Νέος θρίαμβος του Ελληνικού Στρατού
Η παράδοση των Βουλγάρων και η απελευθέρωση της Μακεδονίας

Στο περασμένο σημείωμα είδαμε πώς ο Αρχιστράτηγος Γκυγιωμά έπλεκε το εγκώμιο του Ελληνικού Στρατού για τον θρίαμβο που πέτυχε εναντίον του βουλγαρικού οχυρού «Σκρα Ντι Λέγκεν», το οποίο εθεωρείτο απόρθητο φρούριο, στις 17 Μαΐου 1918. Και πώς ο φιλέλληνας εκείνος Γάλλος στρατιωτικός ηγέτης, σε ομιλία του στο Παρίσι, όπου είχε ανακληθεί από το Ανατολικό Μέτωπο, για να το προστατεύσει από τα γερμανικά στρατεύματα, που το απειλούσαν, τόνιζε στο ακροατήριό του από στρατιωτικούς, πολιτικούς, κυβερνητικούς αξιωματούχους και διπλωμάτες τη σημασία που είχε για τους συμμάχους η ελληνική εκείνη νίκη, η οποία άνοιξε τον δρόμο της συντριβής των Γερμανο-βουλγάρων στο Μακεδονικό Μέτωπο.
Τον Γκυγιωμά αντικατέστησε ο επίσης φιλέλληνας Γάλλος Αρχιστράτηγος, Φρανσέ Ντ’ Εσπερέ, ο οποίος είχε επισκεφθεί πολύ πριν τη χώρα που πολύ αγαπούσε. Όπως θα πει ο μικρανεψιός του, Κριστιάν Ντ’ Εσπερέ, πους είχε επισκεφθεί τη Θεσσαλονίκη, χρόνια αργότερα, για να παραστεί σε εκδηλώσεις της «Οργάνωσης Μνήμης του Ανατολικού Μετώπου»: «Ο θείος μου είχε επισκεφθεί την Ελλάδα πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επειδή ήθελε να δει τη χώρα που ήταν στον νότο της Γαλλίας και έκτοτε έτρεφε μεγάλη αγάπη για τη χώρα, αλλά και για τη Θεσσαλονίκη, την πόλη - αφετηρία της λαμπρότερης ίσως μακράς στρατιωτικής του σταδιοδρομίας».
Γνωστός είναι και ο θαυμασμός του Γάλλου Αρχιστράτηγου του Βαλκανικού Μετώπου για την ανδρεία των Ελλήνων, τους οποίους είχε την τύχη να παρακολουθεί από μακριά. Τώρα έτυχε να εξάρει και την ανδρεία τους, στις 15 Σεπτεμβρίου 1918. Είπε χαρακτηριστικά : «Ιδιαιτέρως, διά τον Ελληνικόν Στρατόν, τονίζω τον ζήλο, την ανδρεία και την παροιμιώδη ορμή, που επέδειξε -μετά το Σκρα- κατά τον υπ’ αυτού διαδραματισθέντα ρόλο, με ανδρεία στις όχθες του Στρυμόνα και του Αξιού, μάχες», τις οποίες, όπως θα δούμε, τις έζησε από κοντά και κατηύθυνε ως Αρχιστράτηγος των συμμαχικών στρατευμάτων.
Μόλις ανέλαβε καθήκοντα στις 15 Σεπτεμβρίου 1918, ο νέος Αρχιστράτηγος άρχισε να επισκέπτεται τις διάφορες μονάδες και να μελετά τη μορφολογία των εδαφών, που επρόκειτο να καταλάβει. Αφού εκτίμησε την κατάσταση και ήταν πεπεισμένος πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η νίκη των στρατευμάτων του ήταν περισσότερο από σίγουρη, πρότεινε μια γενική επίθεση κατά του βουλγαρικού στρατού, αλλά η γαλλική κυβέρνηση αρνήθηκε να επιτρέψει μια τέτοια επίθεση. Περίμενε να συμφωνήσουν πρώτα και οι άλλες συμμαχικές χώρες, Αγγλία και Ιταλία, που είχαν στρατεύματα στο Βαλκανικό Μέτωπο. Όταν πληροφορήθηκε στρατηγός Γκυγιωμά, που βρισκόταν τότε στο Λονδίνο, την απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης, ως γνώστης των πραγμάτων στο Βαλκανικό Μέτωπο, ταξίδεψε εσπευσμένα στη Ρώμη και προσπάθησε να πείσει την ιταλική κυβέρνηση να δεχθεί την πρόταση Ντ’ Εσπερέ. Η ενέργεια αυτή του Γκυγιωμά έπεισε τη Ρώμη να την δεχθεί, όπως έκανε στη συνέχεια και η Βρετανία.
Έτσι, ο Ντ’ Εσπερέ άρχισε τις οργιώδεις προετοιμασίες για τη γενική συμμαχική επίθεση εναντίον του γερμανο-βουλγαρικού στρατού. Διευθέτησε επαφές με όλα τα επιτελεία των μεγάλων μονάδων, συνομίλησε μαζί τους τις τελευταίες εκτιμήσεις και τους εξέφρασε την ακράδαντη πεποίθησή του, ότι η συμμαχική νίκη ήταν εξασφαλισμένη, διότι οι στρατιώτες που διοικεί είναι και καλά εκπαιδευμένοι και ανδρείοι και αποφασισμένοι να νικήσουν. Η ιστορική τηλεγραφική διαταγή για τη γενική επίθεση δόθηκε προς τον Αρχιστράτηγο από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό και Υπουργό Στρατιωτικών της Γαλλίας, Γεώργιο Κλεμανσό, στις 10 Σεπτεμβρίου 1918, και ανέφερε κατά λέξη: «Ήμουν, ήδη, σύμφωνος με τη βρετανική κυβέρνηση, οπότε σήμερα το πρωί έλαβα τη συγκατάθεση και της ιταλικής κυβέρνησης. Συνεπώς, έχετε την εντολή ν’ αρχίσετε τις επιχειρήσεις, όταν θέλετε κρίνει τούτο σκόπιμο».
Ο Βενιζέλος ήταν περισσότερο από βέβαιος ότι, μετά τη μάχη του Σκρα, η συμμαχική γενική επίθεση εναντίον των Γερμανο-Βουλγάρων ήταν αναπόφευκτη, έτσι δεν έπαψε ούτε στιγμή να προετοιμάζει ψυχολογικά τα στρατευμένα παιδιά της Ελλάδας. Επιθεωρούσε τις ελληνικές μονάδες που θα ελάμβαναν μέρος στη μεγάλη συμμαχική επίθεση. Μιλούσε με τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες, τους έδινε θάρρος, τόνωνε το ηθικό τους και τους διαβεβαίωνε ότι, στις μάχες που θ’ ακολουθούσαν, θα έγραφαν νέες σελίδες δόξας και ηρωισμού, όπως εκείνες του Σκρα. Και τους τόνιζε εμφαντικά ότι σύντομα θα είχαν τη μεγάλη τιμή να είναι απελευθερωτές σκλαβωμένων αδελφών τους, που καταδυναστεύονταν από Βούλγαρους και Τούρκους στη Μακεδονία και τη Θράκη.
Οι αντίπαλες δυνάμεις
Στο μακεδονικό μέτωπο οι Σύμμαχοι παρέτασσαν 550 χιλιάδες άνδρες και οι αντίπαλοι 450 χιλιάδες. Ο εχθρός διέθετε συνολικά 282 Τάγματα, 1.850 πυροβόλα, 2.530 πολυβόλα και 80 αεροπλάνα και οι Σύμμαχοι 292 Τάγματα, 2.060 πυροβόλα, 2.680 πολυβόλα και 200 αεροπλάνα. Τελικά, η πρώτη ενέργεια των συμμαχικών στρατευμάτων άρχισε τέλη Αυγούστου 1918, όταν το Πρώτο Σώμα του Ελληνικού Στρατού, υπό τη διοίκηση του αντιστράτηγου Λεωνίδα Παρασκευόπουλου, επιχειρεί προωθητική κίνηση εναντίον των Βουλγάρων στην πεδιάδα του Στρυμόνα. Η κυρίως ιστορική μάχη, κατά την οποία διασπάστηκε το μακεδονικό μέτωπο, έγινε στις 14 Σεπτεμβρίου 1918. Σ’ αυτήν οι ελληνικές μεραρχίες πολεμούν στο πλευρό των Συμμάχων και γράφουν νέες σελίδες δόξας και ηρωισμού. Οι Γάλλοι, Σέρβοι και Βρετανοί συμπολεμιστές τους δεν αποκρύβουν το θαυμασμό τους για την ορμή των Ελλήνων, που αψηφούν τον θάνατο προελαύνοντας στη Μακεδονία. Ο Στρατηγός Δημήτρης Βακάς, πολεμιστής κι αυτός στις επικές εκείνες μάχες, θα γράψει αργότερα: «Στα μέρη εκείνα της Μακεδονίας εξελίχθηκαν εκείνες τις μέρες σκηνές άφθαστου ηρωισμού και γράφτηκαν σελίδες δόξας, μέχρι να επέλθει η διάσπαση του εχθρικού μετώπου. Οι σύμμαχοι στρατιωτικοί ηγέτες αυθόρμητα εκφράζουν τον θαυμασμό τους στους ηγέτες των μεγάλων ελληνικών μονάδων, που προήλαυναν πάντοτε με προορισμό τη Μακεδονία και τη Θράκη. Όλοι μιλούν με θαυμασμό για τον ελληνικό στρατό».
Ο Αρχιστράτηγος Φρανσέ Ντ’ Εσπερέ
Χαρακτηριστικό είναι το τηλεγράφημα του Αρχιστράτηγου Φρανσέ Ντ’ Εσπερέ στον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, που παρακολουθούσε από την Αθήνα τις εξελίξεις του πολέμου και ιδιαίτερα τα επιτεύγματα του Ελληνικού Στρατού:
«Ελευθέριον Βενιζέλον, Πρωθυπουργόν Ελλάδος, Αθήνας.
