Αναλύσεις

Θέλει να γίνει Πρόεδρος για να μας σώσει από τον βούρκο

Ο τέως δημόσιος υπάλληλος και πρώην Γενικός Ελεγκτής Οδυσσέας Μιχαηλίδης επιδιώκει σήμερα να διεκδικήσει την Προεδρία της Δημοκρατίας, αυτοανακηρυσσόμενος ως υπερασπιστής της κάθαρσης και της ηθικής. Το αφήγημα αυτό, όμως, έρχεται σε έντονη αντίφαση με τη διαδρομή του και, κυρίως, με τις πρακτικές που ακολούθησε κατά τη θητεία του στη θέση του Γενικού Ελεγκτή. Πίσω από τη ρητορική περί «διαφάνειας» και «πολέμου κατά της διαφθοράς», βρίσκεται ένα πρόσωπο που δεν δίστασε να υπονομεύσει θεσμούς, να προκαταλάβει έρευνες και να δημιουργήσει εντυπώσεις εις βάρος αθώων πολιτών και αξιωματούχων.

Ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης υπήρξε ένας από τους πιο επιθετικούς δημόσιους λειτουργούς της πρόσφατης ιστορίας. Στη διάρκεια της θητείας του, στόχευσε θεσμούς, υπουργεία, πολιτικά πρόσωπα και κρατικές υπηρεσίες, συχνά χωρίς επαρκή στοιχεία, συχνά με πρόθεση να δημιουργήσει δημόσια πίεση και όχι να αποδώσει ουσιαστική δικαιοσύνη. Το παράδειγμα της υπόθεσης Χάσικου είναι χαρακτηριστικό. Εξήγγειλε ο ίδιος δημόσια —χωρίς να έχει ολοκληρωθεί κανένας έλεγχος— ότι ο τότε Υπουργός Εσωτερικών Σωκράτης Χάσικος εμπλέκεται σε σκάνδαλο «ολκής». Όταν, τελικά, η έρευνα δεν απέδωσε καμία ένδειξη ποινικής ή διοικητικής ευθύνης, δεν θεώρησε αναγκαίο να ζητήσει συγγνώμη, ούτε καν μια δημόσια διευκρίνιση ή επανόρθωση. Ούτε η ανθρώπινη ευαισθησία απέναντι σε έναν άνθρωπο που στο μεταξύ είχε φύγει από τη ζωή δεν στάθηκε αρκετή για να προκαλέσει λίγη αυτοκριτική.

Ανάλογα φαινόμενα εντυπωσιοθηρίας εντοπίζονται και στην υπόθεση της αστυνομίας. Ο ίδιος είχε προχωρήσει σε βαρύτατες καταγγελίες, ισχυριζόμενος ότι περίπου 200 υπηρεσιακά οχήματα χρησιμοποιούνται από αστυνομικούς για ιδιωτική χρήση. Επέμενε μάλιστα πως είχε στην κατοχή του διευθύνσεις και στοιχεία εμπλεκομένων. Όταν κλήθηκε από την Επιτροπή Νομικών της Βουλής να παρουσιάσει τα στοιχεία, αποκαλύφθηκε πως από τις 200 περιπτώσεις, μόλις τρεις είχαν κάποια βάση – οι υπόλοιπες είτε δεν σχετίζονταν καθόλου είτε αφορούσαν ανύπαρκτες τοποθεσίες, άδεια οικόπεδα ή ακόμα και... νεκροταφεία. Και πάλι, αντί μεταμέλειας ή αναθεώρησης, προτίμησε τη σιωπή.

Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε τις καταγγελίες του είχε μια σταθερά: τον δημόσιο διασυρμό πριν από τη στοιχειοθέτηση. Αντί η Ελεγκτική Υπηρεσία να είναι θεσμικός φρουρός μεθοδικής και ουσιαστικής δουλειάς, μετατράπηκε συχνά σε μονοπρόσωπο βήμα τηλεοπτικής παρέμβασης και αυτοπροβολής. Ο πολίτης έβλεπε συχνά τον Ελεγκτή περισσότερο σε εκπομπές και δελτία ειδήσεων, παρά πίσω από έγγραφα, ενδελεχείς αναλύσεις ή καίριες εισηγήσεις πολιτικής πρόληψης και μεταρρυθμίσεων.

Ακόμα πιο προβληματική, ωστόσο, υπήρξε η επιλεκτικότητα με την οποία κινούνταν. Όσοι δεν ανήκαν στον κύκλο επιρροής του ή αμφισβητούσαν τις μεθόδους του, συχνά γίνονταν στόχος. Αντίθετα, πρόσωπα ή καταστάσεις που φαίνονταν να έχουν στενότερους δεσμούς μαζί του, αντιμετωπίζονταν με εμφανή επιείκεια. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του σφαγείου, το οποίο, παρά τις καταγγελίες και τα εμφανή ερωτήματα γύρω από τις πρακτικές του, ουδέποτε αντιμετωπίστηκε από την Ελεγκτική Υπηρεσία με τη σφοδρότητα που χαρακτήριζε άλλες, κατά πολύ μικρότερης σημασίας, περιπτώσεις.

