Ειδήσεις

Αφέθηκε ελεύθερος Ρώσος εκζητούμενος – Το Εφετείο ακύρωσε την απόφαση για παράταση της κράτησής του

Η αγγελία ζητούσε την άμεση σύλληψή του προκειμένου να εκδοθεί στη Ρωσία ώστε να δικαστεί για τις πράξεις αυτές.

Έφεση στην κράτησή του άσκησε Ρώσος, ο οποίος είχε συλληφθεί με προσωρινό ένταλμα στη βάση ερυθράς αγγελίας της Interpol, την οποία είχε εκδώσει η Ρωσική Ομοσπονδία. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της αγγελίας, σε βάρος του εκζητουμένου είχε εκδοθεί την 28 Αυγούστου 2024 ένταλμα σύλληψης από ρωσικό δικαστήριο για το ποινικό αδίκημα της μεγάλης κλίμακας απάτης από οργανωμένη ομάδα. Η αγγελία ζητούσε την άμεση σύλληψή του προκειμένου να εκδοθεί στη Ρωσία ώστε να δικαστεί για τις πράξεις αυτές.

Μετά τη σύλληψή του στην Κύπρο, ο εκζητούμενος οδηγήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στις 21 Μαΐου 2025, βάσει του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου. Το κράτος που αιτήθηκε την έκδοση, δια του Γενικού Εισαγγελέα, ζήτησε να οριστεί η υπόθεση εντός σαράντα ημερών για να υποβληθεί η επίσημη αίτηση έκδοσης και να ληφθεί η σχετική έγκριση από τον Υπουργό, βάσει των σχετικών νομοθετικών διατάξεων. Ζητήθηκε επίσης όπως ο εκζητούμενος παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την υποβολή της αίτησης. Το Δικαστήριο απέρριψε αίτημά του για αποφυλάκιση υπό όρους και διέταξε την προσωρινή κράτησή του μέχρι τις 13 Ιουνίου 2025. Κατά την ημερομηνία αυτή, το Δικαστήριο απέρριψε εκ νέου αίτημά του για αποφυλάκιση και παρέτεινε την κράτηση μέχρι τις 30 Ιουνίου 2025, η οποία ήταν και η τελευταία ημέρα της προβλεπόμενης 40ήμερης προθεσμίας εντός της οποίας έπρεπε να έχει κινηθεί η διαδικασία έκδοσης. Σε αντίθετη περίπτωση, σύμφωνα με το Άρθρο 16 του Νόμου 95/70, η προσωρινή κράτηση πρέπει να τερματίζεται αυτοδικαίως.

Η έφεση που καταχωρήθηκε ενώπιον του Εφετείου αφορούσε ακριβώς αυτή την απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου της 13ης Ιουνίου 2025, με την οποία παρατάθηκε η κράτηση. Ο κύριος ισχυρισμός της υπεράσπισης ήταν ότι η παρατεταμένη κράτηση παραβιάζει το Άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια. Επικαλέστηκε δε σχετική ερμηνεία από το έργο του Λίνου-Αλέξανδρου Σισιλιάνου και τη νομολογία του ΕΔΔΑ, σύμφωνα με την οποία κάθε κράτηση για σκοπούς έκδοσης είναι νόμιμη μόνο εφόσον οι αρμόδιες αρχές ενεργούν με τη δέουσα επιμέλεια. Εάν παρατηρείται αδράνεια ή καθυστέρηση, η κράτηση καθίσταται αυθαίρετη.

Η υπεράσπιση τόνισε ότι, από τη σύλληψη του εκζητουμένου στις 20 Μαΐου 2025 έως την ημερομηνία έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης, δεν υπήρξε καμία απολύτως πρόοδος εκ μέρους του αιτούντος κράτους ή της Κεντρικής Αρχής της Κυπριακής Δημοκρατίας για την προώθηση της διαδικασίας έκδοσης. Δεν υπήρξε ούτε υποβολή της επίσημης αίτησης ούτε αναζήτηση πληροφοριών από την Κεντρική Αρχή για την πορεία της υπόθεσης. Αντιθέτως, η Κεντρική Αρχή απλώς ανέμενε την παρέλευση της 40ήμερης προθεσμίας, χωρίς ενεργή προσπάθεια.