»Καθ’ ην στιγμήν η επιτυχία των επιθετικών επιχειρήσεων εις το Μέτωπον της Ανατολής στερεούται, θεωρώ καθήκον να σας εκφράσω όλην μου την ικανοποίησιν διά την λαμπράν διαγωγήν των ελληνικών μονάδων, που μετέχουν της μάχης.
»Ιδιαιτέρως η μεραρχία Σερρών, επιτεθείσα δυτικώς της Λίμνης Δοϊράνης, επί εδάφους πολύ δυσκόλου, καλύπτεται διά νέας δόξης, καταλαμβάνουσα θέσεις εξαιρετικώς οχυράς και πεισμόνως υπερασπιζομένας και συλλαμβάνουσα συνεχώς πολυαρίθμους αιχμαλώτους.
»Μερικαί από τας μονάδας αυτάς ηύξησαν έτι μάλλον την φήμην που απέκτησαν κατά την προ μηνών μάχην του Σκρά Ντι Λέγκεν.
» Από τας μονάδας που έφθασαν εσχάτως, το 35ο Σύνταγμα Πεζικού απέδειξεν ιδιαιτέρως την αξίαν του και εκυρίευσεν κατόπιν άγριας πάλης, με την βοήθειαν των γαλλικών μονάδων, τον σημαντικόν όγκον του Περσλάπ και το χωρίον Ζμπρόσκο.
»Γενικώς όλαι αι ελληνικαί μονάδες αι εμπλακείσαι συναγωνίζονται εις αντοχήν και ορμήν και είμαι πεπεισμένος ότι θα δρέψουν συντόμως νέας δάφνας».
Επίσης, ο Αρχιστράτηγος Ντ’ Εσπερέ, σ’ επιστολή του στον διοικητή της Τρίτης Μεραρχίας, στρατηγό Νικόλα Τρικούπη, τόνιζε ανάμεσα σε άλλα: «Διαπίστωσα ότι η μεραρχία σας, μεταξύ των Ελληνικών Στρατευμάτων, είναι εκείνη που προχώρησε περισσότερο προς βορρά και εάν δεν επακολουθούσε η μοιραία ανακωχή του Αρχιστρατήγου Φος, θα μας συνόδευε στο Βερολίνο.
»Εκάματε πάντοτε το καθήκον σας, γι’ αυτό και σας εκτιμήσαμε όλοι. Πιστεύσατε, στρατηγέ μου, στην καλύτερή μου ανάμνηση».
Στις 16 Σεπτεμβρίου οι Βούλγαροι αναγκάστηκαν να ζητήσουν ανακωχή, στις 26 σήκωσαν λευκή σημαία σε όλα τα μέτωπα και στις 28 του μήνα, επίσημοι πληρεξούσιοι του ηττηθέντα εχθρού, ο στρατηγός Λούκοφ διοικητής της δεύτερης Βουλγαρικής Στρατιάς, ο Υπουργός Οικονομικών Λούποφ και ο πρεσβευτής Ράδεφ, έφθασαν στη Θεσσαλονίκη. Στο Γενικό Στρατηγείο των Συμμάχων, εκεί μπροστά στον Αρχιστράτηγο Ντ’ Εσπερέ, οι Βούλγαροι πληρεξούσιοι δηλώνουν με θράσος ότι «θα είναι ουδέτεροι.στο μέλλον». Αλλά, παρατηρεί ο στρατηγός Βακάς: «Ο Γάλλος Αρχιστράτηγος δεν ήταν από εκείνους που ανέχονταν αυτού του είδους ευφυολογίες. ‘‘Πώς; Ουδέτεροι; Σεις δεν είστε ουδέτεροι. Δεν μπορεί να είστε ουδέτεροι. Είστε ηττημένοι’’, τους απαντά ξηρότατα. Και οι Βούλγαροι αναγκάζονται τότε να δεχθούν τους όρους που τους επέβαλε ο Φρανσέ Ντ’ Εσπερέ. Και έτσι υπεγράφη η ανακωχή».
Στις 29 Σεπτεμβρίου υπεγράφη η συμφωνία για την κατάπαυση των επιχειρήσεων. Οι όροι που επιβλήθηκαν στη Βουλγαρία ήταν σαφής αναγνώριση της θριαμβευτικής νίκης της Ελλάδας: 1ο Να εκκενώσει όλα τα ελληνικά και σερβικά εδάφη. 2ο Να αποστρατεύσει τον στρατό της. 3ο Να παραδώσει όλο της το υλικό στους συμμάχους .4ο Να παραδώσει στην Ελλάδα το υλικό του Δ΄ Σώματος Στρατού, που πήρε κατά την κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας. 5ο Να μην αφαιρεθεί από τις χώρες που εκκενώνονται, ούτε έμψυχο, ούτε άψυχο υλικό, ούτε ζώα, ούτε ζημιές να προξενηθούν. 6ο Να γίνει από μέρους της άμεση απελευθέρωση ομήρων, αιχμαλώτων κλπ.
Τέτοιο στρατό είχαν τότε οι Έλληνες.