Κυπριακό

Νέα Υόρκη: Ευκαιρία ή αυταπάτη;

Η αυριανή Διευρυμένη Διάσκεψη για το Κυπριακό υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη, που συγκεντρώνει διεθνή προσοχή, δεν αποτελεί μια ακόμη επανάληψη διπλωματικών συναντήσεων ρουτίνας, αλλά ενδέχεται να λειτουργήσει ως κομβικό σημείο, όπου θα αποφασιστεί αν το Κυπριακό θα συνεχίσει να υφίσταται ως υπόθεση υπό διαπραγμάτευση ή αν θα ενισχυθεί μια de facto διχοτόμηση. Η συνάντηση πραγματοποιείται σε ένα διεθνές περιβάλλον βαθειάς γεωπολιτικής αστάθειας, αλλά και έντονης κινητικότητας στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι παράγοντες αυτοί διαμορφώνουν ένα ιδιόμορφο μείγμα: από τη μία η ανάγκη για σταθερότητα, από την άλλη η εδραιωμένη αδιαλλαξία της τουρκικής πλευράς. Το ερώτημα είναι πλέον απλό και επείγον: υπάρχει πραγματική προοπτική επανέναρξης ουσιαστικών συνομιλιών ή μήπως η συνάντηση αυτή είναι το προοίμιο για προώθηση της διπλής κυριαρχίας στο νησί;

Τα δεδομένα είναι αμείλικτα. Από τη Γενεύη του 2021, ο Ερσίν Τατάρ κατέστησε σαφές πως η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν επιστρέφει στις παραμέτρους της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ), όπως αυτές αναγνωρίζονται από το Συμβούλιο Ασφαλείας. Η αξίωση για «κυριαρχική ισότητα» και για αναγνώριση της λεγόμενης «ΤΔΒΚ» δεν είναι διπλωματικό ελιγμός αλλά ρητή πολιτική γραμμή, επιβεβαιωμένη και στηριγμένη από την Άγκυρα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι ελληνοκυπριακές επιδιώξεις για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων από εκεί που έμειναν το 2017, βασισμένες στο Πλαίσιο Γκουτέρες, φαντάζουν αποκομμένες από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που ο ίδιος ο Γενικός Γραμματέας των ΗΕ και η απεσταλμένη του δημιούργησαν. Η κ. Μαρία Άνχελα Ολγκίν, προσωπική απεσταλμένη του ΓΓ του ΟΗΕ, επεσήμανε με εντυπωσιακή σαφήνεια πως οι θέσεις των δύο πλευρών δεν συναντώνται πλέον. Και, ακόμη σημαντικότερο, υπογράμμισε πως το χάσμα δεν είναι μόνο ηγετικό, αλλά κοινωνικό. Οι δύο κοινότητες απομακρύνονται σε επίπεδο αντίληψης, προτεραιοτήτων και προσδοκιών.

Αυτή η παρατήρηση είναι κρίσιμη. Το Κυπριακό, εκτός από πολιτικό ζήτημα, εξελίσσεται πλέον σε πρόβλημα κοινωνικής ψυχολογίας. Η καχυποψία κυριαρχεί και από τις δύο πλευρές. Οι Ελληνοκύπριοι δεν εμπιστεύονται την Τουρκία να εφαρμόσει μια συμφωνία και οι Τουρκοκύπριοι θεωρούν πως δεν αναγνωρίζονται ως πολιτικώς ίσοι εταίροι. Οι παραδοσιακές αρχές της ομοσπονδιακής λύσης έχουν φθαρεί στην κοινωνική συνείδηση. Οι Ε/Κ τείνουν προς το ένα ενωμένο κράτος, οι Τ/Κ προς την ανεξαρτησία της υποτελούς στην Τουρκία «ΤΔΒΚ». Κι έτσι, ενώ το διεθνές νομικό και θεσμικό πλαίσιο παραμένει υπέρ της ενωμένης Κύπρου, η πραγματικότητα αποκλίνει απειλητικά.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η Νέα Υόρκη δεν θα είναι «μία ακόμη συνάντηση». Θα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μια απόπειρα να διασωθεί το κεκτημένο των Ηνωμένων Εθνών ως θεματοφύλακα της διαδικασίας λύσης και, στη χειρότερη, η πρώτη πράξη επίσημης εξοικείωσης με την ιδέα της διχοτόμησης. Η παγίδα της λεγόμενης «ουδετερότητας» του ΟΗΕ – δηλαδή της ισόρροπης αντιμετώπισης των δύο θέσεων, ακόμα κι όταν η μία παραβιάζει κατάφωρα τις αποφάσεις του ΣΑ – οδηγεί σταδιακά στη σχετικοποίηση του διεθνούς πλαισίου. Αν αυτή η τάση παγιωθεί, τότε το νομικό και πολιτικό θεμέλιο για μια ενωμένη Κύπρο θα διαβρωθεί από τα μέσα.