Επιπλέον, η υπεράσπιση υπέδειξε ότι η ερυθρά αγγελία της Interpol που επικαλέστηκε η Ρωσία περιείχε ελλιπή στοιχεία για το επίμαχο ένταλμα σύλληψης, χωρίς να επισυνάπτεται αντίγραφό του. Κατά τον εκζητούμενο, το επίδικο ένταλμα είχε ακυρωθεί από ρωσικό δικαστήριο από τις 30 Σεπτεμβρίου 2024, δηλαδή πριν τη σύλληψή του στην Κύπρο. Ο συνήγορος ζήτησε απαντήσεις επί τούτου, όμως η συνήγορος της Κεντρικής Αρχής δεν έδωσε καμία εξήγηση ούτε επέδειξε ενδιαφέρον να διαπιστώσει την ακρίβεια του ισχυρισμού.

Επικαλούμενη την απόφαση Gallardo Sanchez κατά Ιταλίας του ΕΔΔΑ, η υπεράσπιση υπογράμμισε ότι όταν ζητείται έκδοση για να δικαστεί κάποιος και όχι για να εκτίσει ποινή, οι εθνικές αρχές του κράτους από το οποίο ζητείται η έκδοση υποχρεούνται να ενεργούν με «ιδιαίτερη επιμέλεια». Η δε διατήρηση της κράτησης, σε περιπτώσεις αδράνειας, καθίσταται παράνομη. Το Εφετείο συμφώνησε με αυτή τη νομική προσέγγιση, επισημαίνοντας ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι δεσμευμένη από την ΕΣΔΑ και τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, η οποία υπερισχύει του εσωτερικού δικαίου όπου υπάρχει σύγκρουση.

Η συνήγορος της Κεντρικής Αρχής υποστήριξε ότι τα μόνα κριτήρια που έπρεπε να εξεταστούν ήταν αυτά που προβλέπονται από την κυπριακή νομοθεσία, παραπέμποντας στην υπόθεση Carter του 1996. Το Εφετείο απέρριψε αυτή τη θέση, κρίνοντας ότι το Δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ. Δεν αποδέχτηκε ότι η υπόθεση Carter έχει καταργηθεί, αλλά έκρινε ότι το δίκαιο εξελίσσεται, και η ερμηνεία της ΕΣΔΑ είναι δεσμευτική.

Το Εφετείο έκρινε εσφαλμένη τη θέση της εφεσίβλητης ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να διερευνήσει τον ισχυρισμό περί ακύρωσης του ρωσικού εντάλματος, καθώς το βάρος απόδειξης ότι πληρούνται οι όροι για την προσωρινή κράτηση φέρει το αιτούν κράτος. Η συνήγορος της Κεντρικής Αρχής μάλιστα παραδέχθηκε ότι δεν είχε δει τα έγγραφα που υποτίθεται ότι είχαν σταλεί από τη Ρωσία και δεν μπορούσε να τοποθετηθεί επ' αυτών.

Το Εφετείο υπογράμμισε, στηριζόμενο στη νομολογία του ΕΔΔΑ (μεταξύ άλλων στην υπόθεση Sanchez), ότι σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα με επιμέλεια και καταγράφεται περίοδος αδράνειας, η συνέχιση της κράτησης δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Η κράτηση παραμένει νόμιμη μόνο εφόσον η διαδικασία έκδοσης προχωρεί ενεργά και μεθοδικά. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά η απόφαση Sanchez, το Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει, για κάθε υπόθεση ξεχωριστά, κατά πόσον κατά τη διάρκεια της περιόδου κράτησης υπήρξε αδράνεια από πλευράς των εθνικών αρχών.

Με βάση όλα τα πιο πάνω, το Εφετείο διαπίστωσε ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε επαρκώς τα καθήκοντα δέουσας επιμέλειας που έπρεπε να τηρήσει η Κεντρική Αρχή και δεν εξέτασε την ουσία των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν από την υπεράσπιση. Συνεπώς, έκρινε ότι η απόφαση για συνέχιση της κράτησης μέχρι τις 30 Ιουνίου 2025 ήταν πλημμελώς αιτιολογημένη, παραβίασε τα δικαιώματα του εκζητουμένου και όφειλε να ανατραπεί. Έτσι, η έφεση έγινε δεκτή και η απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραμερίστηκε.