Αναλύσεις

Η Πέμπτη Φάλαγγα στον ΔΗΣΥ και η υπόσκαψη της Αννίτας Δημητρίου

Οι επικείμενες βουλευτικές εκλογές δεν είναι απλώς μια ακόμη εκλογική αναμέτρηση. Είναι, στην ουσία, ο πρόλογος της μεγάλης μάχης για τις Προεδρικές εκλογές του 2028. Γι' αυτό και όλα τα κόμματα, ιδιαίτερα ο Δημοκρατικός Συναγερμός, εισέρχονται μετά το καλοκαίρι σε τροχιά παρατεταμένης προεκλογικής σύγκρουσης. Όμως, για τον ΔΗΣΥ, οι συνθήκες δεν είναι ούτε ομαλές ούτε ενωτικές. Αντιθέτως, επικρατεί έντονη αναταραχή και εσωστρέφεια.

Μέσα στους κόλπους του ιστορικού κόμματος, που ίδρυσε ο Γλαύκος Κληρίδης, φαίνεται πως δραστηριοποιείται η λεγόμενη "Πέμπτη Φάλαγγα", μια ομάδα στελεχών και παρασκηνιακών παραγόντων που, σύμφωνα με πληροφορίες και καταγγελίες από κομματικές πηγές, λειτουργεί μεθοδικά με στόχο την υπονόμευση της Προέδρου του κόμματος, Αννίτας Δημητρίου.

Πίσω από αυτό το κίνημα φέρεται να βρίσκεται ο τέως πρόεδρος του κόμματος, Αβέρωφ Νεοφύτου, ο οποίος, παρά την αποχώρησή του από την ηγεσία, διατηρεί ισχυρά ερείσματα και ελέγχει κρίσιμους κομματικούς μηχανισμούς. Η δράση τής εν λόγω "φαλαγγίτικης" δομής στοχεύει ξεκάθαρα σε ένα αποτέλεσμα: την αποδυνάμωση του ΔΗΣΥ στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές, ώστε να δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση αποτυχίας της ηγεσίας Δημητρίου.

14.7. ΜΙΧΑΗΛ 2.jpg

Η τακτική είναι απλή αλλά αποτελεσματική: εσωτερική φθορά, υπονόμευση, ψιθυρολογία και μια στρατηγική ήττας. Αν το κόμμα καταγράψει μειωμένα ποσοστά, όπως κάποιοι ελπίζουν και ενδεχομένως εργάζονται γι’ αυτό, θα ανοίξει ο δρόμος για επιβολή εκλογικού συνεδρίου και αλλαγή ηγεσίας. Η ευθύνη θα επιρριφθεί στην Αννίτα Δημητρίου, η οποία μέχρι σήμερα έχει επιδείξει σύνεση, σταθερότητα και θεσμικό λόγο, χωρίς να επιδοθεί σε προσωπικές φιλοδοξίες ή πόλωση.

Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι η ίδια ουδέποτε έχει δηλώσει πρόθεση να διεκδικήσει την Προεδρία της Δημοκρατίας, ωστόσο, η δυναμική παρουσία της, η αποδοχή της στον ευρύτερο εκλογικό χώρο και η εικόνα σταθερότητας που εκπέμπει, φαίνεται να θορυβούν κύκλους που επενδύουν στην επιστροφή του Αβέρωφ Νεοφύτου στο προσκήνιο.

Ο εκνευρισμός, το άγχος και η αγωνία που αποτυπώνονται σε δημόσιες παρεμβάσεις και κινήσεις του Αβέρωφ Νεοφύτου καταδεικνύουν έναν άνθρωπο που θεωρεί ότι η ευκαιρία του να ηγηθεί ξανά, είτε του ΔΗΣΥ είτε της χώρας, περνά μόνο μέσα από την πολιτική αποδυνάμωση της Αννίτας Δημητρίου. Αυτό το πολιτικό άγχος τον οδηγεί, σύμφωνα με στελέχη του κόμματος, σε ακρότητες, παρασκηνιακές κινήσεις και επιθέσεις "κάτω από τη μέση", που τελικά δεν πλήττουν μόνο την Αννίτα αλλά και την ίδια την ενότητα του κόμματος.

Το ερώτημα που τίθεται είναι: μπορεί ένα ιστορικό κόμμα να πορεύεται με τέτοιου είδους εσωτερικές υπονομεύσεις; Και η απάντηση είναι αρνητική. Όταν η ίδια η ηγεσία βάλλεται από "δικούς της", όχι λόγω διαφωνίας σε πολιτικές θέσεις, αλλά για λόγους φιλοδοξίας και προσωπικών σχεδιασμών, τότε το κόμμα κινδυνεύει με βαθιά κρίση αξιοπιστίας και στρατηγικού προσανατολισμού.

Δεν περνά απαρατήρητο το γεγονός ότι μια πιθανή επάνοδος του Αβέρωφ στην ηγεσία του ΔΗΣΥ θα βολεύει αφάνταστα το Προεδρικό. Ο Νίκος Χριστοδουλίδης θα προτιμούσε, ενδεχομένως, να έχει απέναντί του έναν αντίπαλο που έχει ήδη ηττηθεί το 2023 και φέρει κομματικές και πολιτικές φθορές, παρά μια ανανεωμένη, φρέσκια και λαοφιλής υποψήφια όπως η Αννίτα Δημητρίου.

Επομένως, είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς κατά πόσο αυτή η "Πέμπτη Φάλαγγα" λειτουργεί με ή χωρίς την ανοχή του Προεδρικού, ή αν εξυπηρετεί εμμέσως τις επιδιώξεις του. Η πολιτική διαπλοκή, όταν παίρνει τη μορφή της εσωκομματικής αποδόμησης, δεν είναι απλώς αθέμιτη – είναι επικίνδυνη για τη δημοκρατία.

Η Αννίτα Δημητρίου, παρά τις επιθέσεις και τον πόλεμο φθοράς που δέχεται, δεν έχει απαντήσει δημόσια ούτε έχει επιδοθεί σε αντιπαραθέσεις. Η σιωπή της δεν είναι αδυναμία. Είναι επιλογή θεσμικότητας, αυτοσυγκράτησης και πολιτικού ήθους. Ωστόσο, οι πολίτες, τα μέλη και οι φίλοι του Δημοκρατικού Συναγερμού οφείλουν να είναι σε εγρήγορση. Διότι η σιωπηρή υπονόμευση δεν είναι απλώς εσωκομματική ίντριγκα. Είναι ευθεία απειλή για το μέλλον του κόμματος και την ενότητά του.

Οι εκλογές του 2026 δεν είναι απλώς ένας ενδιάμεσος σταθμός. Είναι το μεγάλο τεστ για το ποιος θα ηγηθεί της επόμενης μέρας στον χώρο της κεντροδεξιάς. Και το κόμμα οφείλει να αποφασίσει: θα επιλέξει τον δρόμο της θεσμικής σοβαρότητας ή θα παραδοθεί στις προσωπικές φιλοδοξίες λίγων;