συγκεκριμένη λογική. Από την αρχή του έτους, έχει σημειωθεί αύξηση της τάξης του 10% έναντι του αμερικανικού δολαρίου, παρά το γεγονός ότι το επιτόκιο της ΕΚΤ έχει πέσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, την ίδια στιγμή που η FED στις τελευταίες συνεδριάσεις της κράτησε τα επιτόκια αμετάβλητα.
Η συμπεριφορά αυτή αποδίδεται σε μια σειρά ετερογενών εξελίξεων, οι οποίες επηρεάζουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών στην Ευρωζώνη. Πρώτα απ’ όλα, η αλλαγή πορείας στην οικονομική πολιτική της Γερμανίας έστειλε σαφές μήνυμα στις αγορές, ότι η περίοδος λιτότητας δείχνει να τελειώνει.
Αυτό συνεπάγεται μεγαλύτερες δημόσιες δαπάνες, υποστήριξη σε κρίσιμες υποδομές και ενίσχυση του επενδυτικού περιβάλλοντος που δημιουργούν προσδοκίες ανάκαμψης, παρά τη χαλάρωση στη νομισματική πολιτική. Αυτή η μετατόπιση στη δημοσιονομική φιλοσοφία ενίσχυσε την πεποίθηση ότι η Ευρωζώνη αποκτά σταδιακά τις συνθήκες για βιώσιμη ανάπτυξη.
Μετατόπιση κεφαλαίων
Παράλληλα, η μετατόπιση κεφαλαίων από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς την Ευρώπη αποδίδεται εν μέρει στις αυξανόμενες ανησυχίες για την πολιτική σταθερότητα πέρα από τον Ατλαντικό. Οι εντάσεις που έχουν προκύψει λόγω της αβέβαιης εσωτερικής πολιτικής σκηνής στις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με μία πιο επιθετική και λιγότερο προβλέψιμη εμπορική πολιτική από την Ουάσιγκτον, έχουν κάνει αρκετούς επενδυτές να επανεξετάσουν τη στρατηγική τοποθέτησης των κεφαλαίων τους. Η Ευρώπη εμφανίζεται, σε αυτό το πλαίσιο, ως πιο προβλέψιμη και σταθερή περιοχή για μακροπρόθεσμες τοποθετήσεις.
Ωστόσο, η ισχυροποίηση του ευρώ δεν είναι χωρίς επιπτώσεις. Η ανατίμηση ενός νομίσματος επηρεάζει την εξωτερική ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Οι εξαγωγείς της Ευρωζώνης βλέπουν τα προϊόντα τους να καθίστανται ακριβότερα στις διεθνείς αγορές, γεγονός που ενδεχομένως να μεταφράζεται σε μειωμένη ζήτηση και χαμηλότερα έσοδα. Ήδη μεγάλες εταιρείες με ισχυρό εξαγωγικό χαρακτήρα έχουν καταγράψει σημαντικές απώλειες.
Εάν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί και πέρα από το 2026, υπάρχει ορατός κίνδυνος να πληγεί το ίδιο το υπόδειγμα ανάπτυξης που βασίζεται στην εξαγωγική δυναμική. Υπενθυμίζουμε τις κατηγορίες Τραμπ ότι η Κίνα «τεχνητά» κρατεί το νόμισμά της σε χαμηλά επίπεδα για να διατηρεί την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της.
Παράλληλα, ενισχύεται η συζήτηση για τον μελλοντικό ρόλο του ευρώ ως αποθεματικού νομίσματος διεθνούς χρήσης. Η αδυναμία του δολαρίου να παραμείνει σταθερός άξονας του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος, λόγω εσωτερικών προβλημάτων στις ΗΠΑ, ενισχύει τη θέση της Ευρώπης ως αξιόπιστου εναλλακτικού πόλου. Αν η ΕΕ καταφέρει να προχωρήσει σε βαθύτερες θεσμικές μεταρρυθμίσεις, όπως η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και η δημιουργία κοινού δημοσιονομικού μηχανισμού, τότε η αξιοπιστία του ευρώ θα ενισχυθεί περαιτέρω.
