Γαλλία και Γερμανία σε οικονομική δοκιμασία: Προβλήματα στις βασικές δομές της ΕΕ
Αντιμέτωπες με σοβαρές οικονομικές προκλήσεις, που δοκιμάζουν τις εθνικές τους αντοχές, αλλά και την ίδια τη συνοχή της ΕΕ.

Η γαλλική και η γερμανική οικονομία, οι δύο βασικοί πυλώνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βρίσκονται σήμερα αντιμέτωπες με σοβαρές οικονομικές προκλήσεις, που δοκιμάζουν όχι μόνο τις εθνικές τους αντοχές, αλλά και την ίδια τη συνοχή και την αποτελεσματικότητα των θεσμών της ΕΕ. Οι δύο αυτές χώρες, για δεκαετίες διαδραμάτισαν ρόλο κινητήριας δύναμης για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Πλέον δυσκολεύονται να ασκήσουν τον παραδοσιακό ηγετικό τους ρόλο εντός της Ένωσης.
Η Γερμανία, όπως και όλες οι χώρες της ΕΕ, βρίσκεται υπό την απειλή δασμών από τις ΗΠΑ σε ευρωπαϊκά προϊόντα, μία εξέλιξη που θα μπορούσε να οδηγήσει τη γερμανική οικονομία σε ύφεση, όπως προειδοποιεί και η ίδια η Bundesbank. Ήδη η οικονομική δραστηριότητα έχει επιβραδυνθεί αισθητά και οι προοπτικές για το 2025 παραμένουν αδύναμες.
Η γερμανική οικονομία είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε εξωτερικές εμπορικές πιέσεις, καθώς η εξαγωγική της εξάρτηση την καθιστά ευαίσθητη σε γεωπολιτικές εντάσεις και εμπορικούς πολέμους. Αν και ορισμένοι αναλυτές θεωρούν ότι η Γερμανία διαθέτει ακόμη τα μέσα ν’ αντέξει ένα τέτοιο σοκ, η πραγματικότητα δείχνει ότι τα διαρθρωτικά προβλήματα βαθαίνουν, αποκαλύπτοντας την ανάγκη αναπροσανατολισμού του αναπτυξιακού της μοντέλου.
Παράλληλα, η Γαλλία βρίσκεται αντιμέτωπη με τη δική της οικονομική κρίση. Το δημόσιο χρέος έχει εκτοξευθεί στο 116% του ΑΕΠ, γεγονός που ανάγκασε την κυβέρνηση ν’ ανακοινώσει περικοπές ύψους 40 δισεκατομμυρίων ευρώ για να περιορίσει το έλλειμμα. Ο προϋπολογισμός του 2026 προβλέπει περιορισμό στις δαπάνες για την Υγεία και τις συντάξεις, μια επιλογή η οποία ήδη προκαλεί σφοδρές κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις.
Η αντιπολίτευση έχει προειδοποιήσει ακόμη και με πρόταση μομφής, γεγονός που ενισχύει το πολιτικό ρίσκο για τη σταθερότητα της χώρας. Ταυτόχρονα, το υψηλό κόστος δανεισμού, σε συνδυασμό με τους περιορισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ, περιορίζει τα περιθώρια ελιγμών για το Παρίσι.
Αυτά τα προβλήματα δεν είναι μόνο εθνικής φύσης, αλλά αποτελούν αντανάκλαση βαθύτερων διαρθρωτικών αδυναμιών της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κρίση του 2008 και η επακόλουθη κρίση χρέους στην ευρωπεριφέρεια κατέδειξαν τις ανεπάρκειες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, ειδικά ως προς τη διαχείριση κρίσεων. Παρά τις όποιες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, όπως η Τραπεζική Ένωση και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, η απουσία κοινής δημοσιονομικής πολιτικής συνεχίζει να αποτελεί το κεντρικό αδύναμο σημείο της Ευρωζώνης.
Η ιδέα ενός κοινού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, ικανού να εξισορροπεί τις ανισότητες μεταξύ των κρατών-μελών, συναντά έντονες αντιστάσεις, ιδιαίτερα από τη Γερμανία και τις βόρειες χώρες, που φοβούνται την "ένωση μεταβιβάσεων".
Η κατάσταση επιβαρύνεται από τις βαθιές διαφορές μεταξύ των βιομηχανικών χωρών του Βορρά και των πιο αδύναμων οικονομιών του Νότου, καθώς και από την απροθυμία για φορολογική εναρμόνιση.
Αδυναμία κοινής στρατηγικής
Οι αντιθέσεις αυτές υπονομεύουν την προσπάθεια δημιουργίας ενός ενιαίου οικονομικού χώρου με κοινούς κανόνες και στόχους. Η αδυναμία κοινής στρατηγικής για τη στήριξη των πιο αδύναμων οικονομιών εντείνει το αίσθημα ανισότητας και αδικίας, ενισχύοντας τις εθνικιστικές και ευρωσκεπτικιστικές φωνές σε όλη την ήπειρο.