Ωστόσο, μέσα στην αβεβαιότητα, διαμορφώνονται και νέα εργαλεία. Η σαφής στροφή της αμερικανικής πολιτικής προς την Ανατολική Μεσόγειο και η επανεμφάνιση της ΕΕ ως γεωπολιτικού παράγοντα προσφέρουν μια σημαντική ευκαιρία. Η αναβάθμιση του ρόλου της Κύπρου στον άξονα ΗΠΑ–Ισραήλ–Ελλάδας, η αμυντική ενίσχυση μέσω των προγραμμάτων FMS και EDA, καθώς και η συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας σε περιφερειακές ενεργειακές και στρατηγικές συμπράξεις, ενισχύουν τον διεθνή της λόγο. Σε μια περιοχή όπου η στρατιωτική και ενεργειακή σημασία παίζει ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο, η Κύπρος καθίσταται πολύτιμος κρίκος για τη Δύση. Η γεωπολιτική αυτή αναβάθμιση μπορεί να αξιοποιηθεί ως μοχλός πίεσης. Η Τουρκία, παρά τις επιδείξεις ισχύος και το νεο-οθωμανικό αφήγημα, γνωρίζει καλά πως η προσέγγιση με τη Δύση προϋποθέτει πρόοδο στο Κυπριακό. Η ευρωπαϊκή της πορεία είναι αδρανοποιημένη, οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ τελούν υπό δοκιμασία, και η επιβίωσή της ως περιφερειακής δύναμης περνά μέσα από διπλωματικούς συμβιβασμούς. Μια αξιόπιστη διαδικασία για λύση του Κυπριακού, υπό εγγύηση ΗΠΑ και ΕΕ, θα μπορούσε να καταστήσει την Άγκυρα μέρος του νέου γεωπολιτικού πλαισίου. Αυτό είναι και το δέλεαρ: επανένταξη στην ευρωατλαντική αρχιτεκτονική έναντι της εγκατάλειψης της πολιτικής διχοτόμησης.

Εδώ, όμως, η Κύπρος οφείλει να επιδείξει τόλμη. Η παγίωση της στασιμότητας δεν είναι απλώς διπλωματική αποτυχία, αλλά στρατηγική αυτοχειρία. Η Κυπριακή Δημοκρατία χρειάζεται να εισέλθει στη Διάσκεψη με συγκεκριμένες προτάσεις, που να αναδεικνύουν την προσήλωσή της σε μια δίκαιη και βιώσιμη λύση, αλλά και την ικανότητά της να αναλάβει εποικοδομητικές πρωτοβουλίες. Οι προτάσεις αυτές πρέπει να στηριχθούν πάνω σε έξι άξονες: αποχώρηση στρατευμάτων, κατάργηση εγγυήσεων, πλήρης εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βασικών ελευθεριών, πολιτική ισότητα εντός λειτουργικού πλαισίου, διαχείριση φυσικών πόρων από ενιαίο φορέα, και ανάπτυξη χρονοδιαγράμματος εφαρμογής της λύσης με συνεχή παρακολούθηση και κυρώσεις.