Παρ’ όλα αυτά, το ενιαίο νόμισμα συνεχίζει να λειτουργεί μέσα σε ένα περιβάλλον με έντονες εσωτερικές αντιφάσεις. Χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία αντιμετωπίζουν υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα, ενώ οι ενεργειακές ανάγκες της Ευρώπης παραμένουν ιδιαίτερα επιβαρυμένες μετά τη διακοπή ροών ρωσικού φυσικού αερίου. Η απουσία ενιαίας πολιτικής για την αντιμετώπιση κρίσεων καθιστά την Ευρωζώνη λιγότερο ευέλικτη σε περιόδους πίεσης, συγκριτικά με πιο συγκεντρωμένα νομισματικά και δημοσιονομικά συστήματα.
Δομικές αλλαγές
Πολλές είναι και οι συζητήσεις που γίνονται αναφορικά με τις δομικές αλλαγές που απαιτούνται σε ό,τι αφορά την Ευρωζώνη, κυρίως τους μηχανισμούς δημοσιονομικής πολιτικής. Για παράδειγμα, έγιναν αρκετά για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, τη συνένωση των αγορών και τη δημιουργία ενός κοινού προϋπολογισμού, με σεβασμό στις ιδιαιτερότητες κάθε οικονομίας που αποτελεί τον συνασπισμό.
Η ισχυροποίηση του νομίσματος, αν και εκ πρώτης όψεως δείχνει θετική εξέλιξη, προκαλεί δευτερογενείς δυσκολίες. Η πτώση του κόστους εισαγωγών μπορεί να δημιουργεί όφελος για τους καταναλωτές, αλλά παράλληλα οδηγεί σε αποπληθωριστικές πιέσεις που δυσχεραίνουν την προσπάθεια της ΕΚΤ να φέρει τον πληθωρισμό κοντά στον στόχο του 2%.
Το μέλλον της ισοτιμίας του ευρώ εξαρτάται από ένα πλέγμα εξελίξεων όπως τη στάση της ΕΚΤ απέναντι στις μακροοικονομικές πιέσεις και τις διακυμάνσεις στη διεθνή επενδυτική ψυχολογία. Η νέα ηγεσία στις ΗΠΑ με τις αποφάσεις της επηρεάσει ριζικά το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα, με άμεσες επιπτώσεις στις συναλλαγματικές ισορροπίες. Εάν επικρατήσει η εσωστρεφής ή προστατευτική στρατηγική στην Ουάσιγκτον, ενδέχεται να αποδυναμωθεί η εμπιστοσύνη στο δολάριο, στρέφοντας περισσότερα κεφάλαια προς την Ευρωζώνη. Αντίθετα, μια πολιτική ενίσχυσης του δολαρίου και σταθεροποίησης της αμερικανικής οικονομίας θα μπορούσε να μειώσει την ελκυστικότητα του ευρώ.
Το ευρώ, σε αυτή τη συγκυρία, καλείται να λειτουργήσει ταυτόχρονα ως σύμβολο σταθερότητας και ως εργαλείο ενίσχυσης της ανάπτυξης. Το εγχείρημα αυτό δεν είναι εύκολο, και απαιτεί λεπτούς χειρισμούς από την ΕΚΤ και τις εθνικές κυβερνήσεις.
Το ζητούμενο είναι να βρεθεί μια ισορροπία ανάμεσα στη διεθνή αξιοπιστία και την εσωτερική οικονομική βιωσιμότητα. Από τη μια, η ισχυρή ισοτιμία ενισχύει την εικόνα εμπιστοσύνης και καθιστά το ευρώ πιο ελκυστικό ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Από την άλλη, η ανατίμηση υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών εξαγωγών και ενδέχεται να περιορίσει την ανάκαμψη της παραγωγής και της απασχόλησης.