Ένας ελεγκτής δεν μπορεί να λειτουργεί ως πολιτικός εισαγγελέας. Δεν είναι ο ρόλος του να δικάζει από τηλεοράσεως, ούτε να κατασκευάζει σκάνδαλα για να ενισχύσει τη δημόσια εικόνα του. Η Ελεγκτική Υπηρεσία είναι απαραίτητη για τον εκσυγχρονισμό και την εύρυθμη λειτουργία του κράτους – και για αυτό χρειάζεται σοβαρότητα, ακρίβεια, τεκμηρίωση, αμεροληψία. Ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης δεν υπηρέτησε αυτό το μοντέλο. Αντιθέτως, μετέτρεψε τη θέση του σε όχημα προσωπικών φιλοδοξιών, που πλέον αποκαλύπτονται ξεκάθαρα μέσω της πρόθεσής του να διεκδικήσει το ύπατο αξίωμα.

Η κοινωνία είναι κουρασμένη από τα μεγάλα λόγια και τον εύκολο λαϊκισμό. Οι πολίτες χρειάζονται θεσμική σοβαρότητα, πρόσωπα που να ενώνουν και να εμπνέουν εμπιστοσύνη, όχι εκείνους που έχουν αποδείξει στο παρελθόν ότι προτάσσουν τη σύγκρουση για ίδιο όφελος. Η χώρα μας δεν έχει ανάγκη από "σωτήρες", αλλά από ανθρώπους που σέβονται τη θεσμική τάξη και εργάζονται με υπευθυνότητα και συνέπεια.

Ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης είχε την ευκαιρία να προσφέρει. Αντί γι’ αυτό, επέλεξε τον δρόμο της αντιπαράθεσης και της προσωπικής προβολής. Το ερώτημα σήμερα δεν είναι αν μπορεί να γίνει Πρόεδρος. Το πραγματικό ερώτημα είναι: αν είχε αυτά τα χαρακτηριστικά ως Ελεγκτής, τι μπορούμε να περιμένουμε από αυτόν στην Προεδρία;

Υ.Γ.: Θα μας καλέσουν να επανέλθουμε στις συνομιλίες; Θα ανταποκριθούμε – και αν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις;

Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα της παρούσας συγκυρίας. Η απόφαση για επανέναρξη των συνομιλιών δεν μπορεί να είναι ελαφριά ή απλώς απόρροια διεθνών πιέσεων. Χρειάζεται μέγιστη προσοχή, καθώς τυχόν βεβιασμένη ή απροετοίμαστη επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ενδέχεται να οδηγήσει σε δέσμευση που δύσκολα θα ανατραπεί στο μέλλον.

Η στάση μας πρέπει να είναι ξεκάθαρη, χωρίς αμφισημίες ή περιθώρια παρερμηνειών. Η όποια απόφαση πρέπει να βασίζεται σε σαφές πλαίσιο αρχών και στην απόλυτη ανάγκη για ουσιαστικές, εντός του διεθνούς δικαίου, συνομιλίες.

«Πολύ θα θέλαμε στο κρίσιμο αυτό στάδιο να είχαμε και την αμέριστη στήριξη των Αθηνών. Δυστυχώς, όμως, διαπιστώνουμε ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει.»
Παρά τις διακηρύξεις της ελληνικής πολιτικής ότι η λύση του Κυπριακού αποτελεί προτεραιότητα, στην πράξη η υποστήριξη από την Ελλάδα δείχνει αποσπασματική ή ασυντόνιστη. Ο Έλληνας ΥΠΕΞ Γεώργιος Γεραπετρίτης επανέλαβε τη σημασία του διαλόγου και της συνέχισης των διερευνητικών συνομιλιών μετά τις ανεπίσημες επαφές στη Γενεύη , όμως η ελληνική εμπλοκή παραμένει σε επίπεδο δηλώσεων χωρίς σαφές πλαίσιο ενεργειών.

Αν και η Ελλάδα συμμετείχε στην τριμερή Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ για ενεργειακά και περιφερειακά θέματα, και υποστήριξε το έργο της ενεργειακής διασύνδεσης με το Ισραήλ , δεν έχει υπάρξει αντίστοιχος, εμπράγματος, συντονισμός στην προστασία των εθνικών θέσεων της Κύπρου στις διαπραγματεύσεις. Η έλλειψη συγκεκριμένης συντονισμένης πολιτικής στήριξης αφήνει κενά την ώρα που ζητείται αλληλεγγύη.

Σε αυτή τη συγκυρία, η ηγεσία του τόπου έχει ιστορική ευθύνη. Οφείλει να διαμορφώσει ένα συλλογικό μέτωπο – ενωμένο, αποφασιστικό, χωρίς κατακερματισμό – ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά κάθε εξωτερική ή εσωτερική πίεση. Κάθε αμφισημία και ανεπάρκεια θα αξιοποιηθεί εις βάρος μας.

Μια τέτοια υπεύθυνη και συνεπής στάση όχι μόνο θα ενισχύσει τη διαπραγματευτική μας θέση, αλλά και θα τύχει ευρείας στήριξης από τον κυπριακό λαό. Όταν οι πολίτες αντιλαμβάνονται σοβαρότητα, ενότητα και ξεκάθαρη εθνική γραμμή, στέκονται δίπλα στην ηγεσία τους. Αυτή η λαϊκή υποστήριξη είναι το πιο ισχυρό διαπραγματευτικό μας όπλο.