Η Γερμανία και η Γαλλία, αντί να ηγούνται μιας νέας ευρωπαϊκής στρατηγικής, φαίνεται να εγκλωβίζονται στα δικά τους εσωτερικά προβλήματα. Η Γαλλία πασχίζει να ισορροπήσει ανάμεσα στη δημοσιονομική λιτότητα και τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης, ενώ η Γερμανία αντιμετωπίζει τα διλήμματα μιας μεταβαλλόμενης παγκόσμιας οικονομίας, που αμφισβητεί το εξαγωγικό της μοντέλο. Η απουσία συντονισμένης πολιτικής ηγεσίας από τις δύο αυτές χώρες επιτείνει την αίσθηση στασιμότητας και αδράνειας στους κόλπους της ΕΕ.
Υπάρχουν βεβαίως προτάσεις για την αναδιάρθρωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, όπως η δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Υπουργείου Οικονομικών, η εγκαθίδρυση ενιαίου συστήματος εγγύησης καταθέσεων και η περαιτέρω ενίσχυση του κοινού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Ωστόσο, οι πολιτικές ισορροπίες και η έλλειψη κοινής βούλησης καθιστούν δύσκολη την υλοποίηση αυτών των ιδεών. Η Ευρώπη φαίνεται να παραμένει εγκλωβισμένη σε έναν φαύλο κύκλο εθνικών προτεραιοτήτων και στενών ερμηνειών της κυριαρχίας, που εμποδίζουν την προώθηση ουσιαστικών και αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
Αν οι μεγάλες χώρες της ΕΕ, κυρίως η Γερμανία και η Γαλλία, δεν επιδείξουν την απαραίτητη αποφασιστικότητα για θεσμική και οικονομική εμβάθυνση, η Ένωση κινδυνεύει να καταστεί ολοένα και πιο ευάλωτη στις διεθνείς κρίσεις και στις εσωτερικές της αντιθέσεις. Η απουσία ενός ισχυρού και αποτελεσματικού κεντρικού μηχανισμού δημοσιονομικής πολιτικής αποδυναμώνει τη συνοχή της ΕΕ.
Μόνο μέσα από μια θαρραλέα και ειλικρινή συζήτηση για το μέλλον της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης μπορεί να εξασφαλιστεί η ανάκαμψη και η ενίσχυση του ευρωπαϊκού σχεδίου. Χωρίς αυτές τις πρωτοβουλίες, η Ευρώπη θα παραμένει ένας γίγαντας με πήλινα πόδια, αδύναμος ν’ ανταποκριθεί στις προκλήσεις της εποχής.
Αδράνεια στη λήψη αποφάσεων
Η παρατεταμένη αυτή αδράνεια στη λήψη τολμηρών αποφάσεων έχει ευρύτερες γεωπολιτικές συνέπειες για την ΕΕ. Η Ευρώπη κινδυνεύει να χάσει τη διεθνή της επιρροή, καθώς δεν διαθέτει ούτε την οικονομική ισχύ ούτε την πολιτική ενότητα για ν’ ανταγωνιστεί μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα.
Η εξάρτηση από το ΝΑΤΟ για την άμυνα και η απουσία μιας πραγματικά κοινής εξωτερικής πολιτικής επιτείνουν την εικόνα αδυναμίας και έλλειψης στρατηγικής αυτονομίας. Χωρίς οικονομική ενίσχυση και δημοσιονομική συνοχή, η Ευρώπη δύσκολα θα μπορέσει να στηρίξει τις φιλοδοξίες της στον παγκόσμιο στίβο.
Επιπλέον, η κοινωνική διάσταση της κρίσης είναι εξίσου κρίσιμη. Η ανεργία, ιδιαίτερα στους νέους, παραμένει υψηλή σε πολλές χώρες του Νότου, τροφοδοτώντας την απογοήτευση απέναντι στο ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Οι κοινωνικές ανισότητες διευρύνονται και η αίσθηση ότι η ΕΕ προστατεύει περισσότερο τα συμφέροντα των ισχυρών χωρών παρά των λαών της, ενισχύει τον ευρωσκεπτικισμό. Οι πολιτικές λιτότητας που επιβάλλονται συχνά από το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες επιβαρύνουν την κοινωνική συνοχή και δημιουργούν μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων.
Αν η Ευρώπη θέλει να επιβιώσει ως ενιαία πολιτική και οικονομική οντότητα, πρέπει να επαναπροσδιορίσει το κοινωνικό της συμβόλαιο και να προχωρήσει σε δομικές αλλαγές, που θα στηρίζουν πραγματικά την αλληλεγγύη και την ανάπτυξη.