Η λύση ενός ενωμένου κράτους με μια ιθαγένεια και διεθνή προσωπικότητα, με δύο πολιτείες υπό κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο και ενισχυμένη τοπική αυτονομία, αλλά με σαφείς κεντρικές αρμοδιότητες στην εξωτερική πολιτική, στην ενέργεια και στην οικονομία θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση συναντίληψης. Το σύστημα ασφάλειας υπό την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), του ΝΑΤΟ ή μιας διεθνούς πολυεθνικής δύναμης, με πλήρη εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βασικών ελευθεριών, και με απομάκρυνση των τουρκικών στρατευμάτων, αποτελεί απαράβατη προϋπόθεση. Η πλήρης συμβατότητα με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, η ελευθερία εγκατάστασης και κυκλοφορίας, και η αποκατάσταση της ιδιοκτησίας στις κατεχόμενες περιουσίες θα ολοκληρώσουν το πακέτο.

Όμως, όσο και αν όλα αυτά έχουν αναλυθεί και συμφωνηθεί σε προηγούμενα στάδια – από τις Συγκλίσεις Ντάουνερ μέχρι το Πλαίσιο Γκουτέρες – η δυσκολία είναι η πολιτική βούληση. Αν η τουρκική πλευρά προσέλθει στη Νέα Υόρκη με τις γνωστές θέσεις περί κυριαρχικής ισότητας και δύο κρατών, και αν η διεθνής κοινότητα αποτύχει να την αντικρούσει με σαφήνεια, τότε το μήνυμα θα είναι καταστροφικό. Θα επισημοποιηθεί η προοπτική ύπαρξης δύο κρατικών οντοτήτων στο νησί, όχι με νομική αναγνώριση, αλλά με πολιτική αποδοχή της παρανομίας. Κάτι τέτοιο θα αποτελεί στρατηγική ήττα για την Κυπριακή Δημοκρατία και την ΕΕ. Αντιστρόφως, αν η κυπριακή πλευρά κατορθώσει να κεφαλαιοποιήσει τη διεθνή κινητικότητα, να συγκροτήσει ένα συνεκτικό αφήγημα που να εμπλέκει την ΕΕ και τις ΗΠΑ ως εγγυητές της εφαρμογής και να εκθέσει διεθνώς την αδιαλλαξία της Άγκυρας, τότε η Διάσκεψη μπορεί να μετατραπεί σε σταθμό επανεκκίνησης της διαδικασίας. Η διασύνδεση του Κυπριακού με την περιφερειακή ασφάλεια, την ενέργεια και τη σταθερότητα στη Μεσόγειο προσφέρει πρόσθετο διπλωματικό βάρος.

Σε κάθε περίπτωση, η Διευρυμένη Διάσκεψη της Νέας Υόρκης για το Kυπριακό συνιστά σημείο καμπής. Αν δεν υπάρξει πρόοδος, τότε η Κύπρος και η ΕΕ θα χρειαστεί να αναθεωρήσουν τη στρατηγική τους ριζικά: είτε με αναζήτηση νέων μοντέλων λύσης εντός ευρωπαϊκού πλαισίου, είτε με ενίσχυση της διεθνούς απομόνωσης του κατοχικού μορφώματος, είτε με μονομερή αξιοποίηση της γεωπολιτικής θέσης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σε κάθε περίπτωση, το 2025 δεν επιτρέπει άλλες ψευδαισθήσεις. Η ιστορία δεν περιμένει τους αναποφάσιστους. Αν η Διάσκεψη πετύχει, το νησί μπορεί να απελευθερωθεί και επανενωθεί. Αν αποτύχει, θα πρέπει να προετοιμαστούμε για εδραίωση της κατοχής και της διαίρεσης. Και αν αυτό οδηγήσει σε οριστική παγίωση της de facto κατάστασης, θα είναι το βαρύτερο πολιτικό κόστος που καμιά ηγεσία δεν θα μπορεί να διαχειριστεί χωρίς συνέπειες.

*Καθηγητής-Ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην Πρύτανης.