Κυπριακό

Αγνοούμενοι 1974: 50 + 1 χρόνια εγκαρτέρησης και κοροϊδίας

Πέρασαν πενήντα ένα χρόνια από την τουρκική εισβολή του 1974. Πενήντα ένα χρόνια από τότε που εκατοντάδες οικογένειες έμειναν μετέωρες, χωρίς απαντήσεις, με ένα κενό στην ψυχή και στο τραπέζι τους. Το ζήτημα των αγνοουμένων παραμένει ανοιχτή πληγή. Ένα έγκλημα πολέμου που δεν έχει λογοδοτηθεί, μια μαύρη σελίδα στην ιστορία που παραμένει ανεξίτηλη, όχι μόνο γιατί η Τουρκία συνεχίζει αδιάλλακτη να αρνείται συνεργασία, αλλά και γιατί εμείς οι ίδιοι, ως κράτος, ως πολιτεία, αποτύχαμε να το αντιμετωπίσουμε με τη σοβαρότητα και την αξία που του αναλογεί.

Οι αγνοούμενοι δεν είναι αριθμοί. Είναι ο πατέρας, ο σύζυγος, ο αδελφός, ο γιος. Είναι άνθρωποι που χάθηκαν βίαια, βουβά, στα χέρια ενός στρατού κατοχής που ποτέ δεν απολογήθηκε, ποτέ δεν αποκάλυψε την αλήθεια. Το έγκλημα ξεκίνησε το 1974, αλλά συνεχίζεται μέχρι σήμερα – με τη σιωπή, τη συγκάλυψη και την απουσία λογοδοσίας. Η Τουρκία, ο βασικός υπαίτιος, συνεχίζει να παρεμποδίζει οποιαδήποτε ουσιαστική διερεύνηση. Δεν συνεργάζεται, δεν ανοίγει τα αρχεία της, δεν υποδεικνύει τις μαζικές ταφές που η ίδια δημιούργησε.

Μπροστά σε αυτό τον τοίχο σιωπής, στάθηκαν επί πέντε δεκαετίες οι συγγενείς των αγνοουμένων. Μόνοι. Χωρίς στήριξη, χωρίς σεβασμό, χωρίς δικαιοσύνη. Οι μάνες, οι σύζυγοι, τα παιδιά, τα αδέλφια, όλοι εκείνοι που δεν σταμάτησαν ποτέ να αναζητούν τους δικούς τους, βρέθηκαν αντιμέτωποι όχι μόνο με την τουρκική κατοχή και τον κυνισμό της, αλλά και με την αδιαφορία των "δικών μας". Με τις κυβερνήσεις που κάθε χρόνο υπόσχονται, θυμούνται, δηλώνουν, μα ποτέ δεν διεκδικούν ουσιαστικά. Με αυτούς που έκτισαν καριέρες πάνω στο δράμα των αγνοουμένων, και από εδώ και από το εξωτερικό.

Το έγκλημα πολέμου, με τα χρόνια, υποβιβάστηκε σε ένα «δικοινοτικό ανθρωπιστικό ζήτημα». Η Τουρκία απαλλάχθηκε σταδιακά από κάθε ευθύνη και εμείς αρκεστήκαμε στην αναζήτηση οστών. Άλλος παίρνει ένα τμήμα ποδιού, άλλος ένα κόκκαλο από το χέρι, και αυτά χαρακτηρίζονται ως «επιτυχίες» του έργου. Έργο που πληρώνεται αδρά, χωρίς διαφάνεια, χωρίς ουσιαστική ενημέρωση, χωρίς αναφορά στην πραγματική τύχη των προσώπων. Λες και οι άνθρωποι αυτοί χάθηκαν σε εκδρομή, ή ότι πρόκειται για θύματα ατυχήματος. Όχι. Πρόκειται για αιχμαλώτους, εκτελεσμένους, ανθρώπους που η τύχη τους αποκρύπτεται συνειδητά και εγκληματικά.

Οι ευθύνες, βαριές. Όχι μόνο για όσους σχεδίασαν ή διέπραξαν τα εγκλήματα, αλλά και για όσους διαχειρίστηκαν το θέμα με πολιτική ελαφρότητα, υποχωρητικότητα ή σκοπιμότητες. Κανείς δεν πρόκειται να λογοδοτήσει – τουλάχιστον όχι σε αυτή τη ζωή. Και οι συγγενείς; Οι μητέρες λιγοστεύουν, οι πατεράδες έφυγαν, τα αδέλφια μεγαλώνουν και τα παιδιά κουβαλούν πλέον μόνα τους τον σταυρό της αλήθειας. Οι καρέκλες στο τραπέζι μένουν ακόμη άδειες – 51 χρόνια μετά.

Και φέτος, όπως κάθε χρόνο, θα ακουστούν βαρυγδουπές δηλώσεις, μεγαλόστομες δεσμεύσεις και τελετές μνήμης. Όταν, όμως, σβήσουν τα φώτα και κλείσουν οι κάμερες, οι συγγενείς των αγνοουμένων θα επιστρέψουν στη σιωπή τους. Μόνοι. Με τον πόνο τους. Με την απουσία. Και με τη φρικτή συνείδηση ότι το κράτος τους –αυτό που όφειλε να δώσει μάχες για τη δικαίωσή τους– επέλεξε τελικά να κλείσει τα μάτια.

*Γιος αγνοούμενου 1974